Κύκλοι μέσα σε κύκλους

*

Λογοθεσίες από τον
ΗΡΑΚΛΗ ΛΟΓΟΘΕΤΗ

*

Κύκλοι μέσα σε κύκλους

Άναυδοι μπροστά στο τεράστιο, διαμέτρου 50 μέτρων, κτίσμα που αποκαλύφθηκε πρόσφατα στο Καστέλλι της Κρήτης, οι αρχαιολόγοι δεν έχουν ακόμα αρκετά στοιχεία ώστε να προσδιορίσουν τη λειτουργία του. Επειδή όμως το κτίσμα είναι διατεταγμένο σε επάλληλους κύκλους, η μυστηριακή του διάσταση παραπέμπεται δικαιωματικά στα Κυκλικά Ερείπια του Μπόρχες:

Ένας άντρας ανεξιχνίαστης προέλευσης θα φτάσει κάποιο βράδυ σ’ ένα ναό κατεστραμμένο από τη φωτιά και θ’ αρχίσει να ονειρεύεται την δημιουργία ενός ανθρώπου. Νύχτα με τη νύχτα, για ατελείωτα χρόνια, πλάθει έναν γιό που είναι άτρωτος από την φωτιά, τον ζωντανεύει και τον αφήνει ελεύθερο, τρέμοντας μήπως το παιδί αντιληφθεί πως κατάγεται από το όνειρο του πατέρα του. Τότε η πυρκαϊά ζώνει ξανά τα ερείπια, μα οι φλόγες αφήνουν ανέγγιχτο τον δημιουργό —που ανακαλύπτει έτσι, με έντρομη ταπεινότητα, πως και ο ίδιος δεν είναι παρά το όνειρο ενός άλλου. Ένας κύκλος ζωής κι αυτός που γεννήθηκε από τον προηγούμενο και πλαστούργησε τον επόμενο.

Η ίδια δημιουργός συνείδηση αντανακλάται και στα πανάρχαια κυκλικά ερείπια που βρέθηκαν στο Καστέλλι. Προήλθαν από το όνειρο ένός προγενέστερου πολιτισμού και μεταστοιχειώθηκαν στον επιγενόμενο, σε μια σειρά που μέσα από καταστροφές και αναζωπυρώσεις έφτασε ως τις μέρες μας και αγνοούμε εάν και που θα καταλήξει…

~.~

Επαρχιακό ξενοδοχείο

Χρειάζονται ώρες ν’ ανεβείς σε τούτα τα ψηλώματα. Δύσκολα συναπαντήματα σε στενωσιές, στροφιλίκια και χωματόδρομοι, ώσπου να φτάσω στο μοναδικό κατάλυμα της περιοχής. Το ζεστό νερό έχει θολώσει τον καθρέφτη. Σκύβω και διακρίνω ένα πρόσωπο χλωμό και κουρασμένο. Μόλις τώρα που τελειώνω το ξύρισμα αντιλαμβάνομαι πόσο χαμηλά είναι στερεωμένος ο καθρέφτης – και ο νιπτήρας. Με το κεφάλι ψηλά μπορώ να καθρεφτιστώ μέχρι τους ώμους. Φαίνεται ότι εδώ, στα παραμελημένα επαρχιακά ξενοδοχεία όπου η ληθαργική αράχνη του χρόνου βασιλεύει σε προθαλάμους ράθυμων ανεμιστήρων και ξεκούρδιστων κούκων, δικαίωμα στο κεφάλι σου αποκτάς μονάχα καμπουριάζοντας, με την παραμικρή ανόρθωση το χάνεις. Ο τόσο τιμημένος πλην κοντός πολεμιστής του αλβανικού μετώπου, ο ξεριζωμένος χωρικός και ο μετανάστης της δεκαετίας του ’60, αποτελούν βέβαια βραχύσωμο εθνικό παρελθόν. Διότι το μέσο ανάστημα του Έλληνα, όπως καταγράφεται από τις στατιστικές, έχει ανέβει εντυπωσιακά. Το βλέπει κανείς αυτό το ύψος, κοιτάζοντας, με κάπως δικαιολογημένη περηφάνεια, τ’ αγόρια και τα κορίτσια μας.

