Ἐμίλ Σιοράν, Εἶναι ὁ διάβολος σκεπτικιστής;

*

Ἐπιμέλεια στήλης-Μετάφραση
ΤΕΤΟΣ ΣΟΥΡΔΟΣ

Ὁ Ἐμίλ Σιοράν (ρουμανιστί Τσοράν) γεννήθηκε στίς 8 Ἀπριλίου τοῦ 1911 στό Ρασινάρι της Ρουμανίας. Ριζοχώρι των Καρπαθίων. Θά ἀναπολεῖ πάντοτε τίς παλιές καλές ἡμέρες πού ἔζησε ἐκεῖ. Ὁ πατέρας του, ὁ Ἐμιλιάν, ὀρθόδοξος ἱερέας. Ἡ μητέρα του, ἡ Ἐλβίρα, ἔκλινε πρός τήν ἀθεΐα. Τό 1922, ἕντεκα χρονῶν φοιτᾶ στό γερμανόφωνο Λύκειο τοῦ Σιμπίου, παρακείμενης πόλης. Περιφέρεται ἀσκόπως στά στενά σοκάκια. Πρῶτες κρίσεις ἀυπνίας. Πιθανῶς ἐκεῖ, στίς ροῦγες, «ἅρπαξε γιά πρώτη φορά τήν κακιά ἀρρώστια, τόν ἰό τῆς ἀλήθειας»… (Ἡ συνέχεια τοῦ εἰσαγωγικοῦ σημειώματος τῆς σειρᾶς, ἐδῶ).

Καί οἱ ἀπεχθέστερες ἀκόμα πράξεις, σάν αὐτές πού τό βάρος τῆς εὐθύνης τους φέρει ὁ διάβολος, εἶναι ὡς πρός τίς συνέπειες λιγότερο ἐπιζήμιες ἀπό τά σκεπτικιστικά ἐπιχειρήματα, ὅταν αὐτά παύουν νά ἀποτελοῦν ἕνα πρός ψυχαγωγία παίγνιο καί καταντοῦν ἔμμονη στάση. Καταστρέφω σημαίνει ὅτι ἀναπτύσσω μιά δράση, ὅτι δημιουργῶ ἀπ’ τήν ἀνάποδη, σημαίνει ὅτι κατά ἕναν ἰδιαίτερο τρόπο τάσσομαι ἀλληλέγγυος μέ ὅ,τι ὑπάρχει. Ὡς φορέας του μή-ὄντος, τό Κακό παρεμβάλλεται στήν οἰκονομία του ὄντος, εἶναι ἀπαραίτητο, ἐκπληρώνει μιά σημαντική, ἄν ὄχι ζωτική, λειτουργία.

Ποιά λειτουργία ὅμως ἐκπληρώνει ἡ ἀμφιβολία; Σέ ποιά ἀναγκαιότητα ἀνταπαντᾶ; Ποιός, ἐκτός ἀπό τόν ἀμφιβάλλοντα, τήν ἔχει ἀνάγκη; Ἀχρείαστη συμφορά, ἀπόλυτη συντριβή ἐλπίδων, δέν ἀνταποκρίνεται σέ καμιά ἀπό τίς θετικές ἀπαιτήσεις τῆς ζωῆς. Χωρίς εὔλογη αἰτία, θέτει τό ὅλον ἐν ἀμφιβολίᾳ, ἐνδοιάζει ἀκόμη κι ὅταν ὀνειροπολεῖ.

*

Πρός ἐπίτευξη τῶν σκοπῶν του, ὁ διάβολος, πνεῦμα δογματικό, μηχανεύεται ἐνίοτε τεχνάσματα σκεπτικιστικά· θέλει νά μᾶς κάνει νά πιστέψουμε ὅτι δέν ἐνδιατρίβει ὁλοψύχως σέ τίποτα, προσποιεῖται τήν ἀμφιβολία, εὐκαιρίας δέ δοθείσης τήν καλεῖ πάντοτε πρός ἐπίρρωση. Ἄν καί τή γνωρίζει καλά, ὡστόσο δέν αἰσθάνεται ποτέ ἰδιαίτερη εὐχαρίστηση μαζί της, τή φοβᾶται μάλιστα τόσο πολύ πού δέν εἶναι διόλου πεπεισμένος ὅτι θέλει πράγματι νά τή συστήσει ἤ νά τήν ἐπιβάλει στά θύματά του.

