*
της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ
Μαρία Βαχλιώτη
Κάλπη
Μελάνι, 2023
Η Κάλπη της Μαρίας Βαχλιώτη είναι μια σκηνοθετημένη καταβύθιση σε μια εσωτερική και κοινωνική τοπιογραφία, μια ανατομία της πάσχουσας ατομικής και συλλογικής ζωής, με οδηγό ένα πυκνό διακείμενο που στόχο έχει να φωτίσει την άσημη, αόρατη ζωή του καθεμέρα μέσα από την προβολή των μόνιμων καταβολών της. Ατομική και κοινωνική εμπειρία προβάλλονται μέσα από την συνομιλία τους με λογοτεχνικούς, αρχαιοελληνικούς, προσωπικούς μύθους και την ένθεσή τους σε ένα μεστό περικείμενο.
Για να κατανοήσει ο αναγνώστης τη συγγραφική πρόθεση, πρέπει να ανατρέξει στα δύο αρχικά και τα δύο ακροτελεύτια κείμενα της συλλογής, τιτλοφορούμενα «Προμηθέας» και «At last» τα πρώτα και «Επιμηθέας» και «At least» τα δεύτερα. Στο πρώτο, η τρύπα από τον αετό του Δία στο στήθος του ευεργέτη της ανθρωπότητας Προμηθέα ανάγεται σε οπή από όπου χαίνει το κενό του σύμπαντος και η σκόνη της Ιστορίας. Στο δεύτερο, πεζό αυτή τη φορά, κείμενο, η χαίνουσα οπή παίρνει τη μορφή μιας τραχειοστομίας στο λαιμό ενός πλανόδιου γέρου πωλητή κόμικς που συναντά στην παιδική ηλικία η αφηγήτρια και αποτελεί αφορμή για να κυλήσει ο μίτος της ιστορίας:
«κι αυτό ήταν τελικά το μόνο που ήθελα να πω, κάτι εντελώς ασήμαντο και αυστηρώς προσωπικό, που φυσικά δεν πρόκειται για ποίημα –σας ξεγέλασα– είναι η ύστατη προσπάθεια μιας τραχειοστομίας να βγει απ’ την ανυπαρξία της μετά από σαράντα καλοκαίρια, γιατί κάποια στιγμή πρέπει επιτέλους να κλείσουμε μ’ αυτά, γιατί είναι κι αυτή ακόμα η ζωή που χάσκει ανοιχτή, κι άλλη κόλαση που υπομονετικά μας περιμένει.»
Στα καταληκτικά ποιήματα, το λόγο παίρνει αρχικά ο Επιμηθέας που αποφαινόμενος για τη μοίρα των προσώπων της ιστορίας απομυθοποιητικά αποφαίνεται για τη μίζερη ζωή κάθε θνητότητας. Το κείμενο αυτό ακολουθεί το πεζό «At least», όπου η ποιήτρια, αποτίοντας φόρο τιμής στην αφηγήτρια γιαγιά της, καταλήγει κυκλικά:
«κι αυτό ήταν μόνο τελικά που ήθελα να πω, κάτι εντελώς ασήμαντο και αυστηρώς προσωπικό […] είναι η ύστατη προσπάθεια ανταπόδοσης ενός ανάπηρου χεριού – φόρος τιμής – ο θρίαμβος των αοιδών – έξαλλοι πανηγυρισμοί – το νενικήκαμεν – μα όχι και το τέλος, γιατί απομένουν κι άλλες ακόμα ιστορίες για να ειπωθούν [ …] κι αόρατες ζωές να βγουν απ’ την αφάνεια, με το κοινό και άδοξο και τετριμμένο όνομά μας […]».
