Φούγκα του θανάτου

*

του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

Λίγα ζητήματα έχουν τη δυνατότητα να αναδεικνύουν με τέτοια ευκρίνεια την γενικευμένη σύγχυση στην οποία οι δυτικές κοινωνίες βυθίζονται αργά αλλά σταθερά, σαν σε κινούμενη άμμο, όσο αυτό της δημογραφικής απίσχνανσής τους. Όποτε γίνεται λόγος για το «δημογραφικό πρόβλημα», το συντηρητικό στρατόπεδο αίφνης αναπτερώνεται, θεωρώντας ότι πρόκειται για ένα θέμα που του επιτρέπει να κερδίσει επιτέλους μερικούς εύκολους πόντους. Με το μνησίκακο μειδίαμα του δούλου, προσκομίζει τις σχετικές πτωτικές καμπύλες ως τεκμήρια του βαθμού εκφύλισης στον οποίο έχουν φτάσει οι δυτικές κοινωνίες. Υπαίτιοι για αυτήν την παρακμή δεν μπορεί, φυσικά, παρά να είναι η κυριαρχία της woke κουλτούρας, τα πολλά δικαιώματα, η διάλυση του θεσμού της οικογένειας (π.χ., μέσω της διεύρυνσής της ώστε να συμπεριλάβει και ομοφυλόφιλους) κ.ο.κ. Το συμπέρασμα σχετικά με το προτεινόμενο αντίδοτο συνάγεται σχεδόν αβίαστα: επιστροφή στις παραδοσιακές αξίες.

Πρόκειται για ένα στρατήγημα που επιτρέπει στους θιασώτες του νεοσυντηρητισμού και της νεοαντίδρασης να παίζουν με επιδεξιότητα, έστω εν αγνοία τους (εδώ ο R. Trivers σίγουρα θα είχε μερικά σχόλια να κάνει πάνω στους μηχανισμούς αυτοεξαπάτησης που εμπλέκονται), το παιχνίδι στο οποίο υποτίθεται ότι αντιτίθενται. Την ίδια στιγμή που μπορεί να ψωμίζονται ως πάροχοι υπηρεσιών ή ως παραγωγοί διαδικτυακού περιεχομένου και να καταναλώνουν σαν να μην υπάρχει αύριο μέσα σε μια ελεύθερη αγορά, όπως και οποιοσδήποτε από τους αντιπάλους τους, ευαγγελίζονται αξίες ενός τρόπου ζωής που έχει εκλείψει προ πολλού.

Υπό άλλες συνθήκες, θα επρόκειτο για θνησιγενείς ρητορείες. Εντός της ελεύθερης αγοράς (μεταξύ άλλων, και) ταυτοτήτων όμως, ακόμα και αυτή του νεοπαραδοσιακού μπορεί να βρει μία θέση, δίπλα σε αυτή του φιλελεύθερου και του queer. Ωστόσο, η νεοπαραδοσιακή ρητορική έχει αντίκρισμα και στο πιο πρακτικό επίπεδο της πολιτικής διαχείρισης των πληθυσμών. Λειτουργεί ως μία δεύτερη, συμπληρωματική πηγή τροφοδότησης της σεξουαλικής αντεπανάστασης που έχει θέσει σε κίνηση ο νεο-πουριτανισμός του προοδευτικού στρατοπέδου, δημιουργώντας έτσι μία «τανάλια» (για να παραμείνουμε στη στρατιωτική ορολογία) γύρω από τα μυαλά των δυτικών υπηκόων.