Τό δρᾶμα τοῦ ἀμφιβάλλοντος εἶναι μεγαλύτερο ἀπό τοῦ ἀρνητῆ, ἐπειδή τό νά ζεῖς χωρίς σκοπό εἶναι δυσχερέστερο ἀπό τό νά ζεῖς γιά ἕναν κακό σκοπό. Ὅθεν, ὁ σκεπτικιστής δέν διαπνέεται ἀπό σκοπούς: ὄντες ὅλοι τους εὔθραυστοι ἤ ἀβάσιμοι, ποιόν νά ἐπιλέξει; Ἡ ἄρνηση, ἀπό τήν ἄλλη, ἰσοδυναμεῖ μέ ἕνα πρόγραμμα· καταλαμβάνει τήν ὕπαρξη, ἐκπληρώνει καί τίς πιό ἀπαιτητικές ἀνάγκες της· πλήν αὐτοῦ, εἶναι ὡραῖο νά ἀρνεῖσαι, εἰδικά ὅταν εἶναι ὁ Θεός αὐτός πού πλήττεται: ἡ ἄρνηση συνιστᾶ πληρότητα, ὄχι κενότητα, μιά πληρότητα ἀνήσυχη καί ἐπιθετική. Ἄν ἡ σωτηρία βρίσκεται στήν πράξη, τότε ἡ σωτηρία τοῦ ἑαυτοῦ ἐπέρχεται διά τῆς ἄρνησης, ἀφοῦ χάριν αὐτῆς ἀκολουθῶ ἕνα σχέδιο, διαδραματίζω ἕναν ρόλο. Μποροῦμε νά καταλάβουμε γιατί ὁ σκεπτικιστής, μετανιωμένος πού διάλεξε νά βαδίσει σέ τεντωμένο σχοινί, ζηλοφθονεῖ τόν διάβολο. Ὁ λόγος εἶναι ὅτι, παρά τίς ὅποιες ἐπιφυλάξεις, ἡ ἄρνηση εἶναι πηγή δράσης καί βεβαιότητας: ὅταν ἀρνούμαστε, ξέρουμε τί θέλουμε· ὅταν ἀμφιβάλλουμε, ὁδηγούμαστε στό νά μήν ξέρουμε πιά.

*

Ἡ θλίψη, ἡ ὁποία παρεμβάλλει ἀνυπέρβλητα ἐμπόδια στήν ἐπίτευξη μιᾶς ἰσορροπίας, εἶναι μιά κατάσταση γενικευμένης ἀποσύναψης μέ τά πράγματα, συνιστᾶ μιά παθητική ρήξη μέ τό εἶναι, μιά ἀβέβαιη γιά τόν ἑαυτό της ἄρνηση∙ ἐπιπροσθέτως, ἐμφανίζεται ἀνίκανη νά μετεξελιχθεῖ σέ μιά ἀπόφανση ἤ σέ μιά ἀμφιβολία. Προσήκει στίς ἀναπηρίες μας, περισσότερο ὅμως ταιριάζει μέ τίς ἀδυναμίες ἑνός ἀναπασχόλητου διαβόλου πού, κουρασμένος ἀπό τήν ἄρνηση, βρίσκεται αἴφνης χωρίς δουλειά. Δίχως νά πιστεύει πλέον στό κακό, οὔτε ἐπίσης καί νά ἔχει καμιά διάθεση νά συμμαχήσει μέ τό καλό, ἀρκεῖται, αὐτός, ὁ πιό φλογερός ἀπό ὅλους τούς ἔκπτωτους ἀγγέλους, σέ ἕναν στερούμενο ἀποστολῆς καί αὐτοπεποίθησης ἑαυτό∙ κακουχημένος ἀπό τό περιρρέον χάος, ἕνας ἀποσυνάγωγος πού δέν βρίσκει πιά παρηγοριά στόν σαρκασμό, εἶναι πλέον ἀναρμόδιος νά ἀδικεῖ. Τό ὅτι ἡ θλίψη παραπέμπει σέ μιά ἐγκαταλελειμμένη, σβηστή κόλαση, μαρτυρεῖται ἀπό αὐτή τήν ἐνυπάρχουσα μέσα στή θλίψη οἰονεί κακότητα, ξεθυμασμένη καί στοχαστική, στά πρόθυρα τῆς παραίτησης, ἀπρόθυμη νά στραφεῖ πρός κάτι ἄλλο πέραν τοῦ ἑαυτοῦ της. Ἡ θλίψη ἀποδραματοποιεῖ τό γίγνεσθαι, τό ὑποχρεώνει νά καταπιεῖ τήν ὀργή του, νά καταβροχθίσει τόν ἑαυτό του, νά κοπάσει αὐτοκαταστρεφόμενο.