Βάσει των παραπάνω, αντικείμενο του βιβλίου είναι η ζωή που χάσκει ανοιχτή, η κόλαση που γεννάμε και μας περιμένει, είτε στον προσωπικό βίο ή στην κοινωνική συνύπαρξη, από τις στρεβλές σχέσεις με τις ποικιλώνυμες οικογενειακές απωθήσεις έως την αρρυθμία και τη βία της συλλογικής ζωής. Η ποιήτρια μοιάζει να θεωρεί ότι η ρίζα αυτής της αρρυθμίας είναι η προπατορική μοίρα της Έκπτωσης που ορίζει τα ανθρώπινα. Αυτή την εκκρεμή οπή-πληγή θέλει να ανατάμει μέσα από τη σχισμή τη «κάλπης» που στο βιβλίο μοιάζει να κρατά και την αρχαιοελληνική της σημασία, αυτή της τεφροδόχου που διατηρεί τη στάχτη των ανθρωπίνων, και την τρέχουσα σημασία, ένα κενό κουτί – περιέχον ενός κάλπικου συχνά νοήματος.
Παράλληλα, το βιβλίο στίζεται από πολλαπλές σημάνσεις που δημιουργούν ένα πυκνό δίκτυο ανάμεσα στις περικειμενικές αναφορές του βιβλίου και το κειμενικό του περιεχόμενο. Αρχικά, οι τίτλοι που δηλώνουν άλλοτε τη σκηνική περσόνα που φέρει το λόγο («Δήμητρα», «Ατρείδες», «Θέτις»), ή το ιστορικό και χωροχρονικό πλαίσιο («Οικία Λαζάρου», «Γκαλερί», «Θερινής νυκτός», «Γενέθλια», «Παγκόσμιος», «Εδέμ», «Exit», «Κάλπη»). Δεύτερον, το μότο κάθε ποιήματος που είναι πάντα χωρίο από τη Γυναίκα της Ζάκυθος ή τους Στοχασμούς του Σολωμού για το έργο. Το μότο σχολιάζει ή διαλέγεται κάποτε ειρωνικά με το λόγο των προσώπων ή του ποιητικού υποκειμένου. Τρίτον, όλα τα ποιήματα, πέρα από τα ζεύγη των αρχικών και καταληκτικών κειμένων (και ένα τελευταίο, επιλογικό) που ήδη προανέφερα, είναι δίπτυχα, στη λογική του λόγου και αντίλογου ανάμεσα σε ζεύγη προσώπων ή αντιτιθέμενων οπτικών. Τέταρτον, η αινιγματική αμφισημία του τίτλου της συλλογής. Όλα τα παραπάνω δείχνουν μια σαφή σκηνοθετική πρόθεση να ενορχηστρωθεί το υλικό με αυστηρή διάταξη και συγκεκριμένη στόχευση, την ανάδειξη της πολλαπλότητας των εκδοχών και την συναίρεση του ατομικού και του κοινωνικού.
Η αναφορά σε αυτή τη σκηνική διάταξη, τη σκηνοθεσία είναι απαραίτητη προκειμένου ο αναγνώστης να καταλάβει τη διπλή ταυτότητα του λόγου που, από τη μια, με τη διακειμενική του επικοινωνία θέλει να πάρει απόσταση από την αυταναφορά, ενώ με την ανασημασιοδότηση του γνωστού λογοτεχνικού καμβά (Γυναίκα της Ζάκυθος, Ατρείδες κ.λπ.) να δημιουργήσει μια μεγάλη αναλογία ανάμεσα στο αναγνωρίσιμο περικειμενικό πλαίσιο και τον υπαρξιακό και προσωπικό στοχασμό που εντέλει αποτελεί τον πυρήνα του βιβλίου.
Ας το δούμε με ένα παράδειγμα. Στο ποίημα «Γκαλερί», το πρώτο μέρος επιστέφεται από το σολωμικό μότο «ότι έμελλε της Γυναικός, βρεθεί / πριν ξεψυχήσει, ανάμεσα στον / πατέρα της και στη μάνα της». Στη συνέχεια, ακούμε το λόγο των επιγόνων που καταδικάζουν τη γνωστή οικογενειακή ανθρωποφαγία:
Ι.
Είχαν κι οι δυο ξεκάθαρη προτίμηση
Στις αυτοπροσωπογραφίες·
το σπίτι γέμιζε τελάρα με παραλλαγές
Εκείνη – και η ρόδινη αθωότητα
άχραντη αειπάρθενος με τον σταυρό στην πλάτη.
Εκείνος – και η αιθρία του γαλάζιου
το άχρονο, το πανθορών ουράνιο μάτι.