Για τους ζηλωτές της προόδου τώρα, το δημογραφικό αποτελεί την καλύτερη αφορμή για να επιδοθούν σε τακτικές που έχουν αφομοιώσει τόσο καλά τις τελευταίες δεκαετίες ώστε να τους έχουν γίνει δεύτερη φύση: στην εθελοτυφλία και στον στρουθοκαμηλισμό. Ακόμα και η παραμικρή αναφορά σε δημογραφικά δεδομένα αρκεί για να ανακινήσει μέσα τους τυφλά αμυντικά αντανακλαστικά. Όποιος αναφέρεται σε γεννήσεις και θανάτους κατατάσσεται αυτόματα στους ακροδεξιούς· άρα, όπως υπονοείται δίχως να λέγεται ρητά, στις παθολογικά ανίατες περιπτώσεις.

Πίσω από κάθε ηλικιακή πυραμίδα ο προοδευτικός φαντάζεται το μακρύ χέρι του μοχθηρού κράτους, άσχετα αν ο ίδιος σιτίζεται από αυτό, φυτοζωώντας κάτω από κάποια φτερούγα του. Εκκινώντας από μία θεμιτή ανησυχία, η σύγχυση που τελικά προκύπτει είναι πλήρης. Η ανησυχία αφορά στην τάση επέκτασης της κρατικής δικαιοδοσίας όλο και βαθύτερα μέσα στις ζωές και τα σώματα των υπηκόων· τάση η οποία όχι μόνο είναι όντως υπαρκτή αλλά δεν φαίνεται να δείχνει και κανένα σημάδι αναχαίτισης (το ενδιαφέρον, βέβαια, είναι ότι αυτή η ανησυχία εξαχνώνεται ενίοτε με μαγικό τρόπο από τα μυαλά των προοδευτικών όταν αφορά, π.χ., σε «σωτήρια» σκευάσματα φαρμακευτικών πολυεθνικών).

Από την άλλη, ωστόσο, η αδυναμία διάκρισης ανάμεσα στο νομικό επίπεδο των δικαιωμάτων των υποκειμένων, στο επίπεδο των αναγκών και επιθυμιών τους και, εν τέλει, στο επίπεδο της σκληρής πραγματικότητας παράγει ως αποτέλεσμα ένα συνονθύλευμα ιδεοληψιών και καθηλώσεων του οποίου η μόνη χρησιμότητά έγκειται στη χρήση του ως όπλου της μικροπολιτικής πολεμικής. Κανένα σύγχρονο κράτος, π.χ., δεν μπορεί να ασκήσει δημοσιονομική ή προνοιακή πολιτική (ό,τι έχει μείνει από αυτή) δίχως να λαμβάνει υπόψιν του δημογραφικά δεδομένα. Και αυτό είναι ένα απλό δεδομένο της πραγματικότητας, ανεξαρτήτως του αν κανείς αποδέχεται την αναγκαιότητα ύπαρξης του κράτους στη μία η στην άλλη του μορφή (ή και καθόλου).

Έτερο σημείο ασάφειας: το γεγονός ότι ένα δικαίωμα θεωρείται εξασφαλισμένο δεν συνεπάγεται ότι όλες οι κοινωνικές συνθήκες στις οποίες αυτό το δικαίωμα δεν παραβιάζεται θα πρέπει αυτόματα να θεωρούνται απαλλαγμένες από προβλήματα. Η νομική (αλλά, εξίσου σημαντικό, και τεχνική-τεχνολογική) κατοχύρωση των δυτικών υποκειμένων να τεκνοποιούν «όποτε το επιθυμούν», δεν συνεπάγεται ότι κάθε φαινόμενο «υπογεννητικότητας» οφείλει να ερμηνεύεται ως ελεύθερη εξάσκηση αυτού του δικαιώματος της κατά βούληση τεκνοποιίας.