Και είναι αλήθεια πως στα καινούργια ξενοδοχεία όπως και στα ανακαινισμένα, έστω και εκ του προχείρου ή με αποτελέσματα κακουργηματικά, οι καθρέφτες πλέον τοποθετούνται ψηλότερα –αλλά η ίδια η χώρα έχει ψηλώσει; Κι εμείς, αναρωτιέμαι καθώς σκουπίζομαι με μια τραχιά πετσέτα, εμείς; Μήπως ψηλώσαμε για να σκύβουμε; Αν η ανάπτυξη είναι τόσο υψηλή όσο τη διαφημίζουν, τότε γιατί τα κριτήρια της πολιτικής μας ζωής παραμένουν τόσο χθαμαλά; Μαζί με την υπόγεια ταβέρνα των μοιραίων, βεβαιώνουν απ’ το ψηλό τους βάθρο οι ταγοί του έθνους, κλείσαμε και το χαμηλό πορτάκι για ν’ ανοίξουμε τις Μεγάλες Πόρτες. Μα τι σόι πόρτες είν’ αυτές που δεν τις διαβαίνεις στητός, παρά μονάχα κατηφής και κατώβλεπας; Γιατί, όπου κι αν βρίσκεσαι στο δημόσιο χώρο, πρέπει να χαμηλώνεις το πρόσωπό σου; Πως γίνεται προσερχόμενος σε επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας να χρειάζεται για να σε εξυπηρετήσουν να ταπεινωθείς ατομικά; Πως επιτρέπεται στα υπουργεία μας και στα γραφεία των υψηλόβαθμων προσώπατων, να σε αναγνωρίζουν με χαιρετούρες και επαίνους μονάχα σκυφτό — κι αν σηκωθείς σου κόβουν (όχι απαραιτήτως με συνοδεία μουσικής) το κεφάλι;

Έσβησε και το φως, κόπηκε φαίνεται το ρεύμα, κανένα βραχυκύκλωμα, ποιός ξέρει; Βγαίνω απ’ το μπάνιο στα τυφλά.

~.~

Κάψα και φόνος

Το ανελέητο φως φέρνει σκοτοδίνες. Ο Ξένος του Καμύ, που εγκληματεί αναίτια, με τα μάτια τυφλά από ιδρώτα και θάμβος, θα μπορούσε αν ήξερε τον Κάλβο να κλείσει την απολογία του λέγοντας: Ο ήλιος κυκλοδίωκτος / ως αράχνη μ’ εδίπλωνε / και με φως και με θάνατον / ακαταπαύστως. Το θάμβος μάλιστα, τα κύματα μιάς ζέστης αχνιστής και ο πυρετός, εντείνονται από το πύρωμα της σάρκας. Ο αισθησιασμός παντρεύεται το φόνο με κουμπάρα την κάψα. Καταλαγιασμένο το χειμώνα, το αποδοκιμασμένο, στυφό κι ανεκδήλωτο πάθος, ανθίζει στο καμίνι του καλοκαιριού σαν άγριος στρύχνος. Σε μισοφωτισμένα δωμάτια επαρχιακών ξενοδοχείων, ανάστατοι σε νοτισμένα σεντόνια, παράνομοι εραστές ετοιμάζονται να σκοτώσουν ή να σκοτωθούν. Με το ξημέρωμα στα ρυζοχώραφα, ανάμεσα στα στάχυα, με το σούρουπο, ή στους νυχτωμένους βάλτους, ξυπνούν και αναδεύονται ξεχασμένοι πόθοι. Πολλές νοικοκυρές, καλές και πράες γυναίκες, γίνονται νευρικές κι αδέξιες. Καταλαμβάνονται από μια ανυπομονησία παράξενη που αδημονεί να βρει το στόχο της. Ακονίζουν μαχαίρια για το κρέας σε πνιγηρές κουζίνες, χωρίς να ’χουν στο μυαλό τους το μαγείρεμα ή σφίγγουν ανάμεσα στα ιδρωμένα πόδια τους το γουδοχέρι, για ν’ αποφύγουν να σκεφτούν το κεφάλι που θα ’θελαν να σπάσουν. Κάτω στης Μαργαρίτας τ’ αλωνάκι, σαλταρισμένοι έφηβοι και κορίτσια σε φούντωση παραδίνονται σε υγρά όνειρα και ηδονικά επώδυνες, αιματηρές δαγκωνιές. Ο ύπνος τους, λέει ο Ελύτης, μυρίζει πυρκαϊά. Μα και οι άντρες, οι τελούντες εν βρασμώ, δεν πάνε πίσω. Με ταραγμένο νου, θολωμένοι απ’ την κουφόβραση, μαζεύουν τις προφάσεις με τσουγκράνα κι ανάβουν στ’ ακροχώραφα φωτιές. Να κάψουν, λένε, τα ξερόφυλλα— πολλά μαζεύτηκαν— ποιός ξέρει;