*

Κατάφαση καί ἄρνηση δέν διαφέρουν ποιοτικά, τό πέρασμα ἀπό τή μία στήν ἄλλη εἶναι ἕνα πρᾶγμα φυσικό καί εὔκολο. Ἅπαξ ὅμως καί ἐνστερνιστοῦμε τήν ἀμφιβολία, δέν εἶναι πλέον οὔτε εὔκολο οὔτε φυσικό νά ἐπιστρέψουμε στίς βεβαιότητες. Νιώθουμε τότε παραλυμένοι∙ γιά θερμή ὑποστήριξη κάποιας ὑπόθεσης, οὔτε λόγος∙ γιά νά μήν ποῦμε καλύτερα ὅτι ὄχι μόνο τίς ἀπορρίπτουμε ὅλες, ἀλλά δέν κατερχόμαστε κάν σέ ἀγῶνα γιά ὁποιονδήποτε λόγο. Ὁ σκεπτικιστής, πρός μεγάλη ἀπογοήτευση τοῦ διαβόλου, εἶναι ὁ ἄχρηστος ἄνθρωπος par excellence. Λυτός, ἀπροσφυής μέ τά πάντα∙ ἡ ρήξη ἀνάμεσα σέ αὐτόν καί τόν κόσμο εἶναι ἐμφανής σέ κάθε συμβάν ἤ ζήτημα μέ τό ὁποῖο ἔρχεται ἀντιμέτωπος. Τοῦ καταμαρτυροῦν ὅτι εἶναι ντιλετάντης ἐπειδή ἀρέσκεται νά μειώνει τό κάθε τι στό ἐλάχιστο. Στήν πραγματικότητα, ὅμως, δέν μειώνει τίποτα, ξαναβάζει ἁπλῶς τά πράγματα στή θέση τους. Οἱ χαρές καί οἱ ὀδύνες μας προέρχονται ἀπό τήν ἀδικαιολόγητη βαρύτητα πού ἀποδίδουμε στίς ἐμπειρίες μας. Ἔτσι, ὁ σκεπτικιστής θά πασχίσει νά βάλει σέ μιά τάξη ὄχι μόνο τίς κρίσεις του, πρᾶγμα εὔκολο, ἀλλά καί τίς αἰσθήσεις του, πρᾶγμα ἀρκετά δύσκολο. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο φανερώνει τά ὅριά του, τό ἀνεκπλήρωτο αἴσθημά του (καί γιατί ὄχι, τήν ἐπιπολαιότητά του), διότι μονάχα ἡ ἡδονή τοῦ πόνου μετατρέπει τήν ὕπαρξη σέ πεπρωμένο. Ποῦ νά τόν τακτοποιήσουμε, ἄν ἡ θέση του δέν εἶναι οὔτε ἀνάμεσα στούς σοβαρούς νόες οὔτε ἀνάμεσα στούς ἀνούσιους; Σίγουρα, κάπου στή μέση, σέ αὐτή τήν κατάσταση τοῦ αἰώνια ἀνήσυχου περαστικοῦ, πού δέν σταματᾶ πουθενά, γιατί κανένα ἀντικείμενο ἤ ὄν δέν τοῦ δίνει τήν παραμικρή ἐντύπωση πραγματικότητας. Ἄν κάτι τοῦ λείπει, δέν γνωρίζει, εἶναι ἡ εὐλάβεια, τό μόνο συναίσθημα πού μπορεῖ νά διασώσει τό ἐπιφαινόμενο καί τό ἀπόλυτο συνάμα. Ἡ εὐλάβεια δέν ἀναλύει τίποτα, ἔτσι τίποτα δέν μπορεῖ νά μειώσει στό ἐλάχιστο· ἀντιλαμβάνεται τήν ἀξία ἐν παντί τόπῳ, ἀφήνεται, ἐπαφίεται στά πράγματα, δένεται μαζί τους. Ἄραγε, εἶχε πάλαι ποτέ ὁ σκεπτικιστής κάποια συνάφεια μαζί της; Τώρα πάντως, καί μέρα νύχτα νά προσεύχεται, δέν πρόκειται νά ξαναβρεθεῖ σέ παρόμοια βιωματική σχέση. Ἔστω ὅτι θά ἔχει πίστη, ὅτι θά δέχεται κάτι ὡς ἀληθές μέ τόν τρόπο του, ὅτι θά ξεκόψει ἀπό τίς εἰρωνεῖες καί τίς βλασφημίες του, καί πάλι, νά λάβει ξανά πεῖρα τῆς εὐλάβειας δέν θά τά καταφέρει ποτέ: Ἀπό ἐκεῖ πού ἔχει περάσει ἡ ἀμφιβολία, χῶρος γιά εὐλάβεια δέν μένει. Ποῦ νά βρεῖ τόν ἀναγκαῖο νά τῆς παραχωρήσει χῶρο, ὅταν ἔχει ρημάξει τό σύμπαν γύρω του καί μέσα του; Ἄς οἰκτίρουμε αὐτό τόν σκοτεινό πολυτεχνίτη, ἄς ἐπιδαψιλεύσουμε σέ αὐτόν τόν καταραμένο ἐρασιτέχνη κάποιες περιποιήσεις.