Πάνω σε αυτό το σημείο, η σύγχυση των προοδευτικών είναι τόσο ανίατη ώστε έχουν καταφέρει να φτάσουν σε αξιοζήλευτα επίπεδα το βάθος της γενικευμένης παράνοιας και το πάχος της ψυχοσυναισθηματικής αποκτήνωσης στις οποίες έχουν ειδικευτεί εσχάτως. Ενώ μπορεί να συμμετέχουν σε εκστρατείες διάσωσης του τάδε ή δείνα μικροβίου που διαβιοί στα τοιχώματα κάποιων υποβρύχιων ηφαιστείων κάπου στην τάφρο των Μαριανών, όσον αφορά στα μικρά και ταπεινά ανθρώπινα πλάσματα μετατρέπονται ξαφνικά σε anti-natalist που δεν έχουν κανένα πρόβλημα με τις εκτρώσεις ακόμα και στον όγδοο μήνα τοκετού. Αν κάποια γυναίκα τολμήσει να ψιθυρίσει ότι επιθυμεί να κάνει παιδιά και δεν βλέπει με καλό μάτι την έκτρωση (στην οποία, παρ’ όλα αυτά, μπορεί να εξωθηθεί λόγω οικονομικής αδυναμίας), τότε μάλλον είναι δέσμια παρωχημένων προκαταλήψεων και χρειάζεται επειγόντως μερικά ταχύρρυθμα σεμινάρια στο νιοστό κύμα φεμινισμού ώστε να αναβαθμιστεί το λειτουργικό της. Κι αν κάποιος άντρας τολμήσει να ψιθυρίσει ότι θα επιθυμούσε και αυτός να έχει λόγο σε αποφάσεις που αφορούν στα παιδιά του, τότε δεν μπορεί παρά να είναι κάποιο σεξιστικό, πατριαρχικό κάθαρμα[1].

Ούτε η εύκολη ηθικολογία της δεξιάς (δεν κάνουμε παιδιά γιατί έχουμε απολέσει την ηθική μας πυξίδα) ούτε η εθελοτυφλία της αριστεράς που επάγουν οι δαιδαλώδεις προβολικοί μηχανισμοί της (αφού εμείς, ως μεσαία στρώματα, δεν κάνουμε παιδιά, το αυτό οφείλει να επιθυμεί και η υπόλοιπη κοινωνία) προσφέρουν κάποια πειστική απάντηση στο ερώτημα (όχι απαραίτητα πρόβλημα) της δημογραφικής απομείωσης. Από τη στιγμή που αμφότερα τα (φαινομενικά αντίπαλα) στρατόπεδα έχουν τα χέρια τους βουτηγμένα στο αίμα, η σχετική ένδεια απαντήσεων δεν θα έπρεπε να εκπλήσσει.  Η υπογραφή και των δύο διακρίνεται ευκρινώς στη ληξιαρχική πράξη γέννησης και αναπαραγωγής ενός συστήματος που θρέφει τερατώδεις ανισότητες πλούτου και ισχύος, αδιανόητες  σε προηγούμενες ιστορικές εποχές. Καθώς αυτό το σύστημα προσκολλάται σαν βδέλλα ή σαν βρυκόλακας στα μυαλά και στα σώματα των υπηκόων του, τους απομυζεί από κάθε ζωτική δύναμη. Και όποιος χώρος ή χρόνος μένει αρχικά ελεύθερος και απάτητος από την λογική της αγοράς και της γραφειοκρατικής διαχείρισης, εντάσσεται με θαυμαστή ταχύτητα στο εμπορευματικό κύκλωμα – πόσα είδη επαναστατικής (ή «επαναστατικής») μουσικής δεν ξεπήδησαν αυθόρμητα για να μετατραπούν γρήγορα σε μηχανές ανακύκλισης εμπορεύσιμων επιτυχιών και σε ανέξοδα lifestyle;

