*
Εισαγωγή-Μετάφραση Σωκράτης Βεκρής
Η ακόλουθη επιστολή στάλθηκε από τον Παναγιώτη Κονδύλη στον δεύτερο επιβλέποντα της διατριβής του, Michael Theunissen (1932-2015), καθηγητή της φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης. Εκτιμάται ότι γράφτηκε ανάμεσα στον Δεκέμβριο του 1977 και τον Φεβρουάριο του 1978, δηλαδή αμέσως μετά την προφορική υποστήριξη της διατριβής και την απονομή του διδακτορικού τίτλου από το Πανεπιστήμιο. Η αφορμή που παρακίνησε τον Κονδύλη να συντάξει την επιστολή δεν είναι άλλη από την γνωστή έριδα που προέκυψε μετά την χαμηλή βαθμολόγηση της διατριβής του (έλαβε magna cum laude αντί για summa cum laude) — μιας διατριβής, που, θυμίζουμε, είχε ως θέμα την γένεση της διαλεκτικής μέσα στους κόλπους του γερμανικού ιδεαλισμού και η οποία ξεπερνούσε τις χίλιες σελίδες ανάλυσης (μεγάλο μέρος του μεταγενέστερου αυτοτελούς βιβλίου Ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός ήταν ενσωματωμένο ήδη μέσα στην διατριβή).
Λίγο καιρό αργότερα, κι έχοντας πια αποδεχτεί την τελική έκβαση της υπόθεσης, ο Κονδύλης απευθύνει για τελευταία φορά τον λόγο στον καθηγητή του με την πρόθεση να καταστήσει σαφείς τους ανυπέρβλητους φραγμούς που χωρίζουν την ιστορική από την φιλοσοφική ερμηνεία της ιστορίας της φιλοσοφίας. Σχολιάζοντας το περιστατικό σε επιστολή του προς τον κορυφαίο Γερμανό ιστορικό Werner Conze (1910-1986), του οποίου υπήρξε μαθητής στο Πανεπιστημίο της Χαϊδελβέργης, ο Κονδύλης γράφει πως έχουμε εδώ να κάνουμε με μια σύγκρουση μεταξύ ενός «ιστορικά θεμελιωμένου σχετικισμού» και μιας «απολυταρχίας της αλήθειας». Ο Κονδύλης έμεινε πιστός μέχρι το τέλος της συγγραφικής του πορείας στον —σοφιστικών καταβολών— «ιστορικά θεμελιωμένο σχετικισμό», τον οποίον υπερασπίζεται, με τον χαρακτηριστικό πολεμικό του τόνο, σε αυτό το γράμμα. Δυστυχώς, ο Μίχαελ Τώυνισσεν δεν απάντησε ποτέ στις φιλοσοφικές ενστάσεις του μαθητή του, στερώντας μας την ευκαιρία να ακούσουμε την δική του οπτική.
Η επιστολή προς τον καθηγητή Τώυνισσεν είναι η δεύτερη από τις τρεις συνολικά ανέκδοτες επιστολές του Κονδύλη που εντοπίσαμε σε γερμανικά αρχεία και παρουσιάζουμε κατά τη διάρκεια αυτού του Ιουλίου στο Νέο Πλανόδιον. Προηγήθηκε εκείνη προς τον ιστορικό Έρνστ Νόλτε και θα ακολουθήσει μία ακόμη προς τον καθηγητή Stefan Breuer. Για την άδεια της δημοσίευσης, ευχαριστούμε και πάλι θερμά την κ. Μέλπω Κονδύλη-Μπούμπουλη.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΒΕΚΡΗΣ
υποψήφιος διδάκτωρ φιλοσοφίας
των Πανεπιστημιών Βόννης και Σαιντ Άντριους
~.~
Αξιότιμε κύριε καθηγητά!
