Εὐρωπαῖοι, μὲ τὴν ἐθνική μας παράδοση

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Μὲ ἀφορμὴ τὶς διεξαγόμενες σήμερα ἐκλογὲς γιὰ τὸ Εὐρωπαϊκὸ Κοινοβούλιο, ἀναδημοσιεύουμε  τὴν ὁμιλία ποὺ ἐκφώνησε ὁ ποιητὴς Γιώργης Μανουσάκης πάνω στὸ ζήτημα τῆς εὐρωπαϊκῆς ὁλοκλήρωσης  καὶ τῆς ἑλληνικῆς ἐθνικῆς ταυτότητας στὶς 10 Δεκεμβρίου 2000 στοὺς Λάκκους  Κυδωνίας Χανίων. Πρώτη δημοσίευση: περιοδικὸ Ἐλλωτία, τόμος  9, Χανιὰ  2000-2001, σ. 123-138.  —  ΝΠ

~.~.~

Ἐπιλογὴ – Ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση

Τὸ 1974, μὲ τὴν πτώση τῆς ἑφτάχρονης δικτατορίας καὶ τὴν ἀποκατάσταση τῶν δημοκρατικῶν θεσμῶν, μιὰ γενικὴ εὐφορία, μιὰ αἰσιοδοξία κατέλαβε ὅλους τοὺς Ἕλληνες. Παραχωρήθηκαν ἐλευθερίες ποὺ ποτὲ ἄλλοτε δὲν εἶχε γνωρίσει ὁ τόπος, ἡ πολιτικὴ ζωὴ ὁμαλοποιήθηκε, ἔγιναν τολμηρὲς μεταρρυθμίσεις, ὁ λαὸς ἄρχισε νὰ διαδραματίζει σημαντικὸ ρόλο.

Μὲ τὸ πέρασμα ὅμως τῶν χρόνων τὶς λαμπρὲς προσδοκίες ἄρχισε νὰ διαδέχεται μιὰ ἀπογοήτευση. Τὰ προβλήματα τῆς ἐξωτερικῆς μας πολιτικῆς (Κυπριακό, σχέσεις μὲ τὴν Τουρκία καὶ τὴ FYROM) παράμεναν ἄλυτα. Νέα θέματα, ὅπως ἡ ἀποκατάσταση τῶν παλιννοστούντων Ἑλλήνων ἀπὸ τὶς ἀνατολικὲς χῶρες καὶ τὸ κῦμα τῶν λαθρομεταναστῶν, προστέθηκαν. Ἡ διοικητικὴ μηχανὴ δὲν φαινότανε ν’ ἀποβάλλει τὴ χρόνια ἀκαμψία της, ἡ ἀνεργία αὐξανότανε παρὰ τὴ βελτίωση τῆς οἰκονομίας, ἡ τσιμεντοποίηση τῶν πόλεων μὲ τὴ γενίκευση τῶν ἄχαρων πολυκατοικιῶν συνεχιζότανε, οἱ πυρκαγιὲς τῶν δασῶν κάθε καλοκαίρι κι ἡ συνακόλουθη οἰκοπεδοποίησή τους ὅλο καὶ πλήθαιναν, οἱ τιμὲς τῶν ἀγροτικῶν προϊόντων βρίσκονταν μόνιμα καθηλωμένες σὲ ὅρια πείνας, τὰ φαινόμενα διαφθορᾶς ἀκολουθοῦσαν ἀνοδικὴ πορεία.

Τώρα, εἰκοσιεφτὰ χρόνια μετὰ τὴ μεταπολίτευση, προσπαθοῦμε ἀκόμη νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὸ γνώριμο τέλμα, σὲ καιροὺς ποὺ οἱ ἀπαιτήσεις ἀλλαγῆς, τόσο στὸ ρυθμὸ καὶ στὴν ποιότητα ζωῆς ὅσο καὶ στὶς διεθνεῖς μας σχέσεις, μεγάλωσαν κι οἱ κίνδυνοι ποὺ  μᾶς ἀπειλοῦν ὡς ἔθνος γίνονται ὅλο καὶ πιὸ εὐδιάκριτοι.

«Καὶ τί μ’ αὐτό;» θὰ μᾶς ποῦν οἱ ἀθεράπευτα αἰσιόδοξοι. «Ἡ Ἑλλάδα πέρασε στὴν ἱστορία της τόσες δύσκολες ὧρες, ἀπειλήθηκε τόσες φορὲς ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξή της, καὶ πάντα κατάφερνε νὰ ὑπερνικήσει τὶς δυσκολίες καὶ νὰ ἐπιζήσει. Αὐτὸ θὰ γίνει καὶ τώρα».