Μέσα σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο, τα παιδιά, που κάποτε θεωρούνταν «ευλογία» ή ακόμα και ως επιπλέον επικουρικά χέρια για την (πυρηνική ή διευρυμένη) οικογένεια, έχουν μετατραπεί σχεδόν σε project στα οποία αναλαμβάνουν προσωπικά οι γονείς να «επενδύσουν» και να τα φέρουν εις πέρας, οφείλοντας επιπλέον να ακολουθούν χίλιες δύο οδηγίες, ντιρεκτίβες και φετφάδες από ένα πλήθος θεσμών, δομών και λοιπών γραφειοκρατικών μηχανισμών[2]. Η διελκυστίνδα ανάμεσα στο αγωνιώδες κυνήγι της επιβίωσης και στο (δήθεν) αγχολυτικό παιχνίδι της αυτοπραγμάτωσης (κατά κανόνα διαμεσολαβημένης από την κατανάλωση) αφήνει ελάχιστο χώρο, καλώς ή κακώς, για να αναδυθεί κάτι άλλο πέρα από το Εγώ. Το φαινόμενο της δημογραφικής απομείωσης είναι αντανάκλαση του φαινομένου της γενικευμένης αποκένωσης. Αυτό που δεν λέγεται ποτέ ρητά είναι αυτό που βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας. Οι δυτικές κοινωνίες απλούστατα δεν επιθυμούν και δεν μπορούν να αναπαραχθούν, με την απολύτως κυριολεκτική σημασία της λέξης.

Αν και λιγότερο εμφανής, ακόμα πιο εντυπωσιακή είναι η αδυναμία των δυτικών υποκειμένων να αναπαραχθούν ακόμα και στο μοριακό επίπεδο της ατομικότητάς τους. Κατά ειρωνικό τρόπο, ενώ ζούνε και αναπνέουν μέσα σε μια «κουλτούρα του ναρκισσισμού» που αποθεώνει τον εαυτό (και όλες τις σύνθετες λέξεις που έχουν ως πρώτο συνθετικό το «αυτο-») και την αποδέσμευσή του από κάθε ετεροπροσδιορισμό, μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν πλέον είναι το να καταφέρουν να συγκροτήσουν έναν ελάχιστο εαυτό με κάποια σπαράγματα έστω στοιχειώδους αυτονομίας. Αποτελεί κοινό μυστικό ότι η ποικιλότροπη χρήση ουσιών, διεγερτικών ή αγχολυτικών, είναι αυτή που δίνει μία παράταση ζωής στην ελληνική (και όχι μόνο) κοινωνία, λειτουργώντας ως επίθεμα της τελευταίας στιγμής πάνω από χαίνοντα τραύματα. Το Ζάναξ και η κοκαΐνη βρίσκονται αρκετά ψηλά στις προτιμήσεις των Ελλήνων και εν γένει των Δυτικών καταναλωτών. Το μεν πρώτο υποτίθεται ότι δρα ως μία γραμμή άμυνας και προστασίας του Εγώ από ένα περιβάλλον που γίνεται αντιληπτό ως διάχυτα απειλητικό, ήτοι δρα ως ένα ανάχωμα απέναντι στην αποδρομή του Εγώ. Όσον αφορά στην κοκαΐνη, η ψυχοφαινομενολογία της είναι γνωστή. Σε αντίθεση με άλλες ψυχοδηλωτικές ουσίες, το ιδιάζον χαρακτηριστικό της έγκειται στο ότι λειτουργεί ως πυκνωτής του Εγώ και ως ενισχυτής της αυτοπεποίθησης, στα όρια σχεδόν της μεγαλομανίας. Ως εκ τούτου, η επιτυχία της τις τελευταίες δεκαετίες μόνο τυχαία δεν είναι· κλειδώνει πάνω στον εγωτισμό των δυτικών κοινωνιών. Οι υποτελείς αυτών των κοινωνιών, αφού πρώτα φαντασιώθηκαν εαυτούς ως απαλλαγμένους από τα βαρίδια των πάγιων ταυτοτήτων, τώρα αναζητούν στα ψυχοφαρμακευτικά σκευάσματα ένα κάποιο έρμα για το καρυδότσουφλο του Εγώ τους[3].

