Κακογερασμένος κόσμος

Κωνσταντίνος Ξενάκης, 1931-2020

*

ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ & ΠΑΡΑΜΟΝΙΜΑ | 06:24
Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Η αθωότητα του νηπίου, το πάθος της νιότης, η καταλλαγή και η ισορροπία της ωριμότητας, η ξινίλα και η εριστικότητα της γεροντικής ηλικίας. Από τέσσερα στάδια περνάει η ζωή του καθενός αλλά και η πορεία κάθε πολιτισμού, πίστευε ο Γέητς. Και πώς να μη του δώσεις δίκιο. Από τους τίτλους του αστυνομικού δελτίου ώς τα καθέκαστα στους λογοτεχνικούς μας κύκλους, κάθε πρωία έχεις την εντύπωση πως ο κακογερασμένος μας κόσμος δεν σηκώνεται από το κρεβάτι παρά με την λύσσα να φάει ο ένας το λαρύγγι του αλλουνού. Σαν να έχει χαθεί κάθε θετική εικόνα της ζωής, σαν να έχει βουλιάξει εντελώς στον λασπόλακκο των μικρών και μεγάλων εκδικήσεων.

~.~

Όταν είσαι βέβαιος ότι εσύ μόνος (ή μόνη) κατέχεις την απόλυτη αλήθεια, τον δρόμο προς την Πρόοδο και τη Δικαιοσύνη, το ελιξήριο για τη θεραπεία πάσας νόσου, ο λογοτέχνης, ο καλλιτέχνης είναι ο εχθρός. Για ποιο λόγο; Μα διότι σου δείχνει καθαρά ότι λες βλακείες. Ότι η ανθρώπινη κατάσταση είναι χαοτικά πολύπλοκη, ότι το φως και το σκοτάδι δεν είναι αντίπαλα αλλά αλληλένδετα και αξεχώριστα, ότι οι καρικατούρες που έχεις φτιάξεις περί καλού και κακού μόνο στη φαντασία σου υφίστανται. Και ότι θα σκορπίσουν, σκορπούν ήδη, στο πρώτο φύσημα της Ιστορίας.

Ο χριστιανικός ζηλωτισμός φίμωσε την προσωπική έκφραση για αιώνες. Μωαμεθανοί και εβραίοι απαγόρευσαν την απεικόνιση της ίδιας της ανθρώπινης μορφής. Οι ιεροεξεταστές ψαλίδιζαν τα φτερά των αγγέλων του Θεοτοκόπουλου και σκέπαζαν τ’ αχαμνά στις φιγούρες του Μικελάντζελο. Όλα τα καθεστώτα, από τους πουριτανούς της φιλελεύθερης, υποτίθεται, Αγγλίας του 19ου αιώνα, ώς τα φερέφωνα των ολοκληρωτισμών του 20ού απεχθάνονταν την ελεύθερη σκέψη, την ελεύθερη έκφραση. Διότι αυτές δείχνουν πώς οι άνθρωποι πράγματι ήταν, είναι και θα είναι. Όχι όπως οι μικρονοϊκές μας ιδεολογίες τούς φαντάζονται.

Από indices librorum prohibitorum βρίθει η ιστορία, τι θ’ αλλάξει τώρα αν παραχώσουμε σ’ αυτούς τον Καραγάτση και τη Μεγάλη Χίμαιρα; Μήπως τα θέατρά μας δεν έχουν ήδη πετσοκόψει τον Έμπορο της Βενετίας του Σαίξπηρ ή τους Νέγρους του Ζενέ; Γιατί να μη πεταχθεί στον Καιάδα, σήμερα κιόλας, ο Εμπειρίκος ως κήρυκας της σεξουαλικής βίας ή ο Ναμπόκωφ ως υμνολόγος της παιδεραστίας; Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι όλα τα καθεστώτα το πρώτο που κάνουν είναι να τα βάζουν με το σεξ και το χιούμορ. Το σεξ και το χιούμορ τα τρέμουν, εμπρός τους οι χρηστοήθειες και οι κατηχήσεις σωριάζονται, η αυθεντία τους καταρρέει. Η γυμνή σάρκα και η λυτή γλώσσα, ποια ορθοδοξία ποτέ τις συγχώρησε;