Ο Όσκαρ Ουάιλντ είπε κάποτε ότι σε όλα μπορεί να αντισταθεί εκτός από τον πειρασμό. Μετά από κάποια αντίσταση υπέκυψα και εγώ στον πειρασμό και σας στέλνω αυτό το μάλλον άσκοπο γράμμα. Θα μπορούσα να διεξέλθω αναλυτικά την αξιολόγησή σας και να δείξω ότι οι περισσότερες ενστάσεις σας ως προς το περιεχόμενο της διατριβής μου είναι περιπτώσεις όπου τα χωρία της, όπως τα παραθέτετε, αλλοιώνουν το νόημα· έτσι, η μια ή η άλλη στρεβλή ερμηνεία από πλευράς σας παρουσιάζονται ως ελαττώματα της ίδιας της διατριβής ή κάτω από το γενικό ύφος των διατυπώσεών σας κρύβονται αντιφατικές κρίσεις. Μια τέτοια εξέταση μου φαίνεται να είναι post festum εντελώς περιττή, ακόμη και σχολαστική, και την αντιπαρέρχομαι ευχαρίστως, αν δεν έχετε αντίρρηση. Δεν πιστεύω εξάλλου ότι η διατριβή μου θα αξίωνε eo ipso τον υψηλότερο βαθμό, αν και δική σας αξιολόγηση δεν ήταν ισάξια. Εδώ θέλω απλώς να διερευνήσω εν συντομία ένα σημείο θεμελιώδους σημασίας — τόσο για εσάς όσο και για εμένα.
Γράφετε με καλοδεχούμενη ειλικρίνεια ότι αξιολογώντας τη διατριβή μου δύσκολα θα μπορούσατε να παραιτηθείτε από την πεποίθηση σας ότι η ιστορία της φιλοσοφίας πρέπει να αντιμετωπίζεται με τρόπο φιλοσοφικό.[1] Αφήνω για την ώρα κατά μέρος το ερώτημα αν και κατά πόσο «ο» φιλοσοφικός τρόπος ή καλύτερα «η» φιλοσοφία (όπως «η» ιστορία, «ο» χριστιανισμός, κ.τ.λ.) είναι κατά βάση υποστασιοποιήσεις που χρησιμεύουν στο να προσδώσουν κύρος σε όσους επιθυμούν να εμφανίζονται και να μιλούν στο όνομα τεράστιων, υπερπροσωπικών αρχών. Πρέπει ωστόσο να ρωτήσω: τι σημαίνει «η» φιλοσοφική σκοπιά με συγκεκριμένους και δεσμευτικούς όρους, αν αυτή υπάρχει, και τι είναι άραγε «η» φιλοσοφία; Για να θυμηθούμε τον διαβόητο Hobbes: Quis judicabit, quis interpretabitur; Το ερώτημα είναι καίριο από την στιγμή που οι ίδιοι οι φιλόσοφοι διαφωνούν σ’ αυτό το ζήτημα εδώ και μερικούς αιώνες χωρίς να έχουν φτάσει σ’ ένα γενικά αποδεκτό αποτέλεσμα. (Επιτρέψτε σ’ έναν απλό ιστορικό αυτό το κοινότοπο επιχείρημα!)
