Το θερινό πνεύμα του δάσους

*

Το παρατηρώ ώρα πολύ για μέρες ολόκληρες και θαυμάζω την επιμονή και τη γενναιότητα ετούτου εδώ του θερμοκέφαλου ερπετού που με περισσή αυτοθυσία κάνει το σώμα του αντηρίδα παίρνοντας όλο το βάρος επάνω του. Κάθε πρωί καλημερίζω τον αλλόκοτο γείτονα, κι εκείνος, που μοιάζει με κακομούτσουνη σαύρα, αδιαφορώντας για τα μικρά και τα άσημα, σιωπηλός κι ασάλευτος κοιτάζει ψηλά με ανοιχτό το στόμα. Μήπως είναι μουρλό και ακούει άλλων φωνές ή κάνει πως διαβάζει σημάδια; Από το παρουσιαστικό και τα σουσούμια του για πιτσιρίκι το κόβω. Δες το. Έχει το πείσμα της άγουρης νιότης, αυτή, την ορμή της παιγνιωδους αφέλειας, την ισχυρή βεβαιότητα λοιπόν πως κάνει το ύψιστο χρέος του βάζοντας κόντρα στην πτώση της ετοιμόρροπης κουκουναριάς.

Κι όμως. Τι ειρωνεία, θεέ μου.

Η καταπονημενη γριά του δάσους, μια από τις παλαίικες κουκουναριές στα Πευκούλια, εκείνη λοιπόν, η γερμένη, έχει τη δική της την άποψη για τη ζωή και τα πράματα. Το καταλαβαίνει και ξέρει πως ήρθε η ώρα της. Και το ύστατο τελετουργικό της φυγής είναι το οριστικό λύγισμα της. Σκύβει λοιπόν ευλαβικά και χαμηλώνει τον αποκαμωμένο κορμό της να φιλήσει το χώμα που για μια ολόκληρη ζωή την κρατούσε ορθή και γόνιμη, ω ναι, με ευγνωμοσύνη ξαπλώνει κι ασπάζεται επιτέλους τη γη που θα βλαστήσει τον σπόρο της.

Καθε πράμα στον καιρό του, θα σκέφτηκε, κάνοντας τόπο σε αυτά που φυτρώνουν. Κι ας αντιδρά το στραβάδι, το σπλάχνο της, που ασθμαίνοντας σαν το θεριό αντιστέκεται στην ατιμωτική τους παράδοση. Καλώς το πράττεις κλωνάρι μου και σε ευχαριστώ που με κρατάς μην πέσω απότομα, με τρυφερότητα σαν να ακούστηκε να του λέει η σοφή αιωνόβια, τιμώντας έτσι και το μεγαλείο της αναίτιας πράξης με ένα ανεπαίσθητο θρόισμα. Ακούστηκε σαν επιθανάτιος ρόγχος. Ας είναι. Γνωρίζει καλά η ηλικιωμένη κυρά, όλοι το ξέρουν, πως το χρεωμένο καθήκον των όντων του παράκτιου δάσους, είναι, με πίστη στο κοινό τους καλό, να αφουγκράζονται τις άηχες φωνές και τα σημάδια που δίδει το μεγάθυμο πνεύμα του.

Με την άνοιξη του καιρού πιάνει δουλειά. Θροΐζοντας από νωρίς το καλούνε τα δέντρα. Σαν το αερικό εισχωρεί στις ψυχές και τα θρέφει. Και τον χειμώνα κατάκοπο το πνεύμα του δάσους αποσύρεται και πέφτει σε νάρκη. Για φαντάσου. Στο παλιό ορμητήριο των πειρατών, δίπλα, στη Γριά Λάγκαδα, είναι το ησυχαστήριό του.

Τα δένδρα του δάσους ανταλλάσσουν τις δροσερές τους πνοές με την αύρα του Ιονίου πελάγους. Κι εγώ λιώνω αφημένος στην παραλυτική ραστώνη του θέρους. Θα έχει καύσωνα, λένε. Ουδείς δεν θα έφευγε έξω από τον ευρύχωρο ίσκιο της. Ούτε η ξύλινη σαύρα μου. Κι ο ήλιος στο τελείωμα απλώνει τις αχτίδες του μήπως και πιαστεί στα ξερόκλαδα της γερασμένης κουκουναριάς και γλιτώσει το πέσιμο. Ματαιοπονεί. Και το ξέρει. Τα πάντα όλα υπακούν στον αέναο κύκλο και στην διαλεκτική της συνέχειας, εντέλει, συλλογίζομαι, λέγοντας και τη δική μου πνευματώδη φανφάρα, θωρώντας τον πριν σβήσει ο φλεγόμενος δίσκος του, να κρεμνά με τα μανταλάκια στον πυρακτωμένο σχοινί του ορίζοντα το σκούρο σεντόνι που θα μας σκεπάζει τη νύχτα. Ένα ένα και τα πουλιά σωπαίνουν. Και τα τζιτζίκια. Για τα τρωκτικά θα είναι μεγάλη κι ετούτη η νύχτα. Του θεού όλα τους πλάσματα. Μόνον οι άνθρωποι έχουμε το διάβολο μέσα μας.

Σημεία και τέρατα, φωτιά και τσεκούρι, καταμαρτυρούν με τα καμώματα τους οι ηρωικές φιγούρες των δασών στους αρχαίους μύθους και τα λαϊκά παραμύθια. Έως εδώ καλά. Όπα. Δεν υπάρχουν δέντρα που μιλούν με ξωτικά και ξύλινοι κλώνοι που γίνονται προϊστορικές σαύρες, ούτε και άγια πνεύματα που προστατεύουν από το κακό τα επίγεια πλάσματα, πλην των παραμυθάδων, απατεώνες είναι όλοι αυτοί που τα λένε, λέγω από μέσα μου ξανά και ξανά για να λογικέψω τις μεταφυσικές ανησυχίες μου.

Μουδιασμένος από την ονειροπόληση που δίνουν οι ρεμβασμοί των υψηλών θερμοκρασιών και της ξάπλας, χαζογελώντας, σηκώνομαι από την αιώρα και τρέχοντας να βουτήξω στην θάλασσα, μπας και γλιτώσω από τις μυστηριακές φαντασιώσεις του νου μου, γλιστράω και πέφτω ατσούμπαλα επάνω στο κούτσουρο της άπνοης κουκουναριάς και ματώνω.

Δεν είναι ονειρικό. Ούτε ψευδαίσθηση. Κι όμως. Δεν το πιστεύω. Λες να με τιμώρησε το πνεύμα του δάσους; Με δάγκωμα ερπετού μοιάζει η πληγή σας, κύριε, δείτε κι εσείς πως γράφουν επάνω σας τα οδοντωτά του σαγόνια, μου λέει ο εφημερεύων γιατρός του αγροτικού ιατρείου της νήσου, που επιμελώς περιποιείται το ανοιχτό τραύμα μου ψηλά στον αριστερό μηρό.

ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΚΟΥΛΙΕΡΑΚΗΣ
Πευκούλια, Λευκάδας
22/07/2024

*

*

*