Σ’ αυτό, το ατελεύτητο, κυνήγι της εξουσίας λοιπόν, ο Καραγάτσης είναι σήμερα απλώς ένα επεισόδιο, μια σημαία ευκαιρίας, ένα θρασύ μισαλλόδοξο λάβαρο. Αν ο «μισογυνισμός» είναι το κριτήριό μας, θα γλιτώσει αύριο μήπως ο Ευριπίδης; Ποιος έντιμος άνθρωπος μπορεί να ξεφυλλίσει μισή ώρα τον Πατέρα του Αύγουστου Στρίντμπεργκ και να μη βάλει τα γέλια με τις βεβαιότητες της τρέχουσας πατριαρχιολογίας, και να μη δακρύσει με την ανθρώπινη μοχθηρότητα, η οποία δεν κάνει διάκριση μεταξύ αρχόντων και αρχομένων, αρσενικών και θηλυκών, πιστών και απίστων, ημεδαπών και ξένων: παραμένει πάντα ίδια και ανεκρίζωτη.

~.~

Τα βιβλία δεν είναι παρά σπαταλημένο χαρτί όταν δεν επενδύουμε στη δράση τη σοφία που παίρνουμε από τη σκέψη, είναι απονάρκωση. Όταν πια μας κουράζουν οι ζωντανοί, ας επιστρέφουμε στους νεκρούς που δεν έχουν στον λόγο τους τίποτα από την κακεντρέχεια, την αλαζονεία ή την υστεροβουλία των ζωντανών.

ΓΕΗΤΣ

~.~

Οι ευρωεκλογές που μας πέρασαν κατεδάφισαν τον Σολτς και τον Μακρόν. Ένας Γερμανός καγκελάριος και ένας Γάλλος πρόεδρος που τα κόμματά τους κινούνται γύρω στο 14%, ποια εντολή, ποια νομιμοποίηση μπορούν πλέον να επικαλούνται; Και τι είδους ηγεσία έχουν να προσφέρουν, όχι μόνο στις χώρες τους, στην Ευρώπη εν γένει;

Αυτά ίσως σκέφτεται κανείς, κοιτώντας τα ευρωαποτελέσματα. Στην πράξη όμως, κι αυτό ελάχιστοι τολμούν να το πουν ανοιχτά, ανάμεσά τους πρώτος ο δαιμόνιος Μισέλ Ουελλμπέκ, οι ευρωπαϊκές εκλογές, χθεσινές ή αυριανές, από μόνες δεν έχουν καμία μα καμία σημασία. Και η Λε Πεν του RN (σύντομα!) και η Βάιντελ της AfD (οψέποτε…) και αν έρθουν στην εξουσία, ελάχιστα πράγματα θ’ αλλάξουν. Τι άλλαξε η ανάρρηση της Μελόνι στον ιταλικό πρωθυπουργικό θώκο;

Η Ευρώπη είναι δεμένη χειροπόδαρα στο αμερικανικό άρμα. Ιδίως μετά το ξέσπασμα του ρωσσοουκρανικού πολέμου, η εξάρτηση αυτή έγινε απόλυτη και αναντίστρεπτη. Η μοίρα της θα κριθεί στις ΗΠΑ. Μπάιντεν ή Τραμπ, όποιος νικήσει εκεί (και στο μέτρο που η νίκη του θα είναι οριστική), θα αποφασίσει περίπου εν λευκώ και τις δικές μας τύχες.

Και οι πολιτικοί μας θα ευθυγραμμιστούν στις εντολές του νικητή θέλοντας και μη. «Στη Ρώμη θα δοθεί ο χρησμός, θα γίνει εκεί η μοιρασιά». Στις πραγματικές «ευρωεκλογές», τις κρισιμότερες πιθανόν της ιστορίας, τον Νοέμβρη που μας έρχεται, κανείς Ευρωπαίος δεν θα έχει δικαίωμα ψήφου.

~.~

Εξαίσια που είν’ η Ανατολή
επάνω απ’ τη Μεσόγειο απλωμένη·
μόνο όποιος αγαπάει τον Χαφέζ
τι υμνούσε ο Καλδερόν καταλαβαίνει.

ΓΚΑΙΤΕ

~.~

Από τη μια, η γλώσσα του ποιητή:

Μου σφίγγει ο καημός σα θηλιά το λαιμό
και μες στην καρδιά με δαγκώνει σα φίδι.
Παράξενο θέλω ν’ αρχίσω ταξίδι,
χωρίς, μα χωρίς τελειωμό.