Καλὴ εἶναι ἡ αἰσιοδοξία, ὅταν ὅμως στηρίζεται σὲ στέρεες βάσεις. Τὸ νὰ ἐπαναλαμβάνεις χαζοχαρούμενα τὴν ἐπωδὸ «Ἡ Ἑλλάδα ποτὲ δὲν πεθαίνει», σὲ μιὰν ἐποχὴ ποὺ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ ἀποτελοῦσαν παλιότερα τὰ θεμέλια τῆς ἐθνικῆς μας ὕπαρξης τραντάζονται καὶ σαλεύουν, εἶναι τὸ λιγότερο μιὰ ἐξωπραγματικὴ μακαριότητα.

Μικρὸ κράτος ἡ Ἑλλάδα εἶχε πάντα ἀνάγκη τὴν ὑποστήριξη καὶ τὴ βοήθεια τῶν μεγάλων. Τὸ κακὸ εἶναι πὼς ὁ λαός της ἔβαζε πάντα στὶς σχέσεις του μὲ τ’ ἄλλα κράτη καὶ τὸ συναισθηματικὸ παράγοντα, ὅπως: «ἐμεῖς σᾶς ἐδώσαμε τὰ φῶτα τοῦ πολιτισμοῦ, ἐμεῖς σταθήκαμε στὸ πλευρό σας καὶ στοὺς δυὸ παγκόσμιους πολέμους…», μὲ ἀποτέλεσμα νὰ δοκιμάζει ἀπογοητεύσεις καὶ πικρίες ἀπὸ τὴ στάση τῶν ἄλλοτε συμμάχων του. Ὁ φωτισμένος καὶ ρεαλιστὴς Χαρίλαος Τρικούπης, σὲ μιὰν ἀγόρευσή του τὸ 1880 στὴ Βουλή, εἶχε ἐπισημάνει τὴν ἀνεδαφικότητα τοῦ συναισθήματος στὴ διπλωματία:

Ξένα κράτη δύνανται νὰ διάκεινται φιλικῶς πρὸς τὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ δὲν ἔχουσι μόνον φίλον τὴν Ἑλλάδα καὶ μόνον συμφέρον τὸ τῆς Ἑλλάδος, ἐνῶ ἡ Ἑλλὰς ἔχει καθήκοντα πρὸς μόνην τὴν Ἑλλάδα καὶ τὸν Ἑλληνισμόν.

Πλάι στὴ ρεαλιστικὴ ἀντιμετώπιση τῶν φιλικῶν δυνάμεων, ποὺ πάνω ἀπὸ τὴ φιλία τοποθετοῦν τὰ συμφέροντά τους, ὁ Τρικούπης στὴν ἴδια ὁμιλία του, κήρυττε καὶ τὴν ἀνεξαρτησία καὶ τὴν ἀξιοπρέπεια τῆς κρατικῆς ὑπόστασης τῆς χώρας μας:

Ὀφείλομεν νὰ ἀναγράψωμεν ὡς πρόγραμμα τῆς ἐξωτερικῆς ἡμῶν πολιτικῆς ὅτι εἰς οὐδένα ξένον ἐπιτρέπομεν, ὁσονδήποτε φιλικῶς διακείμενον πρὸς ἡμᾶς, νὰ διευθύνῃ τὰ τῆς πολιτικῆς ἡμῶν καὶ ὄχι μόνον τὰ τῆς ἐσωτερικῆς ἀλλά καὶ αὐτὰ τῆς ἐξωτερικῆς ἡμῶν πολιτικῆς.

Πόσες φορὲς ἄραγε τὸ νεοελληνικὸ κράτος κατάφερε νὰ ἀσκήσει, χωρὶς ἐξωτερικὲς ἐπεμβάσεις, μιὰ πραγματικὰ ἐθνικὴ ἐξωτερικὴ (καὶ ἐσωτερική) πολιτική; Ἀκόμη κι ὁ Ἐλευθέριος Βενιζέλος χρειάστηκε νὰ προσαρμόζει τὴν πορεία τῆς Ἑλλάδας στὶς ἐπιθυμίες τῶν συμμάχων της. Μόνο ποὺ ἐκεῖνος κατάφερνε νὰ ἀποσπᾶ ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ βοηθοῦσε τὸ μεγαλύτερο δυνατὸν ὄφελος γιὰ τὴ χώρα μας.

Στὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 20ου αἰώνα τὸ «Ἀνήκομεν εἰς τὴν Δύσιν» ἔγινε τὸ μόνιμο ἔμβλημα τῆς ἐξωτερικῆς μας πολιτικῆς, χωρὶς κανένα οὐσιαστικὸ ἀντάλλαγμα. Σύμφωνοι μ’ αὐτὸ τὸ ἔμβλημα μπήκαμε στὸ δρόμο γιὰ τὴν Κοινὴ Ἀγορὰ καὶ πανηγυρίσαμε σὰν ἐθνικὴ ἐπιτυχία τὴν ἔνταξή μας στὴν Εὐρωπαϊκὴ Κοινότητα, χωρὶς νὰ πάψομε ν’ ἀνήκομε καὶ στὴ σφαίρα ἐπιρροῆς τῆς Ἀμερικῆς. Προσθέσαμε ἔτσι ἕνα ἀκόμη πρόβλημα στὶς ἐξωτερικὲς σχέσεις μας: πῶς θὰ καταφέρνομε νὰ ἰσορροποῦμε ἀνάμεσα στὰ συμφέροντα, ποὺ δὲν συμπίπτουν πάντα, τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν καὶ τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης.