~.~

Μυστικά και ψέμματα

Στα καλά αστικά σπίτια το κυριακάτικο τραπέζι διατηρεί ένα ελάχιστο θεσμικό κύρος. Χάριν του συνδυασμού σεμνοπρέπειας και υποκρισίας, οι κακές λέξεις απαγορεύονται εξίσου αυστηρά με τις βρώμικες αναμνήσεις. Οι φαρμακεροί υπαινιγμοί για κάποια καμπαρετζού κόβονται σαν το βούτυρο, με ζεστό μαχαίρι. Ένας αράπης εξαφανίζεται μαγικά όταν ο πατριάρχης χτυπά το κουτάλι του στο πιάτο. Μία απάτη διορθώνεται βιαστικά σε οικονομική διαφορά. Τα παιδιά φυσικά, που έχουν (τα άτιμα!) το συνήθειο να τρυπώνουν κάτω από τραπέζια, να παραμονεύουν πίσω απ’ τις πόρτες ή να κρύβονται σε ντουλάπες, συμπληρώνουν με άνεση τα μισόλογα. Ξέρουν πως ο θείος Ισίδωρος ψάρεψε την ερωμένη του από τη δεύτερη σειρά ενός κακόφημου μπαλέτου. Ότι η Μαιρούλα γέννησε σε κατάλευκη ελβετική κλινική το εκδρομικό εξώγαμο που έπιασε στην Κένυα. Κι ότι ο Αργύρης, το μαύρο πρόβατο της οικογένειας, δεν λείπει σε μακρινό ταξίδι αλλά ασπρίζει στη φυλακή. Ξέρουν τα πάντα, ακριβώς γιατί αποκρύβονται επιμελώς.

Οι μόνοι που δεν το αντιλαμβάνονται είναι οι προασπιστές της πολιτικής γελοιορθότητας. Κύριοι και κυρίες σαν την Helen Adam και την Laurie Harper που αναστάτωσαν προσφάτως την Αυστραλία αξιώνοντας να αποσυρθούν από τις σχολικές βιβλιοθήκες τα παλιά παιδικά βιβλία ως ρατσιστικά και σεξιστικά. Δεν τις απασχολεί το ότι ρατσισμός και σεξουαλική εκμετάλλευση πράγματι υπήρξαν (και υπάρχουν) αλλά το να μη φτάνει ο απόηχός τους στα παιδιά. Δεν ντρέπονται για το Άουσβιτς ή την εξόντωση των ιθαγενών αλλά θεωρούν απαράδεκτο να υποψιαστούν τα παιδιά τη φρίκη τους. Τα απαίσια πράγματα, καλό είναι να κρύβονται κάτω από το χαλί του ιστορικού αφοπλισμού. Γιατί τα παιδιά είναι κουτά. Πρέπει να ζουν σε φανταστικό παρόν, να πιστεύουν ότι το παρελθόν ήταν ειδυλλιακό και το μέλλον έρχεται ειρηνικό σαν χορτοφάγος λύκος. Χώνοντας το πηρούνι στο ψητό μπορεί να βγάλουν κάνα μάτι. Είναι σημαντικό λοιπόν να ξεγελάμε διαρκώς την πείνα τους. Να τους δίνουμε μόνο λιγοστά τρίμματα από το ψωμί της αλήθειας — και συγκαλύπτοντας αλλοτινά αίσχη να καθαρίζουμε, επιφανειακά τουλάχιστον, το τραπεζομάντηλο της ιστορίας.

Η θεία μου η Ειρήνη, μπορεί να μ’ έβαζε να τρώω με δυό χοντρά λεξικά κάτω απ’ τις μασχάλες για να μάθω να τηρώ στο τραπέζι την προσήκουσα στάση. Μα ποτέ δεν σκέφτηκε να αφαιρέσει τις σελίδες που περιείχαν επίμεμπτες λέξεις για να μ’ ελαφρύνει από το βάρος της αλήθειας τους.

*

*

*