Στο φόντο ανθοφορίες και στεφάνια – μαγιάτικη γιορτή
[…]
μπαίνοντας στο κάδρο σκοντάφταμε σε πτώματα
Εκείνη – και το κόκκινο στην πήξη του
Εκείνος – σκέτο μαύρο
[…]
Στο δεύτερο ποίημα ακούμε τον αντίλογο των προπατόρων για την άδικη κριτική των απογόνων:
ΙΙ.
pensando a cosa che e certo
che riuscira
Ψέματα λένε και τα δυο – κοινή γραμμή
να κρύψουν την αγνωμοσύνη τους
το χρέος που αποκήρυξαν με τόση ευκολία
τις αγωνίες, τα ξενύχτια στο κρεβάτι τους
θυσίες και θυσίες
δεν ξεπληρώνονται αυτά
δέκα ζωές να ζήσουνε δεν φτάνουν
και φυσικά, δεν τους συμφέρει να το πουν
πόσο παλέψαμε για χάρη τους –
όλα να μοιάζουν μαγιάτικη γιορτή […]
Σε αυτό και άλλα ακόλουθα, η Γυναίκα της Ζάκυθος γίνεται ένα πολύσημο, αινιγματικό και πυκνό σύμβολο. Η ποιήτρια σε ένα μέρος του βιβλίου μοιάζει να ασπάζεται την ανάγνωση του Στέφανου Ροζάνη[1], που βλέπει στη Γυναίκα της Ζάκυθος το «δαιμονιακό ύψιστο», την ενσάρκωση της φρικίασης του ανθρώπου που αποκαλύπτει το δαιμονικό ψυχικό του βάθος, όπως ο Ιερομόναχος Διονύσιος σκυμμένος στο πηγάδι της ψυχής παράγει-ανακαλύπτει μέσα του την οραματική μορφή της Γυναίκας-Δαίμονα που αποκαλύπτει τον ανεξερεύνητο τρόμο της ύπαρξης όταν έρχεται αντιμέτωπη με εσωτερικές δυνάμεις που την ενοικούν. Είναι ακόμα, κατά Ροζάνη πάλι, το πρότυπο της Μεγάλης Μητέρας που ενσαρκώνει τη Σκοτεινή Κυρία και την «Αγαθή Παρθένο». Είναι η μοίρα της καταστροφής στην οποία αναγνωρίζει και τη δική του μοίρα ο ιερομόναχος Διονύσιος αλλά και η ποιήτρια. Είναι εντέλει το όραμα της κολασμένης ψυχής που όσο μισητή κι αν φαίνεται στη συνείδηση είναι και ανομολόγητα οικεία μέσα στη ερήμωση και την αψιμυθίωτη αλήθεια της. Είναι όμως και η ψυχή της Ελλάδας που «κοιμάται πάντα ασφαλής», η πολιτική δηλ. αλληγορία του έθνους που αφήνει την κάλπη των εκλογών «άδειο κατάμονο κουτί / τύμπανο υποχώρησης […] ακόμα μια χαμένης τετραετίας» και ευφραίνεται με δεκάρικα πατριωτικά συνθήματα, η αποκρουστική αλληγορία της κάλπικης ζωής, αυτή που επιλέγει να αποστραφεί με την αυτοκτονία του ο Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος στο ποίημα “Exit”.
Αυτή η πολλαπλότητα των συμβόλων φαίνεται και στα συνεχή δίπολα στην αφήγηση που διέπουν την πλατιά θεματολογία. Το άρρεν και το θήλυ, η γυναίκα μητέρα και κόρη, ο θεός και άνθρωπος, ο εαυτός στην πολλαπλότητά και την αμφιθυμία του, η ανθρωπότητα που διαπράττει τον αέναο φόνο και ο άνθρωπος που αυτοχειριάζεται μέσα στο φόνο που διαπράττει, οι θύτες και τα θύματα της της προσφυγιάς και του πολέμου παρουσιάζονται σε ζεύγη σκηνικών λόγων ή τριτοπρόσωπων αφηγήσεων. Ακούμε π.χ. τον λόγο της Ελένης και της Κλυταιμνήστρας σε ανοιχτή διένεξη μεταξύ τους αλλά και με τον άρρενα λόγο του συζύγου που τις καθιστά απλώς και μόνο μοιχαλίδες. Στο ποίημα «Θέτις» πάλι η ζηλότυπη αποκλειστικότητα της μητρικής σχέσης με το άρρεν τέκνο αντικρούεται από την πατρική εκδοχή του Πυλέα-συζύγου.