Η μομφή σας —που ως διαπίστωση είναι σωστή— ότι δεν έθεσα το ερώτημα της αλήθειας, με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τουλάχιστον ένα βασικό χαρακτηριστικό «τής» φιλοσοφικής σκοπιάς είναι η αναζήτηση της αλήθειας. Αυτό όμως δεν λύνει το πρόβλημα, αλλά απλώς το αναβάλλει. Διότι η ύπαρξη της αλήθειας προϋποτίθεται — και κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει εύλογα κάποιον άλλον ότι παραμελεί το ερώτημα της αλήθειας, αν δεν είναι ήδη πεπεισμένος για την ύπαρξη «της» αλήθειας (με άλλα λόγια: κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει κάποιον άλλον ότι δεν επιδεικνύει αρκετό ζήλο στο κυνήγι φαντασμάτων · πρέπει επομένως να γίνει a limine δεκτό ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν πρόκειται απλώς για φαντάσματα). Και ακόμη: αν κάποιος είναι πεπεισμένος για την ύπαρξη «της» αλήθειας τότε πρέπει eo ipso να γνωρίζει, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, σε τι συνίσταται αυτή η αλήθεια από άποψη περιεχομένου, καθώς είναι αδύνατο να γνωρίζει με βεβαιότητα για την ύπαρξη ενός πράγματος, για το οποίο δεν γνωρίζει απολύτως τίποτε. Μπορεί να ακούγεται παράδοξο, αλλά το ερώτημα της αλήθειας μπορεί να τεθεί μόνο από κάποιον που πιστεύει ότι «η» αλήθεια βρίσκεται ήδη στην κατοχή του, καθώς, όπως είπα, η θέση για την ύπαρξη «της» αλήθειας μπορεί σε τελική ανάλυση να θεμελιωθεί μόνο με την γνώση «της» αλήθειας — αν, φυσικά, μια τέτοια θέση είναι (τουλάχιστον ονομαστικά) κάτι περισσότερο από μια απλή ομολογία πίστης. Οπότε ήρθε η ώρα να σας ρωτήσω: θεωρείτε τον εαυτό σας κάτοχο «της» αλήθειας; Και αν όχι, με ποιο δικαίωμα κατηγορείτε κάποιον ότι δεν την αναζητεί;
Επιτρέψτε σ’ έναν αμαρτωλό να διαπράξει μια βλασφημία: δύσκολα μπορώ να απαλλαγώ από την εντύπωση ότι κρύβεστε πίσω από μια θέση ισχύος, η οποία επιχειρεί να θεμελιωθεί πάνω σε τέτοιες υπερπροσωπικές τάχα αντικειμενικές αρχές, όπως «η» φιλοσοφία και «η» αλήθεια. Διότι αν η απαίτηση σας, να αντιμετωπιστεί η ιστορία της φιλοσοφίας με τρόπο αποκλειστικά φιλοσοφικό, μεταφραστεί σε άλλες, πιο ανοιχτές και ιστορικά οικίες γλώσσες, μπορεί να σημαίνει εξίσου ότι μόνο οι ιερείς επιτρέπεται να γράφουν την εκκλησιαστική ιστορία και ότι μόνο η Κεντρική Επιτροπή γνωρίζει την αληθινή ιστορία του Κόμματος. Τόσο η αξίωση αποκλειστικότητας σχετικά με το πως πρέπει να γράφεται η ιστορία της φιλοσοφίας, όσο και η θέση για την ύπαρξη «της» φιλοσοφίας ή καλύτερα «της» αλήθειας, συνδέονται στενά με το ένστικτο αυτοσυντήρησης του εκάστοτε φιλοσόφου και είναι επομένως υποκειμενικά απαραίτητες. Εάν αποδεχόσασταν το αντίθετο, θα έπρεπε να εγκαταλείψετε την καθησυχαστική (παρά την όποια αγωνιώδη αναζήτηση λεπτομερειών, την οποία γνωρίζω καλά και σέβομαι βαθύτατα) υπόθεση ότι οι δραστηριότητες της ζωής σας έχουν νόημα και σκοπό, που δεν είναι πλασματικός. Πώς μπορείτε να είστε σίγουρος ότι η θέση σας πάνω σε αυτό το ερώτημα μπορεί να διεκδικήσει αμεροληψία ή «αντικειμενική» εγκυρότητα, όταν διακυβεύεται η υψηλότερη και έσχατη —και μάλιστα η πιο υπαρξιακή— δέσμευσή σας;
