*
Ανέβηκα τα σκαλοπάτια ως την περιστρεφόμενη είσοδο του ξενοδοχείου
με κόπο, θέλει κόπο να σηκώνεις μια βαλίτσα με ροδάκια για δεκατέσσερα σκαλοπάτια
ενώ κρέμεται απ’ τον άλλο σου ώμο η τσάντα
τα γυαλιά ηλίου είχαν γλιστρήσει ως κάτω στη μύτη
αλλά δεν είχα χέρια να τ’ ανεβάσω
Δίπλα μου ένα σωρό άντρες μ’ άδεια χέρια ανέβαιναν και κατέβαιναν
βιαστικοί, χασομέρηδες, μιλώντας στο κινητό, χωρίς κινητό, αγνοώντας με, ρίχνοντάς μου ματιέςΣτο δωμάτιο πήρα τηλέφωνο αμέσως την κόρη μου
ήταν καλά, μου μίλησε κοφτά ήταν με την κοπέλα της και το αδερφό της τελευταίας
μου μίλησε κοφτά γιατί είμαι η Μαρία Αντουανέττα που τα πλησιάζω πάντα γλυκερά μ’ έναν δίσκο γεμάτο παντεσπάνι
ενώ τούτες τις μέρες αυτά υπογράφουν μεταξύ τους συναινέσεις για σεξουαλική συνεύρεση
πίνοντας νερό, τρώγοντας βιολογικά τοματάκια κι αλείφοντας τις παλάμες τους κόλλαΆνοιξα τη βαλίτσα κι έβγαλα πρώτο πράγμα το εισιτήριο του μουσείου
καθρέφτη κρατούσε ή ασπίδα ή τίποτα απλώς – και ποιον κοιτούσε;Δεν μπόρεσα να μπω
Κάτι νεαρά είχαν κολληθεί στην είσοδο γιατί οι αρχαίοι ήταν δουλοκτήτες
Ένας ομήλικος είχε αναψοκοκκινίσει
Είναι καλύτεροί μας, έλεγε,
και βγήκε απ’ την ουρά
Τα κολλημένα στο δάπεδο παιδιά
Οι υπογραμμένες συναινέσεις
Τα βιολογικά τοματάκιαΉθελα μόνο να τη δω
Δε μ’ ένοιαζε αν κρατούσε καθρέφτη ή ασπίδα ή τίποτα
Η ελαφριά καμπύλη της θηλυκής γυναικείας κοιλιάς της προς τα μέσα λίγο πάνω απ’ τον αφαλό
Μα – ποιον κοιτούσε;Κατέβηκα κοπανώντας τη βαλίτσα μου στα σκαλιά ως το ταξί που περίμενε στο δρόμο
Δεν τηλεφώνησα πρώτα στην κόρη μου
Ούτε που πρόσεχα τους άντρες με τ’ άδεια χέρια που με προσπερνούσαν
Μισούσα μόνο
Την κόλλα στις τρομακτικές, νεανικές, ανέραστες παλάμεςΠοιον κοιτούσε;
ΑΝΤΩΝΙΑ ΓΟΥΝΑΡΟΠΟΥΛΟΥ
*