Μπήκαμε, λοιπόν, στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση τὸ ἴδιο ἀμέριμνοι, ὅπως θὰ μπαίναμε νὰ βεγγερίσομε στὸ σπίτι ἑνὸς φίλου μας. Χωρὶς νὰ σκεφτοῦμε βαθύτερα αὐτὸ ποὺ κάναμε, χωρὶς ν’ ἀναλογιστοῦμε τὶς συνέπειες. Βρεθήκαμε νὰ καθόμαστε στὸ ἴδιο τραπέζι μὲ τὰ κράτη τῆς Εὐρώπης τὰ «βουτηγμένα στὸ συμφέρον, ὅπως οἱ ποντικοὶ στὸ λάδι» κατὰ τὸ λόγο τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη. Ὄχι, δὲν ξεχνοῦμε τὰ χρήματα τῶν προγραμμάτων τῶν Κοινοτικῶν Πλαισίων καὶ τὶς ἐπιδοτήσεις ποὺ παίρνομε, ὅλα αὐτὰ ὅμως τὰ πληρώνομε ἀκριβὰ ἀπὸ καιρὸ σὲ πολιτικό, κι ἀρχίζομε νὰ τὰ πληρώνομε ἀκριβότερα καὶ σὲ οἰκονομικὸ ἐπίπεδο: Τὰ ἀγροτικά μας προϊόντα δὲν ἐξάγονται οὔτε κὰν στοὺς οἰκονομικοὺς συνεταίρους μας τῆς Εὐρώπης, ποὺ προτιμοῦν τὰ φθηνότερα τῶν τριτοκοσμικῶν χωρῶν, ἡ πενιχρὴ βιομηχανία μας καταβροχθίζεται ἀπὸ τοὺς εὐρωπαϊκοὺς κολοσσοὺς καὶ διάφοροι κοινωφελεῖς ὀργανισμοὶ εἶναι ἕτοιμοι νὰ περιέλθουν σὲ χέρια ἰδιωτῶν –κατὰ πᾶσα πιθανότητα ξένων. Ἤδη οἱ μεγάλες χῶρες, ὅπως ἡ Γερμανία καὶ ἡ Γαλλία, θεσμοθετοῦν γιὰ τοὺς ἑαυτούς των μεγαλύτερα δικαιώματα στὰ πλαίσια τῆς Εὐρωπαϊκῆς Κοινότητας, ὥστε αὐτὲς νὰ λαμβάνουν τὶς κοινές, ὑποτίθεται, ἀποφάσεις.

Ἴσως νὰ ἐπιβαλλόταν ἀπὸ τὴ σημερινὴ κατάσταση πραγμάτων νὰ προσχωρήσομε σὲ μιὰν ὑπερεθνικὴ Ἕνωση. Σὲ μιὰ τέτοια περίπτωση θά ’πρεπε νὰ κατοχυρώσομε μιὰν ἰσότητα δικαιωμάτων καὶ μιὰ δυνατότητα ὑπεράσπισης τῶν συμφερόντων καὶ διατήρησης τῶν ἰδιαιτεροτήτων μας.

Κάποτε, ἡ φιλοσοφία τῶν κυβερνώντων κι ἡ στάση ζωῆς τῶν κυβερνωμένων εἶχαν ἕνα ἰδεαλιστικὸ ὑπόβαθρο. Τώρα ὁ ἰδεαλισμὸς θεωρεῖται περίπου ἀναχρονισμός. Ἔλειψαν τὰ ὁράματα, ξεφτίσανε τὰ ὄνειρα κι ἐπικρατεῖ ἕνας τάχα ρεαλισμός, ποὺ στὴν πραγματικότητα εἶναι μιὰ ἡττοπάθεια. Ὁ μικρὸς κι ἀδύνατος, εἴτε ὡς κράτος εἴτε ὡς ἄτομο, ὀφείλει νὰ ὑποτάσσεται, νὰ ἐνδίδει στὶς ἐπιθυμίες τῶν δυνατῶν.

