*
του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΑΡΑΣΛΙΑ
Τον έβλεπα στη γειτονιά, πάντα μόνο του, το πρόσωπό του μια πληγή. Κάθε βράδυ έβαζε την τηλεόραση στη διαπασών, ανοιχτή η μπαλκονόπορτα στο δυαράκι του ισογείου, ακουγόταν σε όλη την πολυκατοικία, σε όλη τη γειτονιά. Οι γείτονες διαμαρτύρονταν. Χαμογελούσα πικρά, καταλάβαινα τη μοναξιά του, την αβάσταχτη σιωπή των πραγμάτων γύρω του. Κάποτε έφυγε από την πολυκατοικία. Ο απόηχος της τηλεόρασης πλανιέται ακόμα στον αέρα, θυμίζοντας τη μοναξιά που δεν τελειώνει ποτέ, τη δική μας μοναξιά. (Μια εκδοχή ενός βιώματος του τελευταίου καιρού).
///
Είναι νύχτα. Ακούω τις κραυγές του «παιδιού» που μένει σε ένα από τα κοντινά σπίτια. Τον ακούω συχνά, νύχτα ή ξημέρωμα. Τον έχω δει κάποια πρωινά. Είναι γύρω στα σαράντα. Περπατά σκυφτός και καπνίζει. Τις μέρες είναι αμίλητος, τις νύχτες ουρλιάζει. Κραυγές ακατανόητες, τρομερές σε ένταση και βάθος – σαν να ακούω τα σωθικά του. Ουρλιάζει κι απόψε. Τον φαντάζομαι ολομόναχο, στους δρόμους της πόλης, στην καρδιά της αιώνιας νύχτας. Αναρωτιέμαι: απελπισμένος ή απελευθερωμένος; (Μια ερμηνεία ενός ακόμα βιώματος του τελευταίου καιρού).
///
«Συγγραφέας είναι ο άνθρωπος που δεν μπορεί ποτέ να βρει τις κατάλληλες λέξεις». Αυτός είναι ο ορισμός του Πωλ Βαλερύ για τον συγγραφέα – εξωφρενικά λογικός.
///
Ανάμεσα στο βίωμα και στην αφήγηση υπάρχει ένα κενό που δεν θα γεμίσει ποτέ. Το πραγματικό δεν μπορεί να γίνει γλωσσικό ούτε στη μορφή ούτε στην ουσία του. Η γλώσσα δεν αναπαριστά την αλήθεια. Η γλώσσα εκφράζει σημασίες και ερμηνείες. Ανάμεσα στα γεγονότα και στην αφήγησή τους η σχέση είναι πάντα λειψή, παραπλανητική ή ανύπαρκτη. Κάθε αφήγηση, ακόμα και η πιο σύντομη, μπορεί να δημιουργήσει την εντύπωση μιας άλλης πραγματικότητας από αυτήν που υπάρχει ή που υπήρξε. Σε κάθε περίπτωση, το πραγματικό δεν πρέπει να ταυτίζεται με τις λέξεις που το περιγράφουν: η καθαρότητα των λέξεων δεν είναι ποτέ ξεκάθαρη.
///
«Αισθάνομαι ωσάν τρελός / παραχαράκτης του Γίγνεσθαι» γράφει ο Νίκος Καρούζος σε ένα ποίημά του. Και σε ένα άλλο πως «είμαστε καθημαγμένοι ερασιτέχνες του Πραγματικού». Κάθε μορφή αφήγησης ισοδυναμεί με μερική ή ολική παραχάραξη του γίγνεσθαι. Ειδικά στις βαθιές μυστικιστικές εμπειρίες και στις οριακές υπαρξιακές καταβυθίσεις, η γλωσσική ανεπάρκεια καταλήγει στη σιωπή και στην παραδοχή του ανείπωτου. Οποιαδήποτε απόπειρα γλωσσικής έκφρασης τέτοιων βιωμάτων οδηγεί αναπόφευκτα στην παραμόρφωση του βιώματος ή στη μεταμόρφωσή του σε κάτι άλλο ή σε μια μη πειστική απομίμηση της ακατέργαστης εμπειρίας. Η ποίηση, όμως, αποτελεί μια μυστηριακή εξαίρεση: στα καλύτερά της είναι μια συγκλονιστική μεταμόρφωση/υπέρβαση του πραγματικού – αρκούν δυο στίχοι για να κλονιστείς ή να δακρύσεις.