*

Ἀκόμα κι ἄν ἡ βεβαιότητα βασίλευε ἐπί Γῆς, ἔτσι πού ἀπό τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων νά ἔχουν σβηστεῖ ὅλα τά ἴχνη περιέργειας καί ἀνησυχίας, ὁ προκαθορισμός τῆς πορείας τοῦ σκεπτικιστῆ δέν θά ἄλλαζε. Ἀκόμα κι ἄν ἀνατρέπονταν, τό ἕνα μετά τό ἄλλο, ὅλα του τά ἐπιχειρήματα, αὐτός θά ἐξακολουθοῦσε νά στέκεται στό ὕψος του. Γιά νά τόν κουνήσουμε ἀπό τήν ἀνυποχώρητη θέση του, νά τόν τραντάξουμε συθέμελα, πρέπει νά χτυπήσουμε στό ψαχνό, νά προσβάλουμε τήν ἀκόρεστη ἐπιθυμία του γιά ἀμφιρρέπεια, τή λαχτάρα του νά βρίσκεται σέ ἀμηχανία: αὐτό πού ἀναζητᾶ εἶναι ἡ ἐπισφάλεια καί ἡ ἀτέρμονη διερώτηση. Ὁ δισταγμός, πού συνιστᾶ τό πάθος, τήν περιπέτεια, τό ἀναμενόμενο μαρτύριό του, θά κυριαρχήσει σέ ὅλες του τίς σκέψεις καί σέ ὅλα του τά ἐγχειρήματα. Σέ πεῖσμα τῆς ἐπαμφοτερίζουσας στάσης του, ἀπότοκης μιᾶς μεθόδου ὅσο καί μιᾶς ἀνάγκης, αὐτός θά ἀντιδράσει φανατισμένα: δέν θά μπορέσει νά ἀπαλλαγεῖ οὔτε ἀπό τίς ἐμμονές του οὔτε, κατά μείζονα λόγο, ἀπό τόν ἑαυτό του. Ἡ ἄπειρη ἀμφιβολία τόν καθιστᾶ, παραδόξως, αἰχμάλωτο ἑνός κλειστοῦ κόσμου. Δέν τό συνειδητοποιεῖ, ἔτσι θά συνεχίσει νά πιστεύει ὅτι ἡ προσέγγιση πού ἐπιχειρεῖ εἶναι οὐσιαστικά χωρίς προσκόμματα, ἀνεπηρέαστη καί ἀναλλοίωτη ἀπό κάθε λογῆς ἀδυναμία. Ἡ παράφορη ἀνάγκη του γιά ἀβεβαιότητα ἀποβαίνει ἕνα εἶδος ἀναπηρίας, γιά τήν ὁποία δέν θά ἀναζητήσει θεραπεία, ἀφοῦ καμία προφάνεια, ὅσο ἀκαταμάχητη κι ἄν εἶναι, δέν θά τόν ὠθήσει στήν ἄρση τῶν ἀμφιβολιῶν του. Γλιστράει μήπως τό ἔδαφος κάτω ἀπό τά πόδια του; Δέν ὑπάρχει λόγος ἀνησυχίας, συνεχίζει τόν δρόμο του ἀπελπισμένος καί ἥσυχος. Ἀκόμα κι ἄν γινόταν γνωστή ἡ ὑπέρτατη ἀλήθεια, ξεδιαλυνόταν τό πιό πυκνό μυστήριο, αἴρονταν ὅλες οἱ δυσκολίες καί κάθε αἴνιγμα ἔβρισκε τή λύση του, δέν θά αἰσθανόταν κάποια ἐνόχληση, δέν θά ἔβγαινε ἀπό τήν πορεία του. Ὅ,τι ἐνισχύει την ἐφεκτικότητά του, ὅ,τι τόν βοηθᾶ καί τόν ἐμποδίζει συνάμα νά ζήσει, λογίζεται ἀπό αὐτόν κάτι τό ἱερό. Ἄν ἡ Ἀδιαφορία τόν χορτάζει, ἄν τήν ἀναγάγει σέ μιά πραγματικότητα τόσο ἀπέραντη ὅσο τό σύμπαν, αὐτό συμβαίνει ἐπειδή αὐτή εἶναι τό πρακτικό ἰσοδύναμο τῆς ἀμφιβολίας· καί δέν ἔχει ἄραγε ἡ ἀμφιβολία στά δικά του μάτια τό κῦρος του Ἀπροϋπόθετου;