Οἱ δεσμοὶ κάθε εἴδους –οἰκογενειακοί, κοινωνικοί, ἐθνικοί, θρησκευτικοί–, ὅ,τι συσπείρωνε καὶ δυνάμωνε τοὺς ἀδύνατους, ἔχουν ἀτονήσει. Ἡ ἰδεολογία τοῦ καπιταλισμοῦ μᾶς ἔχει διαβρώσει τόσο, ὥστε ν’ ἀνακηρύττομε ὕψιστη ἀξία τὸ ἄτομο καὶ τὰ (ὑλικὰ) «δικαιώματά» του. Ἡ αὔξηση τοῦ «κατὰ κεφαλὴν εἰσοδήματος» ἔχει γίνει πιὰ τὸ ἰδανικὸ κάθε κυβέρνησης καὶ τὸ κίνητρο κάθε πράξης τῶν ἀτόμων. Ὁ πλοῦτος ταυτίστηκε ἀπόλυτα μὲ τὴν εὐτυχία καὶ τὴν πρόοδο.

Τὸ ν’ ἀγαπᾶς τὴν πατρίδα σου, δηλαδὴ τὸ χῶμα ποὺ πατεῖς καὶ τὴν ἱστορία του, ποὺ ἀποτελεῖ τὴ διάστασή σου στὸ χρόνο, θεωρεῖται ἐθνικισμός, σωβινισμός, ἀκόμη καὶ ρατσισμός. Τὸ νὰ πιστεύεις στὴ θρησκεία τῶν πατέρων σου θεωρεῖται φανατισμός, μισαλλοδοξία, φονταμεταλισμός. Ἔχομε πλάσει ἕνα πλῆθος λέξεις ποὺ τὶς φορτίζομε μὲ ἀρνητικὸ περιεχόμενο καὶ τὶς προσάπτομε σὲ ὅσους οἱ ἰδέες τους δὲν συμφωνοῦν μὲ τὶς δικές μας. Ὁ ρηχὸς κοσμοπολιτισμὸς εἶναι ὅ,τι ταιριάζει σ’ ἕνα σύγχρονο «προοδευτικὸ» ἄνθρωπο, κι οἱ περισσότεροι κάνομε ὅ,τι μποροῦμε γιὰ νὰ ἀποκτήσομε τὴν ἐτικέττα-παράσημο τοῦ «προοδευτικοῦ». Τὰ κείμενα αὐτῶν ποὺ γράφουν στὰ ἔντυπα μεγάλης κυκλοφορίας εἶναι στὴν πλειονότητά τους λοιδορίες καὶ αφορισμοὶ ἐναντίον ὅλων ὅσοι ἀρνοῦνται νὰ συμμορφωθοῦν πρὸς τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς. Κι ὁ λαὸς διαποτίζεται λίγο λίγο ἀπὸ τὴν ἰδεολογία τοῦ θεμιτοῦ καὶ ἀθέμιτου κέρδους καὶ τὴν ἀπάρνηση τῶν παλιῶν «ξεπερασμένων» άξιῶν.

Βαρεθήκαμε πιὰ τὸ ζήτημα τῆς Κύπρου, ἐλάχιστα μᾶς ἀπασχολεῖ ἂν θ’ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ ἢ ἂν ἕνας τρίτος «Ἀττίλας» θὰ τὴν καταπιεῖ ὁλόκληρη. Ἀντίθετα παρακολουθοῦμε μὲ ζωηρὸ ἐνδιαφέρον τὸ σκαμπανέβασμα τοῦ χρηματιστήριου.

Κάποτε οἱ πολεμικὲς νίκες κι οἱ θυσίες τοῦ λαοῦ μας ἀποτελοῦσαν τὸ ἀντικείμενο τῆς ἐθνικῆς μας περηφάνιας. Σήμερα ἡ νίκη μιᾶς ποδοσφαιρικῆς ὁμάδας βαραίνει περισσότερο ἀπὸ τ’ ὁλοκαύτωμα τοῦ Ἀρκαδιοῦ ἢ τὸ Μπιζάνι κι οἱ Ὀλυμπιακοὶ Ἀγῶνες τοῦ 2004 ἔχουν γίνει σκοπὸς ζωῆς κι ἐθνικὸς στόχος μιᾶς τετραετίας.

Οἱ παπποῦδες (ἴσως κι οἱ γονεῖς μας) ἦταν δυνατὸν νὰ φτάσουν ὣς τὸ ἔγλημα ὑπερασπίζοντας τὴν οἰκογενειακὴ τιμή τους. Τώρα τὰ ἐγκλήματα γίνονται γιὰ οἰκονομικοὺς λόγους ἢ λόγῳ σεξουαλικῶν διαστροφῶν.