///
Τέχνη και ζωή ακολουθούν τον ίδιο βασικό κανόνα: ανάμεσα στην αρχική προσδοκία και στο τελικό αποτέλεσμα η διαφορά πάντα σχεδόν είναι μεγάλη, συχνά χαώδης. Ελάχιστοι άνθρωποι μπορούν να ισχυριστούν ότι στα πενήντα τους δημιούργησαν τη ζωή που ονειρεύτηκαν και ελάχιστοι καλλιτέχνες ότι η τελική μορφή του έργου τους είναι ίδια ή πολύ κοντά με την αρχική σύλληψη.
///
Είμαι πια πενήντα πέντε. Δεν ξέρω πόσος καιρός μου μένει ακόμα. Μέρες, μήνες, χρόνια; Δεν ξέρω. Θα μπορούσα να πεθάνω μια οποιαδήποτε στιγμή. Παλιοί γνωστοί και φίλοι έφυγαν νωρίς. Δυο συμμαθήτριές μου πέθαναν στα σαράντα τους. Συμμαθητές από το λύκειο ακόμα πιο νέοι. Μια ξαδελφούλα μου στα δεκατρία της. Ένας συμμαθητής στο δημοτικό πέθανε στα εννιά του χρόνια. Γι’ αυτό καθημερινά υπενθυμίζω στον εαυτό μου: Να ζεις με αφοσίωση και πάθος το σήμερα, το τώρα. Ποτέ δεν ξέρεις πότε θα έρθει το τελικό χτύπημα.
///
Το πρωί γεννήθηκα. Το μεσημέρι έκλεισα τα τριάντα. Το απόγευμα έγινα πενήντα. Το βράδυ ή τη νύχτα θα πεθάνω. Πυροτέχνημα η ζωή, τι να προλάβω. Τι να προλάβεις σε μια μέρα – τόση είναι η ζωή.
///
Πόσο θα συνυπάρξω ακόμα με αυτούς που αγαπώ; Άκουσα κάποτε να λένε: μόνον αυτοί που αγαπήθηκαν αληθινά δεν χάνονται ποτέ. Μακάρι. Γιατί, αν η αγάπη δεν έχει νόημα, τότε τίποτα δεν έχει νόημα.
///
Πενήντα πέντε χρόνια ζωής και τρεις δεκαετίες στοχασμού και αναζητήσεων και ποιο το αποτέλεσμα; Που έχω καταλήξει; Μόνο η άγνοιά μου μεγαλώνει και μαζί η βαθιά επίγνωση της ματαιότητας. Ολόκληρο το περιεχόμενο της ζωής μου μού φαίνεται ασαφές και ανεξήγητο. Δεν μπορώ να καταλάβω τον σκοπό, το νόημα, την αναγκαιότητά της. Όλα μοιάζουν τυχαία, παράλογα αλλά την ίδια στιγμή κάτι μέσα μου (τι όμως;) μού λέει πως δεν είναι, ανήμπορος τελικά να αποφανθώ αν η ανθρώπινη ύπαρξη είναι αποτέλεσμα κάποιου άγνωστου σχεδίου ή καρπός του τυχαίου, καταδικασμένος ισόβια να επινοώ λόγους και αυταπάτες για να συνεχίσω να υπάρχω.