Όλα αυτά τα υλικά θέλουν να συνυπάρξουν σε μια αφήγηση που επιδιώκει να αναδείξει τους κρυμμένους αρμούς που τα συνέχουν, έτσι ώστε το ατομικό πάθος συναρθρωμένο με το συλλογικό πάθος να φωτίζει και να φωτίζεται από μια καθολικότερη νομοτέλεια, να ιδωθεί από μια μακροσκοπική προοπτική, αφού έχει αφαιρεθεί το περικάλυμμα του καθ’ έκαστον. Στο βιβλίο, οι βιβλικοί, οι λογοτεχνικοί, οι προσωπικοί μύθοι ζητούν να «ειπωθούν και να διαψευστούν», αλλεπάλληλα, αφημένοι στην ανοικτότητα της ερμηνείας τους αποκαλύπτοντας το αμήχανο και αμάχητο της ανθρώπινης κατάστασης. Γι’ αυτό και το τελευταίο κείμενο ξαναγυρνά στη Γυναίκα της Ζάκυθος-ποιήτρια. Η ύπαρξη μετέωρη στο τσιγκέλι του κόσμου συνεχίζει να απορεί κινδυνεύοντας:
Και είδα την Γυναίκα της Ζάκυθος
που εκρεμότουνα και εκυμάτιζε
Άνοιξε το βιβλίο κρυφά
στα γόνατά της
στο σώμα της σηκώθηκε ψηλά
μετέωρο
φλεγόμενο
ερωτηματικό
ωραία που κρέμεται
στο τσιγκέλι του κόσμου.
Το βιβλίο αποτελεί ένα ενδιαφέρον και απαιτητικό εγχείρημα. Η μελετημένη διάρθρωση του υλικού σε μια σκηνοθετημένη δομή δεν είναι μια εξωτερική συνθήκη που διακοσμεί το λόγο αλλά ο κώδικας για να συλλάβεις το κέντρο του λόγου. Το ύφος επίσης με τη λιτότητα, την ειρωνική απόσταση και τη ρυθμική του σύνταξη συντελεί σε αυτή την περιήγηση που αν και μοιάζει αποκεντρωμένη σε επιμέρους θεματικές έχει μια εδραία εστίαση. Όμως η υπαγωγή του υλικού σε αυτή την αυστηρή αρχιτεκτονική διάταξη απαιτεί έναν διαβασμένο αναγνώστη που πρέπει να βρει το δρόμο του μέσα στην πολυσημία και να ανακαλύψει τη διήκουσα συλλογιστική που διατρέχει συνεκτικά τα επιμέρους κείμενα. Σε ορισμένα από αυτά η επικοινωνία με το λογοτεχνικό διακείμενο είναι βεβιασμένη και άλλοτε η κρυπτικότητα περισσεύει καθώς το υλικό, έχοντας απεκδυθεί την σχέση του με το συγκεκριμένο, ορισμένες φορές καθίσταται σιβυλλικά εσωστρεφές. Στο σύνολό του όμως το βιβλίο επιτυγχάνει το ζητούμενο, να κρατήσει ανοιχτό το διάλογο με τον αναγνώστη σε όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης και να αναδείξει, με ποιητικά λειτουργικό τρόπο, το ανοιχτό ζήτημα της ύπαρξης που ανοίγει τραυματικά το δρόμο της στην επικίνδυνη συνύπαρξη με τον εαυτό και τον Άλλον.
[1] Βλ. Στέφανος Ροζάνης, Η Γυναίκα της Ζάκυνθος, Από τη συλλογή δοκιμίων του Σολωμικά, Ίνδικτος, 2008, στον ιστότοπο της Μυριόβιβλου:
*
*
*
