*
του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΑΡΑΣΛΙΑ
1
Όλα συμβαίνουν, ξεθωριάζουν και χάνονται σα να μην έγιναν ποτέ. Τίποτα δεν φαίνεται να έχει νόημα. Όλα τα στηρίγματα είναι μάταια. Χρήμα, δύναμη, εξουσία, δόξα: τεχνάσματα παρηγοριάς, άχρηστα ενώπιον του τάφου. Η προσευχή: μια τελευταία ελπίδα όταν τελειώνουν όλες οι άλλες. Η τέχνη; Στα καλύτερά της, ένα βλέμμα ηρωικό μπροστά στον θάνατο. Ο έρωτας: μια φαντασίωση ανίκανη να επιτελέσει μια λειτουργία πληρότητας. Μόλις αρθούν οι προσδοκίες που τη γέννησαν, η σχέση καταρρέει: πιστέψαμε σε κάτι που δεν ήταν παρά ένα πυροτέχνημα ενθουσιασμού, ένα σύμπτωμα της μοναξιάς και των ελπίδων μας.
~~~
Όταν είπα στην Ελπίδα ότι πέθανε ο πατέρας μου και έπρεπε να πάω στη Ρόδο για την κηδεία του η αντίδρασή της –τελείως αδιάφορη– ήταν αναμενόμενη. Το τελευταίο διάστημα τα σημάδια ότι η σχέση μας πήγαινε απ’ το κακό στο χειρότερο ήταν ολοφάνερα. Μετά από πέντε χρόνια το σενάριο ενός χωρισμού ήταν σχεδόν σίγουρο και οι ελπίδες μου να το αποτρέψω ολοένα και λιγόστευαν. Ένοιωθα πως ήταν θέμα χρόνου να μου πει να χωρίσουμε. Κατά βάθος δεν ήμουν προετοιμασμένος για μια τέτοια εξέλιξη. Εκείνη την εποχή είχα πιάσει πάτο, ένοιωθα αδύναμος να αντιμετωπίσω τη ζωή και δεν ήξερα αν μπορούσα να αντέξω ένα ακόμα χτύπημα.
Ήμουν στην Αθήνα όταν έμαθα τα νέα για τον γέρο μου. Κι ενώ είχα αποφασίσει να μην ξαναγυρίσω στο νησί, αναγκάστηκα τελικά να αναθεωρήσω την απόφασή μου. Δεν ήταν τόσο η ανάγκη μου να θρηνήσω τον γέρο μου όσο η επιθυμία μου να συμπαρασταθώ στη μάνα μου. Δεν μπορούσα να τη φανταστώ στο νεκροταφείο ανάμεσα στ’ αδέλφιά μου κι εγώ να λείπω. Ήθελα να βρίσκομαι πλάι της. Ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω για μια γυναίκα που η στάση της είχε υπάρξει υποδειγματική στα ταραγμένα χρόνια της ζωής μας. Ήξερα πως η παρουσία μου κοντά της θα ήταν απαραίτητη, ειδικά τη ώρα της ταφής, όταν το χώμα θα κάλυπτε το φέρετρο – η τελευταία πράξη σε ένα έργο που το φινάλε του παιζόταν κάθε μέρα για πολλά χρόνια. Ο γέρος πέθαινε καθημερινά, κι εμείς μαζί του. Τα πάθη του, οι αυτοκαταστροφές του, οι σύντομες αναστάσεις του, οι υποσχέσεις του που δεν είχε τη δύναμη να τηρήσει, κι ύστερα πάλι τα ίδια δάκρυα, οι ίδιες αγωνίες. Από κάποιο σημείο και μετά ήταν απολύτως κουραστικά όλα αυτά, μάταια, πέρα από τις δυνάμεις και τα όρια μου. Κατέληξα έτσι να γίνω ένας απλός θεατής στο ίδιο μονότονο έργο όπου ακόμα και τα δάκρυα είχαν χάσει το νόημά τους. Κι αν τελικά δάκρυσα στο άκουσμα της είδησης από τη μάνα μου στο τηλέφωνο ήταν που δεν μπορούσα να ακούω τους συγκρατημένους λυγμούς της και εκείνα τα πνιγμένα «γιατί Θεέ μου, γιατί Θεέ μου». Ένας σπαραγμός και ένα ερώτημα το ίδιο παράλογα όσο και το «γιατί» της ύπαρξής μας. (περισσότερα…)