Η σταδιακή μετακύλιση της μάζας των ψυχιατρικών περιστατικών από την περιοχή των νευρώσεων σε αυτή των ψυχώσεων υποσημαίνει ακριβώς την κατάσταση πολιορκίας στην οποία έχουν βρεθεί τα δυτικά Εγώ. Το ζήτημα δεν αφορά στην τάδε ή δείνα επιθυμία που λοξοδρομεί μέσα στις διαδρομές που επιβάλλει η λογοκρισία του Υπερεγώ για να εκβάλει σε συμπεριφορικά συμπτώματα λιγότερο ή περισσότερο σοβαρά, όπως συμβαίνει τυπικά στη νευρωτικού τύπου παθολογία. Η παθολογία έχει εγκατασταθεί πια στον πυρήνα του Εγώ, απειλώντας το με ρήξη ή και κατάρρευση. Ένα από τα πιο σημαντικά και ενεργοβόρα συστήματα του ανθρώπινου σώματος, το νευρικό (ο εγκέφαλος καταναλώνει περί το 20% της καθημερινής ενέργειας που προσλαμβάνει το σώμα), έχει περιέλθει σε αδυναμία να επιτελέσει το βασικό του έργο: να διαχωρίσει τον «μέσα» από τον «έξω» κόσμο και να παρέχει έναν βασικό μηχανισμό προσανατολισμού στο υποκείμενο, δηλαδή να το συγκροτήσει ως τέτοιο.

Η ψυχική αποσάθρωση δεν αποτελεί καν το τέλος του δράματος, καθώς συνοδεύεται και από μία ανάλογη βιολογική. Υπάρχει ένα ακόμα σύστημα του ανθρώπινου σώματος, εξίσου σημαντικό με το νευρικό για την συγκρότηση του εαυτού, που επίσης βρίσκεται υπό πολιορκία. Πρόκειται για το ανοσοποιητικό, το οποίο, όπως και το νευρικό, καταναλώνει άλλο ένα 20% των ενεργειακών αποθεμάτων του σώματος. Η λειτουργία του ανοσοποιητικού δεν εξαντλείται «απλώς» σε μία μηχανικού τύπου αναγνώριση και εξουδετέρωση επικίνδυνων εισβολέων. Μέσω της ικανότητας του να διακρίνει το ξένο από το οικείο, ουσιαστικά συγκροτεί τη σωματική ταυτότητα του υποκειμένου, χαράσσοντας τα σύνορα μεταξύ του Εγώ και του περιβάλλοντος.

Είναι μάλλον αφελής η αντίληψη ότι το δέρμα έχει την ευθύνη αυτής της διάκρισης και ότι ο διαχωρισμός του σώματος από το περιβάλλον γίνεται more geometrico. Ο αριθμός των μικροσκοπικών οργανισμών που διαβιούν πάνω και μέσα στο ανθρώπινο σώμα είναι πολλαπλάσιος των συνολικών κυττάρων που συναπαρτίζουν αυτό το σώμα. Καμμία γεωμετρική καμπύλη δεν μπορεί να χαράξει χωρικά σύνορα μεταξύ του σώματος-ξενιστή και των αόρατων ομοσιτιστών του. Το ανοσοποιητικό σύστημα στο σύνολό του είναι αυτό που διαθέτει την απαραίτητη υπερ-γεωμετρική ευφυΐα ώστε να αντιλαμβάνεται τις αλληλεπιδράσεις του σώματος με το περιβάλλον του μέσα από ένα μνημονικό και σχεσιακό πρίσμα και τελικά να οριοθετεί τον σωματικό εαυτό. Υπολογίζεται, λοιπόν, ότι τα προβλήματα απορρύθμισης του ανοσοποιητικού είναι τόσο διαδεδομένα ώστε ενδεχομένως να επηρεάζουν μέχρι και το ένα τρίτο των δυτικών πληθυσμών.