///
Γράφει ο Καμύ στον Μύθο του Σίσυφου: «Ακόμα και ο αγώνας προς την κορυφή φτάνει για να γεμίσει μια ανθρώπινη καρδιά. Πρέπει να φανταστούμε τον Σίσυφο ευτυχισμένο». Αγαπητέ Αλμπέρ δεν είναι εύκολο. Ο θάνατος δεν δικαιώνει κανέναν και τίποτα, εσύ το ήξερες καλά. Γεννιόμαστε, ζούμε και πεθαίνουμε αδικαίωτοι. Από μια ολόκληρη ζωή μόχθου και πόνου δεν απομένουν παρά μια δυο στιγμές σχετικού ηρωισμού, σημαντικές μόνο για μας, άχρηστες και ασήμαντες για όλους τους άλλους.
///
«Αν ο άνθρωπος χάσει την ικανότητα της αδιαφορίας, γίνεται δυνάμει φονιάς. Αν μετατρέψει την ιδέα του σε Θεό, οι συνέπειες είναι ανυπολόγιστες» γράφει ο Εμίλ Σιοράν. Πράγματι, είναι νοσηρό και άκρως επικίνδυνο να παίρνεις υπερβολικά σοβαρά τις ιδέες και τα λόγια, τα δικά σου και των άλλων. Η ταπεινότητα είναι μια αναγκαία αρετή. Το ίδιο και αυτή η ειδικού τύπου αδιαφορία.
///
Όποιος αγαπά τον εαυτό του με τρόπο υπερβολικό και ανάρμοστο μετατρέπει τη ζωή –τη δική του και των άλλων– σε κόλαση. Είναι ολέθριο και γελοίο να παίρνει κανείς υπερβολικά σοβαρά το εγώ του. (Με αφορμή μια ασήμαντη λεπτομέρεια, ένα όνομα που ειπώθηκε λανθασμένα, δυο συνάδελφοι στη δουλειά αντάλλαξαν βαριές κουβέντες, κόντεψαν να πιαστούν στα χέρια, μπροστά στα έκπληκτα βλέμματα των πελατών. Και όταν τα πνεύματα ηρέμησαν συνέχισαν να επιμένουν στο ποιος είχε δίκιο, έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να ξεκινήσουν έναν δεύτερο γύρο παράκρουσης).
///
Νέες θεωρίες στην κοσμολογία και τις νευροεπιστήμες ισχυρίζονται ότι είναι πολύ κοντά στο να εξηγήσουν τη φύση και τη δομή της πραγματικότητας και του σύμπαντος καθώς και το μέγα μυστήριο της ανθρώπινης συνείδησης. Το σύμπαν είναι ένα ολόγραμμα λένε κάποιοι ειδικοί. Κάποιοι άλλοι ότι η πραγματικότητα όπως την αντιλαμβανόμαστε γύρω μας δεν είναι αυθύπαρκτη αλλά μια μυστηριώδης αντανάκλαση της συνείδησής μας. Για κάποιους ο εγκέφαλος είναι ένας πανίσχυρος μετασχηματιστής συχνοτήτων ή ένας πομποδέκτης σημάτων ή ένας βιοϋπολογιστής που δεν παράγει αλλά αναμεταδίδει τη συνείδηση η οποία είναι μια αρχέγονη ιδιότητα/ενέργεια του σύμπαντος. Κατά άλλη άποψη η συνείδηση είναι ένα λογισμικό πλοήγησης μέσα στο αινιγματικό μάτριξ του κόσμου. Εξωφρενικές όσο και γοητευτικές αυτές οι θεωρίες εξάπτουν τη φαντασία μας αλλά δεν καθησυχάζουν την ταραγμένη ψυχή μας ούτε θεραπεύουν την αγωνία μας μπροστά στο άγνωστο και στον θάνατο.