Νά, λοιπόν, ποὺ ἀκόμη καὶ στὰ ἀρνητικὰ στοιχεῖα τῆς σημερινῆς ζωῆς μας πᾶμε νὰ γίνομε, ὅπως πιστεύομε, Εὐρωπαῖοι. Μήπως αὐτὸ δὲν ἦταν, ἀπ’ ὅταν ὀργανωθήκαμε σὲ κράτος, τὸ κύριο ἰδανικό μας; Τὸ πῶς συντελοῦνταν αὐτὸς ὁ ἐξευρωπαϊσμὸς τὸ σημείωνε μὲ δηκτικὴ γλώσσα ἀπὸ τὸ 1902 ὁ Περικλῆς Γιαννόπουλος:

[Ἡ ἀθηναϊκὴ κοινωνία εἶναι] κοινωνία ἡ ὁποία ἐπέταξε τὴν φουστανέλλα προχθὲς καὶ ἐφόρεσεν εὐρωπαϊκά. Κοινωνία ἡ ὁποία ἐπέταξε συγχρόνως κάθε ἰδέαν καὶ αἴσθημα ἑλληνικὸν καὶ ἥρπασε κάθε φραγκικόν […]. Κάτι χειρότερον. Ἐπῆρε καὶ ἐφόρεσεν ὅ,τι ἔτυχε καὶ εὑρέθη ἐνδεδυμένη ἀρλεκινικά, δηλαδή κωμικότατα. Εὑρέθη μὲ μανίαν μίσους κατὰ τῶν ἰδικῶν της πραγμάτων καὶ μίαν τραγικὴν ξιπασιὰν πρὸ τῶν ξένων. Εὑρέθη ἁρπάζουσα μὲ μονομανίαν ἀρχοντοχωριάτου κάθε λάμποντα ξένον τενεκέν. Περὶ τῆς διανοητικῆς καὶ αἰσθητικῆς της μορφώσεως περιττὸν νὰ ὁμιλήσωμεν.

Ὁ Καποδίστριας, τὰ λίγα χρόνια ποὺ κυβέρνησε μέσα στὸ χάος τῆς ἐπαναστατημένης ἀκόμη Ἑλλάδας, προσπάθησε νὰ στήσει πάνω στὰ ἐρείπια ἕνα κράτος ρωμέικο. Οἱ ἀντιδράσεις τῶν φρατριῶν καὶ τῶν ξένων δυνάμεων καὶ τελικὰ ἡ δολοφονία του δὲν τὸν ἀφήσανε νὰ ὁλοκληρώσει τὴν προσπάθειά του. Κι ἦρθαν οἱ Βαυαροὶ ἀντιβασιλεῖς τοῦ Ὄθωνα καὶ μὲ τοὺς χωροφύλακες καὶ τὶς λόγχες τῶν στρατιωτῶν τους θελήσανε νὰ ἐπιβάλουν στοὺς Ἑλληνες ἕνα κράτος ἀντίγραφο τῆς Βαυαρίας. Οἱ κοινότητες, ποὺ ἀποτελούσανε στὸ διάστημα τῆς Τουρκοκρατίας τὴν πολιτική, θρησκευτικὴ καὶ οἰκονομικὴ ὀργάνωση τοῦ ὑπόδουλου Ἑλληνισμοῦ, καταργήθηκαν καὶ δημιουργήθηκε μιὰ συγκεντρωτικὴ κρατικὴ ἐξουσία, ὅπου ἄνθρωποι ἀνίδεοι γιὰ τὴ φύση καὶ τὴν ἔκταση τῶν προβλημάτων τῆς ἐπαρχίας προσπαθοῦσαν νὰ δώσουν ἀπὸ τὰ γραφεῖα τῆς πρωτεύουσας λύσεις ἀναντίρρητες καὶ τελεσίδικες. Σὲ τοῦτο τὸ κράτος μὲ τοὺς ξενόφερτους θεσμοὺς δὲν μποροῦσε νὰ βολευτεῖ ἡ βυζαντινή μας κληρονομιά, ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ κανόνες ζωῆς, οἱ ἀντιλήψεις γιὰ τὸν κόσμο, τὰ ἔθιμα, ἡ ὀρθόδοξη πίστη ‒ ὅ,τι ἀποτελοῦσε τὴ ραχοκοκκαλιὰ τοῦ Ἑλληνισμοῦ γιὰ χίλια πεντακόσια χρόνια. Συνδεθήκαμε, λοιπόν, ἀπὸ τοὺς εὐρωπαίους ρομαντικοὺς κι ἀπὸ τοὺς ἕλληνες λόγιους τῆς ἐποχῆς, ἀπευθείας μὲ τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, σὰν νὰ μὴν εἶχε ὑπάρξει ποτὲ ὅλο τὸ ἐνδιάμεσο διάστημα.