Εγώ, που, ως ιστορικός, δεν θέτω το ερώτημα της αλήθειας με τον τρόπο σας, μπορώ τουλάχιστον να απολαμβάνω το σχετικό πλεονέκτημα να θεωρώ τη θέση σας σωστή και συνεπή στην σχετική της διάσταση (ακόμα και αν αυτό δεν συμβαίνει με τρόπο που θα σας άρεσε), χωρίς να χρειαστεί να εγκαταλείψω την δική μου θέση — απεναντίας, όσο περισσότερο μένετε συνεπής στην θέση σας τόσο περισσότερο επιβεβαιώνεται (βιωμένη από πρώτο χέρι!) η γενική μου τοποθέτηση. Το γεγονός ότι εκφράζετε τις πεποιθήσεις σας τόσο ξεκάθαρα και ότι ενεργείτε με ανάλογο τρόπο, αφήνοντας στην άκρη κάθε επίφαση ανοχής (που στην πραγματικότητα θα ήταν ένδειξη μιας —απειλητικής για την ζωή— αμηχανίας), είναι στα μάτια μου μια ολότελα ηθική πράξη, την οποία εκτιμώ πλήρως ως τέτοια, ακόμη κι όταν αυτό το ηθικό στοιχείο δείχνει απροκάλυπτα στην αξιολόγηση σας τα γνωστά εκείνα αιχμηρά χαρακτηριστικά του!
Θα με παρεξηγούσατε πολύ —και θα με υποτιμούσατε εξίσου— αν εκλαμβάνατε αυτό το γράμμα ως την μικρή μου εκδίκηση. Το τελευταίο χρονικό διάστημα μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω και να εκτιμήσω την ακεραιότητα του προσώπου σας, και οι όποιες αδυναμίες της κρίσης σας ανέφερα προηγουμένως δεν αλλάζουν στο ελάχιστο αυτήν την γνώμη. Ώστε δεν υπάρχει λόγος να ερίζουμε. Όποιος όμως θέλει —άμεσα ή έμμεσα— να ορίζει την προοπτική των έσχατων απαντήσεων, οφείλει να ανέχεται και τα έσχατα ερωτήματα.
Με εξαιρετική εκτίμηση,
Π. Κονδύλης
[1] Σε μια πρώτη διεξοδική συνομιλία μαζί σας (26 Μαΐου 1977), εξέφρασα τον φόβο ότι η ιστορική-σχετικιστική-αποφασιοκρατική μου τοποθέτηση, την οποία, όπως γνωρίζετε, δεν έκρυψα ποτέ, και που η ασυμβατότητά της με τη δική σας θέση μου ήταν ξεκάθαρη από την αρχή, θα μπορούσε να έχει ορισμένες συνέπειες για την αξιολόγηση της δουλειάς μου. Τότε είπατε –προφανώς αγνοώντας το γεγονός ότι είχα ξεπεράσει τα όρια του ανεκτού– ότι οι θέσεις του έργου δεν θα έπαιζε κανένα ρόλο στην αξιολόγηση σας. Αν τα πράγματα είχαν παραμείνει έτσι, η κρίση σας ενδεχομένως να ήταν διαφορετική, καθώς στην αξιολόγησή σας γράφετε ότι η διατριβή μου θα άξιζε υψηλό έπαινο ως έργο ιστορικό, αλλά ότι ως έργο φιλοσοφικό πρέπει να αντιμετωπιστεί με σκεπτικισμό. Αναφέρω αυτή τη λεπτομέρεια μόνο για να δείξω ότι θα ήταν δυνατή μια διαφορετική αντιμετώπιση του θέματος και όχι για να σας κατηγορήσω ότι αθετήσατε τον λόγο σας, ειδικά από τη στιγμή που πιστεύω πως, όχι τότε, αλλά τώρα, είστε «σωστός», δηλ. έχετε ενεργήσει σύμφωνα με τις αρχές σας.
Πηγή: Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, Αρχείο 101 (Werner Conze), Φάκελος Αλληλογραφίας 98: Παναγιώτης Κονδύλης.
Michael Theunissen
*
*