///
Το πρωί συνάντησα τον Δ., έναν γείτονα – έχασε πρόσφατα τη γυναίκα του από καρκίνο. Ερχόταν από το νεκροταφείο. Σταμάτησε και μιλήσαμε λιγάκι. Ανέφερε κάποιες λεπτομέρειες για τον τάφο και τις φροντίδες που προσφέρει στην τελευταία κατοικία της γυναίκας του. Έμεινε για λίγο σκεφτικός και μετά είπε «Που είμαστε και που πάμε, ε Γιώργο; Σήμερα εδώ, αύριο στον τάφο». Σε αυτή την απλούστατη φράση βρήκα συμπυκνωμένη όλη την αλήθεια και όλο τον παραλογισμό της ζωής.
///
Σκοτώνω σημαίνει σκεπάζω κάποιον με σκότος – από το αρχαίο σκοτώ, κάνω κάτι σκοτεινό. Άρα σκοτώνω σημαίνει αφαιρώ κάποιον από το φως και τον βυθίζω στο σκότος. (Συγκλονιστική σε μια ακόμα λέξη η σημασιολογική λειτουργία της ελληνικής γλώσσας).
///
Κάποτε στην Αγγλία ένας θίασος έψαχνε έναν ασυνήθιστο ηθοποιό για έναν ασυνήθιστο ρόλο: έναν αληθινό νεκρό για να παίξει τον ρόλο του πτώματος. Στόχος της παράστασης ήταν να μιλήσει ρεαλιστικά και χωρίς προκαταλήψεις για τον θάνατο που ενώ είναι η κοινή μας μοίρα, στην πράξη, όσο είμαστε ακόμα ζωντανοί, πιστεύουμε ότι είναι μόνο για τους άλλους. Δεν ξέρω τι απέγινε αυτή η πρωτοβουλία και αν η παράσταση είχε επιτυχία αλλά ως ιδέα ήταν εξαιρετική: μόνο αν αποκτήσει ο άνθρωπος βαθιά επίγνωση του επικείμενου προσωπικού του θανάτου μπορεί να νοιώσει βαθιά το μυστήριο της ύπαρξής του και την αλήθεια της προσωρινότητάς του. Και σε ένα πιο αισιόδοξο σενάριο, να γίνει και καλύτερος άνθρωπος.
///
Μου είναι αφόρητο να φέρομαι σαν όλους τους άλλους, να προσποιούμαι ότι ενδιαφέρομαι για πράγματα που μ’ αφήνουν τελείως αδιάφορο και για ρόλους που με αρρωσταίνουν. Ονειρεύομαι τη μέρα που θα βιώνω σταθερά και θα αποκαλύπτω με απόλυτη φυσικότητα το βαθύτερο και πιο αυθεντικό κομμάτι του εαυτού μου.
///
Την εποχή της ανάγκης πολλοί ήθελαν την παρέα μας. Η ανάγκη πέρασε και όλοι ξαναγύρισαν σε κείνους που τους πρόδωσαν. Απομείναμε και πάλι μόνοι. Δεν ζητήσαμε εξηγήσεις: τώρα πια ξέρουμε.
///
Επικαιρότητα. «Φαινόταν χαρούμενη αλλά δεν ξέρουμε τι είχε μέσα η ψυχούλα της» είπε η συγγενής μιας 18χρόνης που αυτοκτόνησε αφήνοντας πίσω της τέσσερα σημειώματα όπου εξηγούσε την απόφασή της να βάλει τέλος στη ζωή της. «Επέλεξε συνειδητά τη μεγάλη έξοδο» είπε η αδελφή της. Τι μπορεί να ώθησε μια 18χρονη στην τελική χειρονομία; Ποια βαθιά γνώση, ποια βαθιά απόγνωση; Μοναδική και ανεξιχνίαστη κάθε αυτοκτονία, όπως και κάθε ανθρώπινη ψυχή.
///
Δεν είναι ευχάριστο να μιλάς για τη ματαιότητα της ζωής, είναι όμως αναγκαίο: μας βοηθά να μην παίρνουμε τα πράγματα υπερβολικά σοβαρά, να μην γινόμαστε γελοίοι, να μην ξεχνάμε τις πραγματικές μας διαστάσεις στο χώρο και στο χρόνο.