Κι από την άλλη, τα φιλολογίστικα κινέζικα:

Πώς λειτουργεί το ταξίδι, κατά τη γνώμη σας, για το ποιητικό υποκείμενο στο Κείμενο 3; Να τεκμηριώσετε την απάντησή σας αξιοποιώντας τρεις (3) διαφορετικούς κειμενικούς δείκτες. Πώς θα αντιδρούσατε εσείς, αν βρισκόσαστε σε ανάλογη συναισθηματική κατάσταση; (150-200 λέξεις)

Από τις Πανελλήνιες το παράθεμα. Πώς φτάσαμε σ’ αυτό το σημείο, να στραγγαλίζουμε παιδιά και ποιήματα μέσα σ’ αυτή τη μιζέρια που τραυλίζει το ζαργκόν του γραφειοτεχνοκράτη; Πώς η φιλολογία μας πήρε διαζύγιο από τη λογοτεχνία;

Ο Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ σε ανάλογη περίσταση στη Γερμανία είχε προτείνει οι συγγραφείς να απαιτήσουν να απαγορευθεί εντελώς η διδασκαλία του έργου τους στα σχολεία. Σαν να μου φαίνεται ότι είχε δίκιο.

~.~

Οιστρηλατημένος από την ακένωτη φιλοδοξία του και αφού φλερτάρισε καιροσκοπικά προηγουμένως με τους Δημοκρατικούς και άλλα σχήματα, ο Ντόναλντ Τραμπ καβατζάριζε σχεδόν τα 70 όταν επιτέλους κατάλαβε ότι για να γίνει πρόεδρος, που ήταν εξ αρχής ο σκοπός του, ένας μόνο δρόμος υπήρχε. Να εκμεταλλευτεί το γεγονός ότι τους μισούς τουλάχιστον Αμερικανούς το πολιτικό σύστημα δεν τους εκπροσωπεί.

Και τότε συνέβη το εκπληκτικό. Αυτός ο υπερνάρκισσος μεγιστάνας, αυτός ο Νεοϋορκέζος πλεϋμπόυ, αυτός ο θεομπαίχτης κερδοσκόπος, αυτός ο σκανδαλοποιός τηλεαστέρας, για τα ωραία μάτια της εξουσίας τα έβαλε με τους ομοίους τους και έγινε η φωνή της… βαθιάς Αμερικής, της θρήσκας, συντηρητικής επαρχίας και των αγνοημένων εργατικών στρωμάτων στις «ζώνες της σκουριάς»! Που πίνουν σήμερα νερό στο όνομά του και είναι πρόθυμοι να τον ακολουθήσουν σε κάθε του βήμα. Ειρωνικό; Τις συνηθίζει αυτές τις ειρωνείες η ιστορία…

Έκανε όμως ένα πελώριο λάθος. Αν έμενε στα MAGA και στα Pro Life και τα ηχηρά παρόμοια, θα ήταν ένας ακόμη RINO, ένας Ρεπουμπλικάνος κατ’ όνομα αντιπαθής στους liberals μεν, αλλά καθ’ όλα συμβατός με το σύστημα. Από υπερβολική αυτοπεποίθηση, νομίζω, θέλησε ωστόσο να αντιμετρηθεί και με το βαθύ κράτος, έθιξε το Ιερό Δισκοπότηρο του μεταψυχροπολεμικού consensus, τη ρητορική του επεμβατισμού υπέρ της «Δημοκρατίας», και τη μεσσιανική λογική των διαρκών πολέμων.

Συσπείρωσε έτσι εναντίον του τα δύο ισχυρότερα παραθεσμικά συμπλέγματα ισχύος του πλανήτη: το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα του Άικ, και το «πληροφοριακό σύμπλεγμα», το κογκλομεράτο δηλαδή των ΜΜΕ-Υπηρεσιών Ασφαλείας-παντοίας φύσεως Ιδεολογικών Μηχανισμών που ελέγχουν την «ενημέρωση».

Τώρα βρίσκεται στη θέση που βρισκόταν κάποτε ο Ερντογάν. Ή θα εξοντώσει το βαθύ κράτος ή το βαθύ κράτος θα εξοντώσει εκείνον. Η έκβαση αυτή τη στιγμή είναι ακόμη ανοιχτή, το παιχνίδι παίζεται. Όμως το πρώτο είναι πολύ πολύ πιο δύσκολο απ’ το δεύτερο…

