Day: 01.09.2024

Ο Seamus, o Χάρης και το Nobel

*

Από αναγνώστριά μας λάβαμε και δημοσιεύουμε την παρακάτω επιστολή. — ΝΠ

~.~

Κύριε Διευθυντά,

Με αφορμή την προχθεσινή επέτειο της εκδημίας του νομπελίστα Ιρλανδού ποιητή Seamus Heaney, θα ήθελα να αναφερθώ σε μία παρεξήγηση που έχει δημιουργηθεί σχετικά με τους συνταξιδιώτες του όταν περιηγήθηκε την Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1995, όπου και πληροφορήθηκε τη βράβευσή του με το Νομπέλ Λογοτεχνίας εκείνης της χρονιάς κατά ένα περιπετειώδη τρόπο.

Όπως φρόντισε κι ο ίδιος να το διαδώσει με συχνές συνεντεύξεις, ο Σέιμους Χήνυ, που απεβίωσε στις 30 Αυγούστου 2013, εκείνες τις μέρες του Οκτώβρη βρισκόταν για πρώτη φορά διακοπές στην Ελλάδα. Επισκεπτόταν όλους τους μυθικούς τόπους που έθρεφαν ακόμη τη φαντασία πολλών δυτικών, αρχής γενομένης από την Ακρόπολη. Κι ενώ η Σουηδική Ακαδημία και όλος ο κόσμος τον έψαχνε, αυτός απολάμβανε τις διακοπές του στην Πελοπόννησο, όπως είχε δηλώσει στο Βήμα:

«Πρώτη φορά επισκέφθηκα την Πελοπόννησο το 1995 και καθώς περνούσαμε απ’ όλα αυτά τα μέρη με τις μυθικές ονομασίες το Αργος, τη Νεμέα, όπου ο Ηρακλής πάλεψε με το λιοντάρι δυσκολευόμουν να πιστέψω ότι ήταν αληθινά. Οταν μπήκαμε στην Αρκαδία, ο δρόμος ήταν σκεπασμένος από μήλα θα είχαν πέσει από κάποιο φορτηγόκαι εμείς τα πατήσαμε με το αυτοκίνητο, τα λιώσαμε. Αυτό μου φάνηκε σαν οιωνός, ένας καλός οιωνός, και κάτι σαν ευλογία – όχι όπου κι όπου, στην Αρκαδία! Στην Πύλο, μάθαμε ότι με έψαχνε όλος ο κόσμος, της Σουηδικής Ακαδημίας συμπεριλαμβανομένης. Το τέλος εκείνου του ταξιδιού με βρήκε σ’ ένα ελικόπτερο, να πετάω προς την Αθήνα, νιώθοντας μάλλον ταραγμένος, αλλά και ευγνώμων που είχα τον χρόνο να ανασυνταχθώ». (περισσότερα…)

Σχεδόν ταυτόχρονα μα καθόλου υποκριτικά

*

Τι γύρευαν τα τρία κορίτσια που αγάπησα στο σπίτι μου αυτό το απομεσήμερο; Γιατί μετά από τόσα χρόνια με θυμήθηκαν; Πώς με βρήκαν στο απόμερο αυτό νησί, όπου πλέον ζω αποκομμένος σχεδόν από το κόσμο; Οφθαλμαπάτη σκέφτομαι. Ανοιγοκλείνω τα μάτια μου και όμως είναι πράγματι εκεί, έξω από την πόρτα μου. Τα τρία κορίτσια που αγάπησα ταυτόχρονα σχεδόν τί να θέλουν από εμένα; Παρά τις πολλές μου απορίες τις καλοδέχομαι. Καθόμαστε στο ένα και μοναδικό για όλες τις χρήσεις δωμάτιο μου. Προσφέρω κρύο νερό και εκείνες κοινότυπες κουβέντες. Η σημερινή ζέστη, η θερμοκρασία που γενικώς ανεβαίνει, η κλιματική κρίση που εντείνεται, η πολιτική, η οικονομική και η κοινωνική παρακμή για να φτάσουμε στο τέλος στην πολιτιστική υποκουλτούρα. Θεατρόφιλες οι δύο από αυτές, από όσο θυμάμαι, και εγώ κάποτε ποιητής… Είχα εκδώσει δύο συλλογές, αφού τις άφησα ή με άφησαν, ούτε που το θυμάμαι, με τους ευφάνταστους τίτλους Η Απώλεια και Το Ανέφικτο. Άραγε τις έχουν διαβάσει; Δεν τολμώ φυσικά να ρωτήσω.

Στο τρίτο ποτήρι νερού οι κοινοτυπίες στερεύουν και έρχεται το αναμενόμενο «Γιατί;». Οι τρεις αγάπες μου οι παλιές που ήρθαν και με βρήκαν, όλες μαζί μα και εναλλάξ στο τέλος με ρωτάνε: «Γιατί αυτή η σχεδόν ταυτόχρονη και απολύτως υποκριτική αγάπη;» Και εγώ ο ένας και υπαίτιος δε σχολιάζω ούτε το σχεδόν ούτε το απολύτως μα ούτε και σε εκείνο το γιατί δίνω απαντήσεις. Εναλλακτικά ωστόσο προσφέρω ούζο, φτιάχνω το μεζέ που θυμόμουν ότι άρεσε σε όλες, βάζω μουσική, τα αγαπημένα τους κομμάτια φυσικά που και μόνος μου άλλωστε ακούω συχνά. Πίνουμε, τρώμε, αστειευόμαστε, χορεύουμε και, όταν το δωμάτιο μου το μικρό αρχίζει να μας στενεύει, βγαίνουμε στην βεράντα μου. Στενή και αυτή μα ανοίγεται για να μας καλοχωρέσει. (περισσότερα…)