Εικόνες απ’ την πλαζ

*

Στον μικρόκοσμο της παραλίας, το βλέπεις καθαρά. Η φυσική γυμνότητα είναι αναφροδίσια. Σε αντίθεση με την γυμνότητα την πολιτισμική –αυτό το πολύφερνο επιτήδευμα του  εκδύεσθαι κατά τες συνταγές των μόδιστρων των Παρισίων ή του Μεδιολάνου, το οποίο είναι εξαρχής προσανατολισμένο στο ερωτικό ξεμυάλισμα και όπου το σώμα καταπίνεται από το ρούχο όπως ο ηθοποιός από τον ρόλο του– εδώ συμβαίνει το αντίθετο. Τα ενδύματα της παραλίας απορροφώνται από τα κορμιά που τα φέρουν. Και το πιο ζέον μπικίνι ξεφτίζει, ξεπέφτει σε περιζώνιο υγειονομικού ενδιαφέροντος. Σαν εκείνα τα κουρέλια που φορούν περί τα αιδοία τους οι ιθαγενείς του Αμαζονίου ή της Πολυνησίας, χάνει το μέλι του.

///

Για τα λεπτεπίλεπτα ερωτικά ειωθότα μας, η γυμνότητα της πλαζ είναι τόσο βαρετή που καταντά σκανδαλώδης. Προκαλεί όσο το τυχαίο μήλο που ακόμη ξινούτσικο, δύσμορφο και αξεφλούδιστο, βρέθηκε αιφνίδια σε πιατέλα υπεργκουρμέ εστιατορίου. Ένας αληθινά πεινασμένος θα το λιμπιζόταν. Όμως οι ραδινοί λάρυγγες τριγύρω, που παριστάνουν ότι τρων, από καιρό έχουν ξεχάσει τι πάει να πει πείνα. Και το κορεσμένο στομάχι τους για να συγκινηθεί έχει ανάγκη ανυπέρθετη τη διεγερτική γαρνιτούρα.

///

Απ’ ό,τι ονομάζουμε θηλυκή ομορφιά, το μεγαλύτερο μέρος δεν είναι παρά σεξουαλική αυτοπεποίθηση. Κι αυτήν στην υψηλή της μορφή τη βρίσκουμε μόνο σε γυναίκες κατασταλαγμένες κι ωριμότερες, που ξέρουν καλά τι εντύπωση προκαλούν στ’ αρσενικά, όμως δεν επείγονται να την εκμεταλλευτούν –πράγμα που κάνει τις νεότερες να μοιάζουν κάποτε με αρπακτικά– και ούτε καν το επιθυμούν· που χαίρονται τη ματιά που τις χαΐδεύει αλλά μένουν από εκείνη ανέγγιχτες· που προβάρουν επάνω τους σαν κόσμημα πολύτιμο ένα κομπλιμέντο, και αυτοστιγμεί το ξεχνούν. Αυτή η ομορφιά είναι μια τέχνη με την έννοια του Καντ – «ωραία», πάει να πει ανεφάρμοστη. Δεν εξαργυρώνεται στο ταμείο της σάρκας ή των συναναστροφών. Υπάρχει για να υπάρχει.

///

Είναι ποθητή, και το ξέρει. Σχεδόν γυμνή, σαν σε άγραφη τελετουργία αναδύεται από το νερό, σκουπίζεται αργά, νωχελικά, κι ύστερα ρίχνει επάνω της ένα ελάχιστο φόρεμα. Ούτε δύο λεπτά αργότερα, στο σκαμπό του παραθαλάσσιου καφέ όπου κάθισε, ντροπαλά σφίγγει τα πόδια της για ν’ αποκλείσει τ’ αδιάκριτα βλέμματα.