*

Ἡ ἐθελοδουλία, ἡ καθυπόταξη, εἶναι μοῖρα ὅλων μας. Ἰδού σέ τί ἀκριβῶς ἐναντιώνεται ὁ σκεπτικιστής. Γνωρίζει βέβαια ὅτι ὑπηρετῶντας σώζεσαι, γιατί αὐτό σημαίνει ὅτι ἐπιλέγεις∙ καί κάθε ἐπιλογή ἀποτελεῖ μιά πρόκληση ἀπέναντι στό ἀόριστο, τό καταραμένο, τό ἄπειρο. Οἱ ἄνθρωποι χρειάζονται ἐρείσματα, ἐπιζητοῦν μέ κάθε τίμημα τή βεβαιότητα, ἀκόμα καί εἰς βάρος τῆς ἀλήθειας. Διότι εἶναι ἀναζωογονητική, καί ἀφοῦ δέν μποροῦν νά κάνουν χωρίς αὐτήν, ἀκόμη καί ὅταν ξέρουν ὅτι εἶναι παραπειστική, κανένας ἐνδοιασμός δέν πρόκειται νά τούς πτοήσει∙ θά κάνουν ἀγῶνα γιά νά τήν ἐξασφαλίσουν. Ἀπό τήν ἄλλη, τό κυνήγι τῆς ἀμφιβολίας εἶναι ἐξουθενωτικό καί ἀνθυγιεινό∙ δέν γεννιέται ἀπό κάποια ζωτική ἀνάγκη. Πιθανῶς μιά καταστροφική δύναμη μᾶς ὠθεῖ νά καταγίνουμε μέ αὐτήν. Μήπως ὁ διάβολος, πού τίποτα δέν ξεχνᾶ, μᾶς ἐκδικεῖται πού ἀρνούμαστε νά συνεργαστοῦμε στό ἔργο του; Γεμᾶτος ὀργή πού μᾶς βλέπει νά δουλεύουμε γιά δικό μας λογαριασμό, μᾶς βάζει σέ μπελάδες, μᾶς βάζει νά ψάχνουμε τό Ἀξεδιάλυτο μέ μιά σχολαστικότητα πού μᾶς ἀποκλείει ἀπό κάθε ψευδαίσθηση, ἀλλά καί ἀπό κάθε πραγματικότητα. Τούτη ἡ ἀναζήτηση στήν ὁποία μᾶς καταδικάζει ἰσοδυναμεῖ μέ μιά μεθοδική πτώση στήν ἄβυσσο.