Οι διαταραχές του ανοσοποιητικού, όπως τα ποικιλώνυμα αυτοάνοσα νοσήματα, μοιάζουν σχεδόν με ετεροζυγωτικό δίδυμο των ψυχιατρικών νόσων: α) αμφότερες γνωρίζουν μεγάλες «δόξες» στις δυτικές κοινωνίες εδώ και μερικές δεκαετίες, β) η αιτιολογία τους είναι στην καλύτερη περίπτωση ασαφής και απροσδιόριστη, στην χειρότερη παντελώς άγνωστη, γ) η αντιμετώπισή τους μπορεί, επομένως, να είναι μόνο συμπτωματική και δ) πλήττουν δύο από τα πιο απαιτητικά και κεντρικής σημασίας συστήματα του σώματος. Τέλος, και ίσως σημαντικότερο, τα πλήγματά τους στρέφονται κατά της δυνατότητας του υποκειμένου να συγκροτήσει τον εαυτό του. Στην περίπτωση των σοβαρών ψυχιατρικών νόσων,  αίρεται η δυνατότητα ψυχικής απαρτίωσης του Εγώ. Στην περίπτωση των αυτοάνοσων νοσημάτων, το σώμα στρέφεται κατά τμημάτων του εαυτού του, αδυνατώντας να τα αναγνωρίσει ως τέτοια. Και στις δύο περιπτώσεις, ο (ψυχικός και σωματικός) εαυτός φαίνεται να σχίζεται από ανεπίλυτες αντιφάσεις. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη διορατικότητα για να υποπτευθεί κανείς ότι πίσω από την πολλαπλή κατάρρευση των δυτικών υποκειμένων υποκρύπτεται η εσωτερίκευση ευρύτερων κοινωνικών αντιφάσεων.

Καθώς οι δυτικές κοινωνίες πλησιάζουν με ταχύτητα το απόλυτο σημείο ενδόρρηξης, αδυνατώντας να αναπαραχθούν (κοινωνικά, ψυχικά και βιολογικά), δεν δείχνουν πρόθυμες να αποχωρήσουν από το προσκήνιο της ιστορίας διακριτικά, με την αξιοπρέπεια του (εσωτερικά) ηττημένου. Όποια ζωτική ικμάδα τούς έχει απομείνει, διοχετεύεται προς μία επιθετικότητα που σκοπό της έχει να αφήσει πίσω της καμμένη γη. Οι δυτικές ελίτ, με την ανοχή των υποτελών τους, φαίνονται αποφασισμένες να παρασύρουν και τον υπόλοιπο πλανήτη σε μία πορεία αυτοανάφλεξης. Χρησιμοποιώντας ως φύλλο συκής ρητορείες περί της «σωστής πλευράς της ιστορίας» (όπως κανοναρχούν διάφοροι ολιγόνοες και συμπλεγματικοί ανθυπαρχηγίσκοι τοποτηρητές κάτι κρατιδίων της χερσονήσου του Αίμου), δεν διστάζουν να συστρατευθούν απροσχημάτιστα με απαρτχάιντ και ημι-μαφιόζικα καθεστώτα σε μία έσχατη προσπάθεια να περισώσουν μερικά υπολείμματα ισχύος. Μοιάζουν έτσι με εκείνα τα αστρικά σώματα τα οποία, λίγο πριν καταρρεύσουν οριστικά, αφήνουν έναν έσχατο σπασμό, διαστελλόμενα σε ερυθρούς γίγαντες για να καταπιούν όσους άτυχους πλανήτες περιφέρονται γύρω τους.

Εις μάτην, όμως. Η μοίρα τους είναι προδιαγεγραμμένη. Αφού παρέλθει η φονική τους λύσσα, θα μπορούν να συνεχίσουν(;) την όποια ύπαρξή τους σε μία γωνία ως ασήμαντοι και μεμψίμοιροι λευκοί νάνοι.