~.~

Εμπρός στον γρίφο του ποδοσφαίρου, οι προοδευτικοί και οι φιλελεύθεροι, οι θιασώτες του one world κι όλοι αυτοί που θεωρούν τον εαυτό τους «πολίτη του κόσμου» μένουν πάντα ενεοί. Τι έχει αυτό το παράδοξο σπορ, τι κρύβει μέσα του τόσο ισχυρό που κάνει τους προλετάριους και τους μεγιστάνες, τους κρατουμένους και τους δεσμοφύλακες, τους πάνω και τους κάτω να γιορτάζουν μαζί; Πώς γίνεται να τους χωρίζει απ’ τους πανόμοιούς τους στην άλλη πλευρά της μεθορίου; Δεν είμαστε όλοι γόνοι της ίδιας γης; Γιατί αναριγούμε, γιατί κλαίμε, γιατί ουρλιάζουμε από χαρά κι από πόνο εμπρός σε ένα κομμάτι χρωματιστό πανί –φανέλα ή σημαία– που μας θυμίζει ακριβώς το αντίθετο: ότι αυτό που ζυγίζει ψυχικά δεν είναι ότι ανήκουμε στην αφηρημένη, νοερή ανθρωπότητα, αλλά σ’ ένα κλάσμα της συγκεκριμένο, χειροπιαστό, έναν σύλλογο, μια πόλη, έναν λαό.

Κάποιοι άλλοι, κουτοπόνηρα, πασχίζουν να στρέψουν το πράγμα στον αισθητισμό: Ας κερδίσει ο καλύτερος, «a beleza do jogο», η ομορφιά του αθλήματος, διακηρύσσουν, μόνο τούτο βαραίνει! Λες και ο Βραζιλιάνος στη φαβέλα θα σχιζόταν λιγότερο στις κερκίδες αν η ομάδα του συναγωνιζόταν σε χάρη την Εθνική του Ρεχάγκελ… Ή ότι θα πάταγε ποτέ κανείς στα γήπεδα αν δεν μετρούσε γι’ αυτόν πάνω απ’ όλα η νίκη. Άλλοι αψίθυμοι καταστρώνουν θεωρητικές αναλύσεις, υποδεικνύουν τις κρυφές συνάφειες με τον ρατσισμό και τη βία, προειδοποιούν, κραδαίνουν τον δείχτη… Κι ας ξέρουν στο βάθος ότι ματαιοπονούν.

Το ποδόσφαιρο βέβαια για τους εχθρούς του αυτούς αδιαφορεί. Όπως όλα τα σοβαρά πράγματα, δεν είναι κάτι στενό, πώς να χωρέσει στα απλοϊκά τους κουτάκια; Δεν είναι άθλημα μόνο, ένα κοινό κλωτσοσκούφι, όπως λένε. Δεν είναι εμπόρευμα απλώς, κι ας πουλιέται. Δεν είναι τέχνη μονάχα, κι ας μας θαμπώνει συχνά. Δεν είναι στεγνή πολιτική προπαγάνδα, κι ας κρύβονται πίσω του μυριάδες στρατοί και συνθήματα. Είναι όλα αυτά, αλλά συνάμα κι εκείνο το πράγμα που όλα αυτά τα κοινά τα προσπερνά και τα υπερβαίνει δωρίζοντάς τους μια νέα, ανώτερη ενότητα. Που γίνεται ταύτιση και ταυτότητα, συναλληλία και δεσμός ψυχικός, συνεορτή και συμπένθος, γίνεται άμιλλα, μάχη και αγώνας, όνειρο συλλογικό και σκοπός που για 90΄ μάς κάνει να ανήκουμε κάπου.

Το ποδόσφαιρο είναι υπέροχο επειδή δεν υποστηρίζουμε πάντα τον καλύτερο, υποστηρίζουμε την ομάδα μας – όπως ακριβώς στη ζωή. Επειδή δεν νικάει πάντα ο πιο μεγάλος και ο πιο δυνατός και ο πιο ταλαντούχος, αλλά και ο πιο τολμηρός, και ο πιο τυχερός, και ο πιο πονηρός – όπως ακριβώς στη ζωή. Επειδή τα πάντα στο γήπεδο κρέμονται μέχρι το τέλος από μια κλωστή κι επειδή όλοι έχουμε το δικαίωμα να ελπίζουμε ότι η δική μας η κλωστή θ’ αντέξει – όπως ακριβώς το ελπίζουμε, μέχρι το τέλος, και γι’ αυτή τη ζωή.

Το ποδόσφαιρο είναι ο χαμένος παράδεισος που μας έταξαν. Το παιχνίδι που μας αναβαπτίζει στην παμπάλαια κοίτη τού «εμείς». Και που, έστω για λίγο, μας θυμίζει ότι δεν είμαστε μόνοι.

*

*

*

*