Ο Νομίζω κι ο Γνωρίζω

*

Ο ΝΟΜΙΖΩ ΚΙ Ο ΓΝΩΡΙΖΩ

Ο Νομίζω κι ο Γνωρίζω πίνανε μαζί ρακές
κι αρχινήσανε κουβέντες ν’ ανταλλάσσουνε κακές.

Είπ’ ο πρώτος πως νομίζει,
πως «νομίζει ότι γνωρίζει»·
είπ’ ο άλλος πως «γνωρίζει»,
πως «γνωρίζει ό,τι νομίζει».

Και σε λίγο τους σωθήκαν οι μιλιές
και ευθύς εξεκινήσαν τις ξυλιές
κι έτσι όπως κατεβάζαν τις ξυλιές
τους ερχότανε καινούργιες οι μιλιές:

—Είμαι Νόμος και νομίζω!
—Είμαι Γνώση και γνωρίζω!
—Ναι, αλλά δεν είσαι Νόμος!..
—Είμ’ η Γνώση κι είμ’ ο Δρόμος…
—Θα σε δείρω που ’σαι Γνώση!
—Τρώνε ξύλο οι καμπόσοι!

Και στην τάβλα απομείναν τα ποτά
και ξεκίνησε καθένα να ρωτά:
«Μα γιατί αυτοί δε σκέφτονται στρωτά
και θαρρούν μον’ τα δικά τους για σωστά;»

Και σ’ αυτό έδωσ’ η τάβλα την απάντηση:
«Τούτ’ οι δυo πάντα χαλούν κάθε συνάντηση
γιατ’ ο ένας τ’ αλλουνού δεν έχει αίσθηση
στη ρακή του εαυτού τους όντας μέθυσοι.»

///

ΣΦΥΓΜΕΣ

Κι αν των ανθρώπων η αγάπη μετριέται σε στιγμές
πόσα ρολόγια στη ζωή έχουν χαλάσει·
στους δείκτες τους ταξίδεψε του φεγγαριού η χάση,
πάνω στους χτύπους σάλπαρε για του όρμου τις ρωγμές.

Σε πόσες λεύκες γράψαν «Σ’ αγαπώ…»
δάκρυα που στέγνωσαν και τώρα πια μισιούνται·
χέρια πιαστήκανε σφιχτά, μα τώρα λησμονιούνται,
και έχει μείνει η αφή πάνω στου χρόνου τη γραφή·
τη βλέπουν και λυπούνται.

Ψυχή μου χόρεψε πάνω στις στάχτες σου και πέτα·
κι αν μεσ’ στο λίκνισμα γυρίσεις να με δεις:
έχω βραδιάσει· δεν σε ξέρω· μα μου λείπεις·
κι ας είν’ ο πόνος μου ο χτύπος μιας στιγμής.

///

ΣΤΟ ΣΤΕΜΜΑ ΤΟΥ ΚΟΥΜΠΑΣΟΥ

Βουβό λουλούδι κι όμορφο που λείπει τ’ άρωμά σου,
στα νέφελα του λογισμού κοιμήθηκες κι απόψε…
Έστρωσες στο κρεβάτι σου το δάκρυ προσκεφάλι·
και μιαν ευχή πριν κοιμηθείς ψιθύρισες στα κρίνα.

Ο πιο αληθής Πινόκιο ετούτου του θιάσου,
μιλάς στην ξύλινη καρδιά κι αυτή σου λέει «Κόψε…
Κόψε της Μοίρας το Σκοινί σ’ αυτό το καρναβάλι·
να πέσει η Λάμια να χαθεί και μισερός ξεκίνα».

Σαν κάτι να σε σκούντηξε στο υπνοκελάιδισμά σου,
και ένα φίδι δουλικό ακούς που λέει «Σπρώξε…
Σπρώξε το Φλάσκι της Ζωής στο μαύρο μου τσουβάλι·
και θα σου δώσω της Φωτιάς την πιο χρυσή ακτίνα».

Ξημέρωμα σε βρήκανε στο στέμμα του κουμπάσου,
τον τελευταίο κύκλο σου χαράζεις με τις λόγχες…
Ένα σκοινί εδίχασες του πήρες το κεφάλι·
αθάνατος και μισερός κλείνεις την γκιλοτίνα.

ΑΡΗΣ ΜΑΝΟΥΡΑΣ

*

*

*