///
Στέρεψα πια από λογική μπροστά σε τόσο μυστήριο. Τους τρελούς να ρωτήσουμε: ίσως στη δική τους λογική να βρούμε κάποιες απαντήσεις.
///
Η φωτογραφία της μάνας μου πάνω στο γραφείο – πέντε χρόνια μετά τον θάνατό της. Περίεργος ο μηχανισμός της ανάμνησης: αντικαθιστά την απουσία με μια οιονεί παρουσία. Μυστηριώδης ο μηχανισμός της συνείδησης: παράγει λύσεις και αυταπάτες που χωρίς αυτές η ύπαρξή μας θα ήταν μια διαρκής απόγνωση.
///
Όπως και αν το δει κανείς, όσα τεχνάσματα και αν εφαρμόσει, η ουσία είναι ίδια: ανάμεσα στο μόχθο μιας ζωής και στο τελικό της αποτέλεσμα –τάφος ή τέφρα– η δυσαναλογία είναι προφανής. Τόσος κόπος, τόσα βάσανα, για το τίποτα. Ας είμαστε, λοιπόν, επιεικείς όταν κρίνουμε τον εαυτό μας ή τους άλλους με τα συνηθισμένα κοινωνικά και οικονομικά κριτήρια.
///
Πώς να μιλήσεις στους άλλους όταν νοιώθεις να σε πνίγει το δίκιο χωρίς να χάσεις το δίκιο σου; Μετά από τόσες εμπειρίες προτιμώ τη σιωπή. Τα γεγονότα συμβαίνουν πάντα με έναν τρόπο, μοναδικό και ανεπανόρθωτο, ανεξάρτητα από ερμηνείες και υποθέσεις. Όσοι είναι έντιμοι και δεν πάσχουν από αυτοδικαίωση θα μιλήσουν αποδεχόμενοι τα λάθη, τις παραλείψεις τους τις φευγαλέες πονηριές τους. Οι άλλοι…
///
Η περίεργη όσο και αβάσιμη αυταπάτη του ανθρώπου να νοιώθει σπουδαίος: από δω ξεκινά η δυστυχία του. Πιστεύοντας πως είμαστε σπουδαίοι προκαλούμε γύρω μας όλο το φάσμα της καταστροφής: από την πιο ανώδυνη παρεξήγηση μέχρι τον όλεθρο.
///
Ακούω συχνά να λένε «δεν μετανιώνω για όσα έχω κάνει». Προσωπικά έχω μετανιώσει για αρκετές «επιλογές μου» – αν και δεν είμαι σίγουρος για το πόσο «δικές μας» είναι τελικά οι «επιλογές μας». Αν μπορούσα να πάω πίσω στο παρελθόν μου θα έπαιρνα διαφορετικές αποφάσεις για πρόσωπα και σχέσεις. Αλλά αυτό θα απαιτούσε έναν άλλο χαρακτήρα και μιαν άλλη ηθική στάση, δηλαδή ένα άλλο πρόσωπο από αυτό που είμαι.
///
Τώρα υπάρχω, ενσαρκωμένος σε ένα σώμα. Κάποτε δεν θα υπάρχω. Το σώμα μου, το πρόσωπό μου, θα αφανιστούν. Αλλά, αυτό το άγνωστο που κατοικεί μέσα μου; Ο εαυτός μου; Τι θα απογίνει;
~.~
Οι «Μάταιες πράξεις» δεν είναι παρά μια συλλογή υπενθυμίσεων. Διηγήματα, στοχασμοί, διαγνώσεις, μικρές αυτοβιογραφικές ιστορίες, κάθε λογής γλωσσικές απόπειρες που υπενθυμίζουν, αν όχι τη «χαρά της ματαιότητας», τουλάχιστον τη χρησιμότητά της.
Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΑΡΑΣΛΙΑΣ
~.~
*
*