*

Πρίν ἀπό τόν Ἑωσφόρο, τόν πρῶτο πού ἐξαπέλυσε ἐπίθεση στήν καταγωγική ἀσυνειδησία, ὁ κόσμος ἀναπαυόταν ἐν Θεῷ. Ὄχι πώς δέν ὑπῆρχαν συγκρούσεις, ἀλλά αὐτές δέν κατέληγαν σέ ρήξη καί ἀνταρσία, ἐλάμβαναν ἀκόμη χώρα στό ἐσωτερικό μιᾶς ἀρχέγονης ἑνότητας, πού ἐπρόκειτο νά διαρραγεῖ ἀπό μιά καινούργια, τρομερή δύναμη. Ἡ ἐπίθεση, ἄρρηκτα συνδεδεμένη μέ τήν πτώση τῶν ἀγγέλων, παραμένει τό μεῖζον γεγονός πού συνέβη πρίν ἀπό τήν ἄλλη πτώση, ἐκείνη τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἐξεγερμένος καί πεπτωκώς ἄνθρωπος συνιστᾶ τό δεύτερο στάδιο στήν ἱστορία τῆς συνείδησης, τό δεύτερο πλῆγμα πού δέχεται ἡ τάξη καί τό ἔργο τοῦ Θεοῦ· ἰσχυρό πλῆγμα θά καταφέρει, μέ τή σειρά του, σέ αὐτή τήν τάξη καί σέ αὐτό τό ἔργο ὁ σκεπτικιστής – προϊόν κούρασης καί διάλυσης, ἀκροτελεύτιο σημεῖο στήν πορεία τοῦ πνεύματος, ὄψιμη ἐκδοχή, πιθανῶς τελική, τοῦ ἀνθρώπου. Ὅλως ἀντιθέτως πρός τούς δύο πρώτους διαμαρτυρόμενους, ὁ σκεπτικιστής περιφρονεῖ τήν ἐξέγερση, δέν προτίθεται νά τραυματίσει τήν ἀξιοπρέπειά του γιά χάρη της· ἔχοντας ἐξαντλήσει μέσα του τά κοιτάσματα ἀγανάκτησης καί φιλοδοξίας, βγῆκε ἀπό τόν κύκλο τῶν ἐξεγέρσεων πού πυροδότησε ἡ διπλῆ πτώση. Ξεκόβει ἀπό τόν ἄνθρωπο, τόν ὁποῖο θεωρεῖ παλιομοδίτη, ὅπως καί ὁ ἄνθρωπος ξέκοψε ἀπό τόν Διάβολο, τόν δάσκαλό του, στόν ὁποῖο ἐπέρριψε τή μομφή ὅτι διατηρεῖ ὑπολείμματα ἀφέλειας καί ψευδαίσθησης. Μποροῦμε νά δοῦμε τή διαβάθμιση στήν ἐμπειρία τῆς μοναξιᾶς καί τίς συνέπειες τοῦ ἀποχωρισμοῦ ἀπό τήν ἀρχέγονη ἑνότητα.

Ἡ χειρονομία τοῦ Ἑωσφόρου, ὅπως καί τοῦ Ἀδάμ –ἡ πρώτη προηγεῖται τῆς Ἱστορίας, ἡ ἄλλη τήν ἐγκαινιάζει–, ἀντιπροσωπεύουν τίς κρίσιμες στιγμές τῆς μάχης πού δόθηκε γιά τήν ἀπομόνωση τοῦ Θεοῦ καί τόν ἐξοβελισμό τοῦ σύμπαντός του. Ἦταν ἕνα σύμπαν ἀστόχαστης, ἐξ ἀδιαιρέτου εὐτυχίας. Σέ αὐτό προσβλέπουμε κάθε φορά πού κουραζόμαστε ἀπό τό βάρος τῆς δυαδικότητας.

