*
Η όπερα Ελπίς Πατρίδος ήταν πραγματικά έξοχη και θα μπορούσε να είναι μια τέλεια βραδιά, αν δεν μου είχε χαλάσει τη διάθεση ένα από αυτά τα ασήμαντα περιστατικά που μερικές φορές σφηνώνονται στο μυαλό απειλώντας, έστω και πρόσκαιρα, την αισθητική απόλαυση. Είχα καθυστερήσει να κάνω κράτηση και οι φτηνές θέσεος που είχα βρει ήταν από τις χειρότερες, το γνώριζα εξαρχής. Αυτό που δεν γνώριζα ήταν ότι τελικά θα πήγαινα μόνος μου στο Μέγαρο, μιας και η φίλη μου η Ελένη, λάτρις της όπερας και συνήθης συνοδός μου σε συναυλίες, το ακύρωσε τελευταία στιγμή.
Είχα πάει, επομένως, λίγο ανόρεχτα αυτή τη φορά. Δίπλα μου κάθισε μια γυναίκα με λίγο παλιομοδίτικο στυλ και αριστοκρατική φυσιογνωμία, γύρω στα 55. Δεν θα την είχα καν προσέξει αν δεν αντιδρούσε με τόλμη, όταν στην μπροστινή μας σειρά ένα ζευγάρι άρχισε να διαπληκτίζεται — στην αρχή ψιθυριστά.
—Παρακαλώ ησυχία! είπε με σταθερή φωνή την πρώτη φορά,
—Ενοχλείτε! λίγο πιο δυνατά τη δεύτερη,
—Ντροπή σας πια! με φανερό θυμό την τρίτη, που ήταν και αποτελεσματική, αφού το ζευγάρι σηκώθηκε και εγκατέλειψε την ημιφωτισμένη αίθουσα, ενώ μια αντρική φωνή καθώς απομακρυνόταν ακούστηκε να υποτονθορίζει προς τη μεριά μας:
—Υστερική!
Στο διάλειμμα της χαμογέλασα, σε ένδειξη επιδοκιμασίας για την αντίδρασή της. Χαμογέλασε αμυδρά και βυθίστηκε στο κινητό της, δείχνοντας φανερά ότι δεν είχε καμιά διάθεση για κουβέντα. Εγώ ήταν αδύνατον να αποφύγω τις στερεότυπες σκέψεις που συνήθως κάνουμε σε τέτοιες περιπτώσεις. Αναλογιζόμουν από τη μια μεριά την έλλειψη αγωγής, την αγένεια, το θράσος, και από την άλλη αναπολούσα την κατανυκτική ατμόσφαιρα στο Μαρίνσκι, όπου πήγαινα κάθε βράδυ τις πέντε μέρες που έμεινα στην Πετρούπολη: με αγαλλίαση παρατηρούσα στο κατάμεστο θέατρο ανθρώπους μιας πολύ μεγάλης ηλικιακής κλίμακας, από 5-6 έως 90 και πλέον, σχεδόν να κρατούν την αναπνοή τους – ατμόσφαιρα μυσταγωγίας… Το διάλειμμα ήταν σύντομο και η παράσταση ολοκληρώθηκε δίχως άλλες αναταράξεις. Η όπερα ήταν εξαιρετική και η επίγευσή της υπερκάλυψε το ατυχές επεισόδιο που με τον καιρό ξεχάστηκε.
«Σύνθετη η δουλειά του Κουρουπού και καλό θέμα συζήτησης» σκεφτόμουν κατευθυνόμενη προς Πεύκη, καθώς σήμερα ήταν τα 90ά γενέθλια της θείας μου Ευρυδίκης, της μοναδικής εν ζωή αδελφής του πατέρα μου, για την οποία είχαμε οργανώσει γιορτή-έκπληξη. Αγαπούσα πολύ αυτή τη θεία με την οποία είχαμε τουλάχιστον μια κοινή αγάπη, τη μουσική — ιδίως την όπερα. Λόγω της πανδημίας είχα ακριβώς δύο χρόνια να τη δω και σκεφτόμουν ότι θα ένιωθε μεγάλη μοναξιά, την οποία απάλυνε κάπως το σκάιπ. Έχοντας τον γιο της στο εξωτερικό, αλλά καλή οικονομική κατάσταση, η θεία μου έμενε μόνη της στην Πεύκη με κάποια γυναίκα να τη φροντίζει. Ήταν ευχάριστος άνθρωπος, με συνήθως καλής ποιότητας χιούμορ, και πολύ κοινωνική, γι’ αυτό δεν έμενε ποτέ μόνη —υπό κανονικές συνθήκες— παρά μόνον όταν τόθελε. Σκεφτόμουν τη φράση που θα μου έλεγε, όπως έκανε πάντα, όταν άνοιγε την πόρτα «Μπα, βρήκες το δρόμο ανιψιέ;». Μ’ αυτή τη σκέψη κτύπησα το κουδούνι, αλλά προς μεγάλη μου έκπληξη δεν μου άνοιξε η θεία, όπως έκανε συνήθως, «για να μη νιώθει παροπλισμένη»∙ μπροστά μου στεκόταν η κυρία που καθόταν δίπλα μου τη βραδιά της όπερας.
