*
του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ
Η σύγκρουση στο εσωτερικό μιας ομάδας, λένε ψυχολογικές έρευνες, οδηγεί σε εξισορροπημένες συνθέσεις. Το ανάποδο ισχύει στο εσωτερικό των ομάδων που δηλώνουν στα θεμελιώδη ομόγνωμες: καθώς δεν έχουν έρμα, παρασύρονται από τα κύματα, τις ορμές της συγκυρίας, και εξοκέλλουν.
Οι ψυχολόγοι και τα πορίσματά τους επιβεβαιώνουν αυτό που εμπειρικά έχουμε βιώσει όλοι μας. Στην πολιτική, λ.χ., η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης έσπρωξε τις κοινωνίες της Δύσης προς τα άκρα. Καθώς η παράταξη της σοσιαλιστικής ουτοπίας στην Ευρώπη και την Αμερική αποδυναμώθηκε απότομα, η φιλελεύθερη ουτοπία έμεινε χωρίς αντίβαρο. Το γέννημα του ιστορικού συμβιβασμού τους, ο εξημερωμένος καπιταλισμός, αποχαλινώθηκε και πάλι. Και τα πολιτικά πάθη αντί να καταλαγιάσουν, καθώς υπόσχονταν οι νικητές του Ψυχρού Πολέμου, εξάρθηκαν, όπως οι ειδήσεις διαρκώς επιβεβαιώνουν στις μέρες μας.
Στην τέχνη έχουμε το ίδιο φαινόμενο. Ο Αριστοτέλης είχε παρατηρήσει ότι ένα ποικίλο στη σύνθεσή του ακροατήριο τείνει να εκτιμά ορθότερα την αξία ενός έργου τέχνης, μιας τραγωδίας λ.χ., απ’ ό,τι ένα κοινό ομοιόμορφο. Οι μεγάλοι κριτικοί των Νέων Χρόνων, με πρώτο ανάμεσά τους τον Σάμιουελ Τζόνσον, ήταν σ’ αυτό αριστοτελικοί. Tις ποιητικές δάφνες, έλεγε ο δόκτωρ Τζόνσον, πρέπει να τις απονέμουν οι πολλοί, όχι οι ειδήμονες ή οι ίδιοι οι ποιητές που βλέπουν τα πράγματα στενά. Η επικράτηση της γνώμης των «ειδημόνων» στα πράγματα της τέχνης μετά τον συμβολισμό και τους μοντερνισμούς οδήγησε στα γνωστά γραφικά και σεκταριστικά φαινόμενα που γνωρίζουμε σήμερα, στο διαζύγιο καλλιτεχνών και κοινού και στην κοινωνική περιθωριοποίηση της τέχνης. Το κενό έσπευσε να καλύψει η μαζική τέχνη, με προϊόντα συχνά απαράδεκτης ποιότητας.
Τα ίδια και στη θρησκεία. Ο πλουραλισμός της Αρχαιότητας κατέρρευσε με την έλευση των μισαλλόδοξων μονοθεϊσμών και έκτοτε παράγει διαρκώς θρησκευτικούς πολέμους. Όπως το βλέπουμε σήμερα με το Ισλάμ, όπως ίσχυσε με τον χριστιανισμό τον Μεσαίωνα, η λογική της Μίας, Αγίας και Καθολικής εκκλησίας οδηγεί στον φανατισμό. Ακόμη και οι πολιτικοί ζηλωτισμοί των τελευταίων δύο αιώνων δεν είναι παρά εκκοσμικευμένοι θρησκευτικοί πόλεμοι.
Σε τελική ανάλυση, η ψυχολογία έρχεται να επιβεβαιώσει μια παλιά υποψία. Κάθε γνώμη, κάθε στάση, κάθε κοσμοθεωρία στην αμιγή, ασυμβίβαστη μορφή της καταλήγει τυραννική. Στα λόγια μπορεί να υπόσχεται την ενσάρκωση του ωραίου πεπρωμένου του ανθρώπου. Στην πράξη εξυπηρετεί τις ωμές αξιώσεις ισχύος συγκεκριμένων ατόμων, που παρουσιάζονται ως προφήτες και κήρυκες της απόλυτης αλήθειας.
Από μόνη της, χωρίς αντίσταση, χωρίς αντίπαλον δέος, καμιά πολιτική αντίληψη δεν είναι μετριοπαθής και «κεντρώα». Ξεκομμένη από τα συμφραζόμενά της άλλωστε, η έκφραση «πολιτικό κέντρο» δεν σημαίνει και πολλά. Όπως το βλέπουμε καθαρά στις μέρες μας, και το λεγόμενο «κέντρο» μπορεί κάλλιστα να οδηγήσει έναν κοινωνικό σχηματισμό, μια οικονομία, τον πλανήτη ολόκληρο, προς την ακρότητα. Και εκείνο μπορεί να καταστεί φορέας αυτοκαταστροφικών ιδεοληψιών.
Χρησιμότερη είναι η δυναμική ιδέα της κατ’ Αριστοτέλη μεσότητος, η ενεπίγνωστη δηλαδή αποφυγή των άκρων. Το παίγνιο της πολιτικής δεν είναι αγώνας δρόμου όπου ξεχυνόμαστε όλοι προς το τέρμα, καθένας για λογαριασμό του. Αλλά μια διηνεκής διελκυστίνδα, το τράβηγμα ενός σκοινιού πάνω από ένα δίστομο βάραθρο, όπου η καθαρή επικράτηση της μιας παράταξης, του ενός άκρου, είναι εξίσου μοιραία με την επικράτηση της άλλης. Κι όπου μόνο κάποιοι λίγοι, ικανοί να το καταλάβουν, έχουν τη δυνατότητα από καιρό σε καιρό να αλλάζουν πλευρά ώστε να διατηρείται η ισορροπία.
Αυτοί οι λίγοι δεν ανήκουν σε κόμματα ή ιδεολογίες, πώς θα μπορούσαν άλλωστε; Οι άλλοι, οι ταγμένοι ολοζωής σε μια και μόνη επικράτεια του σκοινιού, δικαιολογημένα τους υποψιάζονται, τους θεωρούν καιροσκόπους, ριψάσπιδες, εξωμότες. Αν θέλουμε οπωσδήποτε κάπου να τους τοποθετήσουμε, θα λέγαμε ότι ανήκουν σ’ ένα κόμμα όχι ιδεών αλλά ενστίκτων: το Κόμμα του Αυτοσυντηρητισμού.
*
*
*