///

[1] Εν προκειμένω, στο θέμα της επιμέλειας, οι διανοητικές ακροβασίες της εγχώριας «αριστεράς» (η οποία έτσι έρχεται μάλιστα σε αντίθεση με τα νομικά ειωθότα της βόρειας Ευρώπης) μπορούν να επιδαψιλεύσουν άφθονες στιγμές γέλωτος σε όποιον έχει το κουράγιο να τις παρακολουθήσει: αφού ο Ένγκελς έγραψε ότι η πυρηνική οικογένεια συνιστά το αρχέτυπο της καταπιεστικής δομής, άρα η κατεύθυνση οφείλει να είναι προς διευρυμένα «σχήματα οικογένειας», άρα κάθε νομοσχέδιο που δεν προβλέπει τέτοια σχήματα είναι σεξιστικό, άρα πρέπει να απορρίπτεται! Εδώ έχουμε να κάνουμε με την κλασσική τακτική της χρήσης θεωρητικών σχημάτων που καθεαυτά έχουν μία αξία, αλλά που επιστρατεύονται επί της ουσίας για να συγκαλύψουν πιο πεζά ζητήματα κι έναν βαθύτερο συντηρητισμό. Πιο λαϊκότροπα, πρόκειται για την τακτική του «πετάω την μπάλα στην εξέδρα». Έτερο ομόλογο παράδειγμα: αν δεν θέλω να κάνω απεργία (ίσως για να μην κακοκαρδίσω το αφεντικό), λαμβάνω την πόζα του υπερεπαναστάτη και κατηγορώ όσους το επιχειρούν ως ρεφορμιστές αν τα αιτήματά τους αφορούν «απλώς» το ύψος του μισθού ή τις ώρες εργασίας και όχι την κατάργηση συνολικά της μισθωτής εργασίας όπως, βέβαια, είχε υποδείξει ο Μαρξ.
[2] Ο αχός που ξεσηκώνεται κάθε φορά που έρχονται στην επιφάνεια περιπτώσεις ανθρώπων που επιλέγουν να μεγαλώσουν τα παιδιά τους εκτός αυτού του πλαισίου οφείλεται λιγότερο στα αισθήματα ανθρωπισμού των κατηγόρων τους και περισσότερο στο ότι αυτοί οι κατήγοροι αναγκάζονται έτσι να έρθουν αντιμέτωποι με τα κάγκελα της φυλακής τους· εικόνα που φυσικά πρέπει να αποδιώξουν γρήγορα θυσιάζοντας τελετουργικά / συμβολικά / μηντιακά τους τολμητίες, αποκλίνοντες γονείς.
[3] Οι άρχοντες δεν είναι αμέτοχοι αυτής της παρακμής. Αντιθέτως, μάλλον βρίσκονται στην «πρωτοπορία» της. Ενδεικτική είναι, π.χ., η έκπτωση στην ποιότητα του πολιτικού προσωπικού των δυτικών χωρών, το οποίο πλέον αποτελείται από ανερμάτιστες, σπασμωδικές μαριονέτες με σαφή δυστοκία άρθρωσης στοιχειωδώς συγκροτημένου λόγου. Η σύγκριση με ηγέτες μη δυτικών χωρών (άσχετα με το πώς αυτοί μπορεί να κρίνονται ως προς το ηθικό τους ποιόν) αποβαίνει συντριπτική όποτε γίνεται αμερόληπτη αντιπαραβολή των εκατέρωθεν επιχειρημάτων για ένα οποιοδήποτε θέμα. Οι δυτικοί ηγέτες απλώς ανακυκλώνουν όσο το δυνατό πιο σύντομα συνθήματα, πολλές φορές μάλιστα αλληλοαναιρούμενα, σαν να είναι προϊόντα κάποιας διαφημιστικής εκστρατείας που απευθύνεται σε καταναλωτές χαμηλής νοημοσύνης. Ορισμένοι εξ αυτών, εξάλλου, έχουν θητεύσει ως πωλητές.

///

*

*

*