«Ἀπὸ τὴν  ἀνακήρυξη τῆς ἀνεξαρτησίας της ὣς τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰώνα», γράφει ὁ Γιῶργος Θεοτοκᾶς:

ἡ Ἑλλάδα ἔζησε κυριευμένη ἀπὸ μιὰ ὁμαδικὴ ψύχωση, ποὺ ἡ ἴδια τὴν ὀνόμασε κατοπινὰ «προγονοπληξία» Ὅλάκερη ἡ ἐπίσημη πνευματικὴ ζωή της κι οἱ περισσότερες ἀπὸ τὶς ἀνεξάρτητες λογοτεχνικὲς καὶ καλλιτεχνικές της ἐκδηλώσεις προσδιοριζόντανε ἀπὸ τὴν ἰδέα πὼς οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες ἦταν ἄμεσοι καὶ καθαρόαιμοι ἀπόγονοι τῶν ἀρχαίων καὶ οἱ ταγμένοι συνεχιστὲς τῆς μεγάλης κλασσικῆς παράδοσης, πὼς δὲν εἶχαν ὑποχρέωση νὰ καταγίνονται μὲ τίποτα ἄλλο, πὼς σὰν Ἑλληνες εἶχαν τὸ δικαίωμα ν’ άξιώνουν τὴν εὐγνωμοσύνη καὶ τὸ σεβασμὸ τῶν ἄλλων λαῶν τῆς εὐρωπαϊκῆς ἠπείρου».

Καὶ φαντάστηκαν οἱ γραμματιζούμενοι», σημειώνει κι ὁ Ἴων Δραγούμης στὸ βιβλίο του Ὅσοι ζωντανοὶ (1911):

νὰ μεταμορφώνουν τοὺς Ρωμιοὺς σὲ ἀρχαίους Ἕλληνες μὲ μουτσοῦνες Περικλήδων, μὲ ξύλινα δόρατα καὶ τόξα, μὲ χάρτινες ἀσπίδες καὶ χλαμύδες, γιὰ νὰ παίρνουν πάντα ψίχουλα ἀπὸ τὴν Εὐρώπη. Μὰ ἦρθε καιρὸς ποὺ οἱ Εὐρωπαῖοι τοὺς κατάλαβαν καὶ τοὺς καταφρόνεσαν τοὺς μασκαράδες Γκραβαρίτες.

Μὲ τὴν ὑποχώρηση τοῦ ρομαντισμοῦ καὶ τοῦ νεοκλασσικισμοῦ στὴν Εὐρώπη, σταματήσανε κι οἱ Ἕλληνες πολιτικοὶ κι οἱ λόγιοι νὰ στηρίζουνε τὴν ὕπαρξη τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ στὴ δόξα τῶν ἀρχαίων προγόνων. Σ’ ἀντιστάθμισμα ἐντάθηκε ἡ προσπάθεια νὰ γίνομε «ἐφάμιλλοι τῶν Εὐρωπαίων», ἀντιγράφοντας ὅ,τι ἐπιφανειακὸ καὶ πρόσκαιρο δημιούργησε ὁ δυτικὸς πολιτισμός. Διανύσαμε τὸν 20ο αἰώνα ἀλλάζοντας κάθε τόσο τὴν ἐξωτερική μας ἀμφίεση σύμφωνα μὲ τὴν ἑκάστοτε εὐρωπαϊκὴ μόδα, παραμένοντας ὅμως στὸ βάθος Ρωμιοί, μὲ ὅ,τι θετικὸ κι ἀρνητικὸ φέρνει μαζί της τούτη ἡ ἰδιότητα.

Σήμερα ὅμως ἔχουνε σωθεῖ πιὰ τὰ ψέματα. Μπήκαμε θεληματικὰ στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση καὶ τὰ πράγματα ἀρχίζουν νὰ σφίγγουν ὅλο καὶ πιὸ πολύ. Ὣς πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια ἀντιμετωπίζαμε τὸ δίλημμα, ὅπως τό ’θεσε ὁ Γιῶργος Σεφέρης ἤδη ἀπὸ τὸ 1949:

Εἴτε θ’ ἀντικρύσουμε τὸ δυτικὸ πολιτισμὸ […] μελετώντας μὲ λογισμὸ καὶ μὲ νηφάλιο θάρρος τὶς ζωντανὲς πηγές του […] εἴτε θὰ τοῦ γυρίσουμε τὶς πλάτες καὶ θὰ τὸν ἀγνοήσουμε, ἀφήνοντάς τον νὰ μᾶς ὑπερφαλαγγίσει, μὲ κάποιο τρόπο ἀπὸ τὰ κάτω, μὲ τὴ βιομηχανοποιημένη, τὴν ἀγοραία, τὴ χειρότερη μορφὴ τῆς ἐπίδρασής του.

Τώρα, ἔχομε κάμει τὴν ἐπιλογή μας. Μπήκαμε στὰ βαθιὰ νερά, ὅπου, γιὰ νὰ μὴν πᾶμε στὸν πάτο, θὰ πρέπει νὰ συναγωνιστοῦμε τοὺς Εὐρωπαίους ἑταίρους μας, παίζοντας τὸ παιγνίδι τους μὲ τοὺς ὅρους ποὺ ἐκεῖνοι ἐπιβάλλουν. Κάνοντας ὅμως αὐτὸ χωρὶς περίσκεψη, διατρέχομε τὸν ὕψιστο κίνδυνο: νὰ ἀφομοιωθοῦμε, νὰ χάσομε τὸ πρόσωπό μας.