—Χαίρομαι που σας ξαναβλέπω, της είπα απλώνοντας το χέρι μου. Είστε φίλη της θείας μου; Πώς και δεν μου άνοιξε η ίδια; Είναι καλά;
Χαμογέλασε συγκρατημένα.
—Μια χαρά είναι η θεία σας, μην ανησυχείτε. Μόλις ήρθε ο γιος της από το Λονδίνο και προσπαθεί να συνέλθει από την έκπληξη. Όσο για μένα, δεν είμαι φίλη της. Οικιακή βοηθός της είμαι».
Η βραδιά κύλησε με τον πιο προβλέψιμο τρόπο: «Happy birthday to you…»… «Να ζήσεις Ευρυδίκη και Χρόνια πολλά…» και παρόμοιες γλυκανάλατες πλην τρυφερές κοινοτοπίες εισαγωγής. Η θεία μου έλαμπε από χαρά που έκρυβε προσωρινά τη θλίψη της ηλικίας της και κάθε τόσο επαναλάμβανε, όπως έκανε κάθε φορά στα γενέθλιά της τα τελευταία δέκα χρόνια, περισσότερο σαν ξόρκι παρά επειδή το πίστευε:
—Μα τι τα θέλατε τα γενέθλια για μένα που παίζω στην παράταση πια;
Αυτό που δεν ήταν προβλέψιμο ήταν η παρουσία της «υστερικής» συνακροάτριάς μου της όπερας στο σπίτι της θείας μου και μάλιστα ως οικιακής βοηθού. Κάποια στιγμή βρήκα ευκαιρία να ρωτήσω τη θεία μου αν είναι ευχαριστημένη από την «κοπέλα της».
—Α, η Μάκα είναι πολύ καλή: έντιμη και αποτελεσματική. Θα κλείσει δύο χρόνια στο σπίτι μου τον άλλο μήνα. Έχει στην Ελλάδα επτά χρόνια. Στη Γεωργία ήταν δασκάλα πιάνου, λέει. Ό,τι και νάταν, κάνει πολύ ωραίες πίτες με δικό της φύλλο, είναι καθαρή, αλλά νά, μιλάει ελάχιστα….
Την υπόλοιπη βραδιά παρατηρούσα όσο πιο διακριτικά μπορούσα τη Μάκα: το θλιμμένο βλέμμα, το απροσδιόριστο χαμόγελο, τα λεπτά δάχτυλα … Προσπαθούσα να μαντέψω την ιστορία της: τα όνειρα, το ξεκίνημα, το πιάνο, την πτώση, τη φυγή…. Η καταληκτική λεξούλα της θείας μου, όταν προσδιόριζε την ταυτότητα της Μάκας, αυτό το υποτιμητικό «λέει» της, είχε ξεσηκώσει μέσα μου συναισθήματα και σκέψεις που με έφερναν σε αμηχανία. Σκεφτόμουν την αλαζονεία που γεννά η αξιοκρατία στους κερδισμένους και τη σκληρότητα που υφίστανται εκείνοι που μένουν πίσω — αυτοπροσώπως η Τυραννία της αξίας, που πρόσφατα είχα διαβάσει.
Ετοιμάστηκα να φύγω γιατί είχα ήδη εγκαταλείψει την ατμόσφαιρα του πάρτι. Σκεφτόμουν αν και η Μάκα «είχε ξεχάσει την παρτιτούρα της σ’ ένα κομψό γραφειάκι από acajou»… Πριν φύγω κατάφερα να τη βρω για ένα λεπτό μόνη:
—Σε ένα μήνα από τώρα θα έρθει στο Μέγαρο η Κάτια Μπουνιατισβίλι. Θέλετε να πάμε παρέα να την ακούσουμε;
—Έχω ήδη εισιτήρια για να πάω μαζί με μια φίλη. Αν βρείτε εισιτήριο, θα σας δω εκεί, απάντησε με δυσανάγνωστο χαμόγελο.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ
*
*
*