*

Ἡ μεγάλη πρακτική ἀξία τῶν βεβαιοτήτων δέν πρέπει νά μᾶς ἀποκρύπτει τήν εὔθραυστη θεωρητική τους ἰσορροπία. Μαραίνονται, γερνοῦν, ἐνῶ οἱ ἀμφιβολίες διατηροῦν μιά ἀναλλοίωτη φρεσκάδα… Ἡ πίστη οὐδέποτε ἀποχωρίζεται τήν ἐποχή στήν ὁποία ἀνήκει· τά ἐπιχειρήματα ὅμως πού ἀντιπροβάλλονται σέ αὐτήν τήν πίστη, καί τά ὁποῖα μᾶς κάνουν τόσο δύσπιστους, ἀψηφοῦν τόν χρόνο· μάλιστα, ἄν τούτη ἡ πίστη αὐξάνει τή διάρκειά της, τό ὀφείλει στίς ἀντιρρήσεις πού τήν ὑπονομεύουν. Μᾶς εἶναι δύσκολο νά φανταστοῦμε τή διαμόρφωση τῶν Ἑλλήνων θεῶν, τήν ἀκριβή διαδικασία μέσω τῆς ὁποίας οἱ ἄνθρωποι ἔφτασαν νά τούς φοβοῦνται ἤ νά τούς τιμοῦν· στόν ἀντίποδα, κατανοοῦμε μιά χαρά γιατί οἱ ἄνθρωποι ἔχασαν τό ἐνδιαφέρον τους γι’ αὐτούς, γιατί ἔφτασαν στό σημεῖο νά ἀμφισβητήσουν τή χρησιμότητα ἤ τήν ὕπαρξή τους. Ἡ κριτική εἶναι παντός καιροῦ· ἡ θρησκευτική ἔμπνευση, προνόμιο ὁρισμένων μόνο, ἐξαιρετικά σπάνιων, ἐποχῶν. Ἄν χρειάζεται μεγάλη ἀπερισκεψία καί μέθη γιά νά γεννηθεῖ ἕνας θεός, ἀρκεῖ λίγη προσοχή γιά νά τόν σκοτώσεις. Ἡ Εὐρώπη ξεκίνησε νά καταβάλλει τή μικρή αὐτή προσπάθεια στήν Ἀναγέννηση. Δέν μᾶς ξενίζει, ἑπομένως, πού νιώθουμε νοσταλγία γιά ἐκεῖνες τίς μεγαλειώδεις στιγμές, ὅταν κάποτε παριστάμεθα μάρτυρες τῆς γέννησης τοῦ ἀπολύτου.

*

Νά λοιπόν, πού μετά ἀπό μιά μακρά οἰκειότητα μέ τήν ἀμφιβολία, φουσκώνετε ἀπό ὑπερηφάνεια, μιά ἰδιαίτερη ὅμως ὑπερηφάνεια: δέν πιστεύετε ὅτι εἴσαστε περισσότερο χαρισματικοί ἀπό τούς ἄλλους, ἁπλῶς πιστεύετε ὅτι εἶστε λιγότεροι ἀφελεῖς. Ἀκόμα κι ἄν γνωρίζετε ὅτι ὁ τάδε ἤ ὁ δεῖνα ἔχει ἀρετές καί γνώσεις σέ σύγκριση μέ τίς ὁποῖες οἱ δικές σας ἔχουν πολύ μικρή ἀξία, σέ τίποτα δέν ὠφελεῖ, τόν ἐκλαμβάνετε γιά κάποιον πού, ὄντας ἀναρμόδιος νά ἀποφανθεῖ γιά τό οὐσιῶδες, ἀσχολεῖται μέ κουραφέξαλα. Ἔχει μήπως ὑποβληθεῖ σέ ἀμέτρητες, ἄγνωστες δοκιμασίες καί ἔχει κριθεῖ ἄξιος; Καί λοιπόν; Θά ἐξακολουθεῖ νά σᾶς φαίνεται ὅτι ὑπολείπεται κατά πολύ τῆς μοναδικῆς, κεφαλαιώδους ἐμπειρίας πού ἔχετε συγκομίσει, ἐσεῖς μόνο, γιά τά ὄντα καί τά πράγματα. Ἕνα παιδί εἶναι, ὅλοι τους παιδιά εἶναι, καί δέν μποροῦν νά δοῦν αὐτό πού μόνο ἐσεῖς βλέπετε, ἐσεῖς, οἱ πιό ἀληθομανεῖς ἀπό τούς θνητούς, πού ζεῖτε χωρίς καμιά ψευδαίσθηση γιά τούς ἄλλους καί γιά τούς ἴδιους. Κι ὅμως, μία τήν ἔχετε, τήν πιό πεισματική, τήν πιό βαθιά ριζωμένη: νά πιστεύετε ὅτι δέν ἔχετε καμία. Κανείς δέν μπορεῖ νά σᾶς ἀπαλλάξει ἀπό αὐτήν, γιατί κανείς στά μάτια σας δέν εἶναι προικισμένος ὅσο ἐσεῖς μέ τό χάρισμα νά μήν ἔχει καθόλου αὐταπάτες. Σέ ἕναν κόσμο ἀπό κορόιδα, θά ἐπαγγέλλεστε τούς μόνους, μέ συνέπεια νά μήν μπορεῖτε νά κάνετε τίποτα γιά κανέναν, ὅπως καί κανείς δέν θά μπορεῖ νά κάνει τίποτα γιά ἐσᾶς.