///

Είναι δεν θα ’ναι δεκάξι. Μέχρι τα γόνατα μες στο νερό. Εκείνος πολύ ψηλότερος, πολύ ογκωδέστερός της, σκύβει αδέξια να τη φιλήσει. Σαν να μην ξέρει πού να βάλει τα χέρια του, σαν να φοβάται μήπως το πάθος του την τσαλακώσει ανεπανόρθωτα, μόλις που την αγγίζει με τα ακροδάκτυλά του. Εκείνη, παραδομένη, κατακτημένη, αποφασισμένη, νικήτρια, σκιρτά στην αγκαλιά του όλο έξαψη. Ο έρωτας: η τέχνη που τόσο περισσότερο την ζεις όσο λιγότερο την κατέχεις.

///

Η περιδίνηση του χορευτή στη σκηνή, η ακραία ένταση στο φίνις του αθλητή, η αποκοτιά του μετέωρου ακροβάτη, το υπολογισμένο λίκνισμα των εραστών, η βάρβαρη τελετουργία της μάχης. Το ανθρώπινο σώμα είναι μια πινακοθήκη ολόκληρη από εικόνες κάλλους και δέους, όλες τους γεννήματα της άσκησης και της τέχνης. Κι όμως, καμιά τους δεν φτάνει σε χάρη το νήπιο που τρεχαλίζει αδέξια πάνω στην άμμο.

///

Το πέλμα του ανθρώπου του άστεος που πατάει γυμνό πάνω στην άμμο είναι κάτι παραπάνω από μια τέρψη του θέρους: είναι μια επιστροφή. Περισσότερο κι από τα ενδύματα, τα υποδύματα είναι φράγματα – σαν τον Ανταίο ο Ηρακλής, μάς αποκόπτουν από τη γη και μας στερούν την αφή της. Ώς χθες ακόμη –σε πολλά μέρη του κόσμου ώς σήμερα– τα παιδιά περνούσαν τα καλοκαίρια ξυπόλυτα: με τις πατούσες εξερευνούσαν τον κόσμο. Σήμερα γνωρίζουν τα πάντα εμμέσως και υπό συνθήκες περίπου κλινικής αποστείρωσης. Πόσο αξίζει όμως η πείρα η αναφής, η άσαρκη γνώση;

///

Ούτε τα εγκαύματα του ήλιου ούτε η φευγαλέα δροσιά. Αυτό το τρίξιμο της άμμου μες στο σπίτι μέρες τώρα.

///

Στη Θεσσαλονίκη τούς πέτυχα εμπρός στον Άγιο Δημήτριο να κρατούν μια σημαία της πατρίδας τους αναπεπταμένη. Εδώ στην Κρήτη, σε μικρές ομάδες να παίζουν στο κύμα. Ουκρανοί τουρίστες. Η πρώτη σκέψη μου ήταν σαν κι αυτές του Ελύτη όταν σχολίαζε τους σκασιάρχες της καλής κοινωνίας των Αθηνών ενόσω άνθρωποι σαν τον Σαραντάρη άφηναν το κουφάρι τους στην Αλβανία. Ύστερα όμως μου φάνηκε άδικη. Πόλεμος και ειρήνη δεν έχουν μεταξύ τους όρια σαφή. Πάλη και ανάπαυλα, αυτός δεν είναι ο μόνος ρυθμός; Κοίτα τριγύρω. Απ’ όλες αυτές τις στρατιές των ευδαιμόνων που λιάζονται, πόσοι και πόσοι δεν περνούν τους χειμώνες τους σ’ ένα πολυβολείο – πάντοτε αγωνιώντας, πάντοτε άγρυπνοι, πάντοτε με το δάκτυλο στη σκανδάλη;

///

Χώρες του ίσκιου που κουβαλάτε πάντοτε παντού τον ίσκιο σας. Χώρες του αχώρου που σκορπάτε γύρω το αδιαχώρητο. (Σημείωση σεφεριώδης περί υπερτουρισμού).

///

Τα χίλια χρώματα που παίρνουν τα βότσαλα μες στον αφρό. Κι αυτό το γκρίζο τους το τόσο αδιάφορο μόλις στεγνώσουν στον ήλιο.

///

Πατημασιές, χαρακιές, μνείες σωμάτων σκαμμένες στην άμμο. Μια στιγμή πριν τις σβήσει το κύμα.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ

*

*

*