Ὄχι, ἀντιτείνουν οἱ ὀπαδοὶ τοῦ ἐξευρωπαϊσμοῦ μας. Ἡ γεωγραφικὴ θέση τῆς Ἑλλάδας, ἀνάμεσα ἀνατολῆς καὶ δύσης, ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα, τὴν ἔκαμε νὰ δέχεται ποικίλες ἐπιδράσεις. Ἔμεινε πάντα ἀνοιχτὴ σ’ ὅλα τὰ πολιτισμικὰ ρεύματα, τὰ δεχόταν, κρατοῦσε ὅ,τι τῆς χρειαζόταν καὶ τό ’κανε δικό της, χωρὶς αὐτὸ νὰ ἀλλοιώνει τὸ χαρακτήρα της.

Ὑπάρχουν καὶ οἱ ἀκραῖοι «προοδευτικοὶ» ποὺ προχωροῦνε πιὸ πέρα: «Καὶ τί σημαίνει τάχα νά ’σαι Ἕλληνας, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὅτι ἡ μητρική σου γλώσσα εἶναι ἡ ἑλληνικὴ (πράγμα ποὺ σήμερα εἶναι μᾶλλον μειονέκτημα);». «Ὁ ἐθνικισμὸς μυθοποιεῖ, ἄρα τυφλώνει, καὶ χωρίζει, ἄρα ἀποξενώνει. Ἔχομε μπεῖ πιὰ στὴν ἐποχὴ τῆς παγκοσμιοποίησης».

«Ἑλληνικὸς πολιτισμὸς δὲν θὰ πεῖ κάτι ἀπομονωμένο, ξένο καὶ ἀβοήθητο ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινη προσπάθεια ποὺ γίνεται γύρω μας», συμφωνεῖ μὲ τοὺς εὐρωπαϊστὲς ὁ Σεφέρης.

Θὰ πεῖ πρῶτα ἀπ’ ὅλα νὰ κρατήσουμε μὲ κάθε τρόπο, νὰ κρατήσουμε ζωντανὲς καὶ ἀνοιχτὲς τὶς ψυχές μας. Κι ἂν ἔχουμε ἀρκετὴ ζωντάνια […] νὰ φροντίσουμε ν’ ἀναπτύξουμε ὅ,τι πολύτιμο διαφυλάχτηκε ἀπὸ τὶς περασμένες γενεές.

Ὄχι ἀπομόνωση, ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ διαφύλαξη τῆς παράδοσής μας. Τὴν ἴδια ἄποψη ἐκφράζει κι ὁ ἄλλος νομπελίστας ποιητής μας, ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης:

Εἶναι ὁ μόνος τρόπος νὰ ξαναγίνουμε οἱ Ἕλληνες Εὐρωπαῖοι. Μὲ τὸ νὰ συνεισφέρουμε καὶ ὄχι νὰ δανειζόμαστε […]. Μὲ σεβασμὸ πρὸς τὶς κατακτήσεις τῶν ἄλλων ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν συνείδηση τοῦ πλούτου, ποὺ ἕνας κρυφὸς ἀγωγὸς αἰώνων ἐκχύνει ἀδιάκοπα μέσα μας.

Ὅ,τι δημιουργήσαμε ὡς ἔθνος καὶ ὡς λαὸς στοὺς αἰῶνες τῆς ὕπαρξής μας σ’ ὅλους τοὺς τομεῖς – θρησκεία, πολιτική, ἱστορία, ἤθη κι ἔθιμα, φιλοσοφία, λογοτεχνία, εἰκαστικὲς τέχνες – ἀποτελοῦν τὴν παράδοσή μας. Εἶναι ἡ πνευματικὴ περιουσία μας, ὅ,τι πιὸ πολύτιμο, πιὸ δικό μας διαθέτομε, τὰ στοιχεῖα ποὺ συνθέτουν τὴν ταυτότητά μας.

«Αὐτὴ εἶναι ἡ δουλειά μας σήμερα», τονίζει ὁ Ζήσιμος Λορεντζάτος:

Νὰ ἀνοίξουμε τὰ μάτια μας καὶ νὰ βροῦμε τὴν πνευματικὴ παράδοση (ἂν ἔχουμε δική μας), ὥστε καὶ οἱ τέχνες καὶ τὰ ἄλλα ὅλα νὰ ἀποχτήσουνε ἕναν ἄξονα ἀναγωγῆς, χωρὶς τὸν ὁποῖο τίποτα δὲ γίνεται ἢ σκορπίζουμε μόνο ὅσα πέσανε στὰ χέρια μας. […] Ἡ παράδοση θὰ πρέπει, τὸ δίχως ἄλλο, νὰ εἶναι κάτι βαθύτερο πολὺ ἀπὸ τὰ ἐξωτερικὰ ἢ γεωγραφικὰ περιστατικά. […] Ὅταν βεβαιωθοῦμε ἢ συλλάβουμε τὸ βάθος αὐτό  ‒ τὴν παράδοσή μας ‒ τότε μόνο θὰ μπορέσουμε νὰ καταλάβουμε καὶ ἐκεῖνα ποὺ μᾶς ἑνώνουνε ἀληθινὰ μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους.