*

Ὅσο περισσότερο νιώθουμε τήν ἀσημαντότητά μας, τόσο περισσότερο καταφρονοῦμε τούς ἄλλους· οἱ ἄλλοι παύουν νά ὑπάρχουν γιά μᾶς ὅταν περιβαλλόμαστε ἀπό τό φωτοστέφανο τοῦ μηδενός μας. Τούς ἀποδίδουμε μιά πραγματικότητα στόν βαθμό πού τήν ἀνακαλύπτουμε στόν ἑαυτό μας. Ὅταν δέν αὐταπατώμεθα πλέον, στερούμαστε ἕναν ἐλάχιστο βαθμό τυφλότητας καί γενναιοδωρίας, χωρίς τόν ὁποῖο δέν γίνεται νά σωθεῖ ἡ ὕπαρξη τῶν ὁμοίων μας. Στό ἐπίπεδο αὐτό διορατικότητας, ὅπου δέν τρέφουμε αὐταπάτες καί δέν ἔχουμε πρός αὐτούς κανέναν ἐνδοιασμό, τούς ἐξομοιώνουμε μέ μαριονέτες, γιατί τούς κρίνουμε ἀνήμπορους νά ἀνυψωθοῦν στή θέαση τῆς μηδενικότητας τους. Ἑπομένως, πῶς μποροῦμε νά σταθοῦμε σέ αὐτά πού λένε καί κάνουν;

Ἐπέκεινα τῶν ἀνθρώπων, τό σκοπούμενο εἶναι οἱ ἴδιοι οἱ θεοί: αὐτοί ὑπάρχουν στόν βαθμό πού βρίσκουμε μιάν ἀρχή ὕπαρξης μέσα μας. Ἄν αὐτή ἡ ἀρχή στεγνώσει, καμιά πλέον ἀνταλλαγή δέν εἶναι δυνατή μαζί τους: δέν ἔχουν τίποτα νά μᾶς δώσουν, δέν ἔχουμε τίποτα νά τούς προσφέρουμε. Περάσαμε τόσο χρόνο μαζί τους, τούς χορτάσαμε, τούς γυρίζουμε τώρα τήν πλάτη, τούς ξεχνᾶμε, στεκόμαστε μπροστά τους μέ ἄδεια χέρια, ὅλον τόν καιρόν. Γίνανε καί αὐτοί μαριονέτες, ὅπως οἱ συνάνθρωποί μας, ὅπως ἐμεῖς.

Τήν περιφρόνηση, ἡ ὁποία προϋποθέτει μιά συνενοχή μέ τή βεβαιότητα, ἡ ὁποία παραπέμπει τέλος πάντων στή διαμόρφωση μιᾶς ἀσφαλοῦς γνώμης, ὁ σκεπτικιστής ὀφείλει νά τήν κρατᾶ σέ ἀπόσταση. Δυστυχῶς τῆς παραδίδεται, καί ἀντιμετωπίζει μέ ὑπεροψία ὅποιον δέν κάνει τό ἴδιο. Κι ὅμως, αὐτός πού κατατρόπωσε τούς πάντες δέν μπόρεσε νά νικήσει τήν ἔπαρση, καθώς καί τίς πάσης φύσεως ἀτέλειες πού ἀπορρέουν ἀπό αὐτήν. Ποιό τό νόημα πού μάζεψε σωρούς ἀπό ἀμφιβολίες, σωρούς ἀπό ἀρνήσεις, γιά νά περιέλθει στό τέλος σέ αὐτή τήν κατάσταση δουλείας, δίχως νά μπορεῖ νά κρύψει τή δυσφορία του; Ἡ διορατικότητα γιά τήν ὁποία καμαρώνει εἶναι ὁ ἐχθρός του: τόν ἀφυπνίζει στό μή-εἶναι, τόν κρατᾶ συνεχῶς ἐνήμερο, μόνο καί μόνο γιά νά τόν σέρνει ἀπό τή μύτη. Δέν θά μπορέσει ποτέ νά λυθεῖ ἀπό αὐτήν, θά εἶναι σκλάβος της, δεσμώτης στό κατώφλι τῆς χειραφέτησης, καρφωμένος ἐσαεί στή θέση της μή-πραγματικότητας.

*

*