Ἡ πνευματική μας παράδοση ὄχι μόνο θὰ μᾶς δώσει τὴν αὐτογνωσία, νὰ καταλάβομε ποιοί εἴμαστε, τί πρέπει νὰ κρατήσομε ἀπὸ τὸ παρελθόν μας, πῶς νὰ προχωρήσομε στὸ μέλλον, ἀλλὰ θὰ μᾶς βοηθήσει νὰ κατανοήσομε καὶ τὶς διαφορὲς καὶ τὶς ὁμοιότητές μας μὲ τοὺς ἄλλους λαούς. Καὶ μόνο τότε θὰ μπορέσομε νὰ ζήσομε πλάι τους, νὰ συνεργαστοῦμε μαζί τους γιὰ τὴν κοινὴ πρόοδο. Ἂν γίνομε ἕνας οὐδέτερος πολτός, μιὰ ἄχρωμη μάζα, χαμαιλέοντες δίχως δικό τους χαρακτήρα, θὰ καταντήσομε ὕποπτοι κι ἀντιπαθεῖς, ἄξιοι περιφρόνησης, γιὰ τοὺς ἄλλους εὐρωπαϊκοὺς λαοὺς ποὺ διατηροῦνε τὴ δική τους ταυτότητα.

Ὁ Γιῶργος Σεφέρης, ἀντλώντας ἀπὸ τὶς προσωπικές του ἐμπειρίες, λέει πὼς ὅ,τι τόνε βοήθησε περισσότερο στὴ ζωή του ἦταν:

ἡ πίστη καὶ ἡ προσήλωση σ’ ἕναν κόσμο ζωντανῶν καὶ περασμένων ἀνθρώπων· στὰ ἔργα τους, στὶς φωνές τους, στὸ ρυθμό τους, στὴ δροσιά τους. Αὐτὸς ὁ κόσμος, ὅλος μαζί, μοῦ ἔδωσε τὸ συναίσθημα πὼς δὲν εἶμαι μιὰ ἀδέσποτη μονάδα, ἕνα ἄχερο στ’ ἁλώνι. Μοῦ ἔδωσε τὴ δύναμη νὰ κρατηθῶ ἀνάμεσα στοὺς χαλασμοὺς ποὺ ἦταν τῆς μοίρας μου νὰ δῶ. Κι ἀκόμη, μ’ ἔκαμε νὰ νιώσω, ὅταν ξαναεῖδα τὸ χῶμα ποὺ μὲ γέννησε, πὼς ὁ ἄνθρωπος ἔχει ρίζες, κι ὅταν τὶς κόψουν πονεῖ, βιολογικά, ὅπως ὅταν τὸν ἀκρωτηριάσουν.

Κι ὁ Παντελῆς Πρεβελάκης στὴ μυθιστορία του Ὁ Κρητικὸς μιλεῖ γιὰ τὴν «ἀπάνω Κρήτη», ποὺ εἶναι ὁ κόσμος τῶν ἰδανικῶν τοῦ μαχητῆ τῶν ἀπελευθερωτικῶν ἀγώνων τοῦ νησιοῦ μας:

 μιὰ  ἄλλη [Κρήτη], χωρὶς χῶμα, χωρὶς πέτρες, ἕνας τόπος ἄυλος σὰν οὐρανός. […] Νὰ τὴν ἀγγίξεις τούτη τὴν πατρίδα δὲν μπορεῖς, μήδε νὰ τὴ δεῖς στὰ μάτια σου. Μ’ ἂν ἴσως μπεῖς στὴν ἐκκλησιά, ἢ στὸ σκολειὸ ἢ στὸ πανηγύρι τοῦ χωριοῦ, ἂν πικραθεῖ ἡ ψυχή σου μπρὸς στὸ θάνατο, ἂν χτυπήσει ἡ καρδιά σου ἀπ’ ἀγάπη, αὐτὴ ἡ πατρίδα, ἡ ἱερή, ἡ ἀμαγάριστη ἀπὸ  τύραννο, ξεσπάζει μέσα σου, κάνει τὰ φυλλοκάρδια σου ν’ ἀναφτεριάζουν. […] Ἐκεῖ σμαριάζουν οἱ προγόνοι, οἱ μνῆμες τους, ἡ κάθε μιὰ μὲ τ’ ὄνομά της, ἢ καὶ δίχως ὄνομα. Τ’ ἀνδραγαθήματά τους στεριᾶς ‒ πελάγου, οἱ πόνοι τους, οἱ θυσίες τους, τὰ ὁλοκαυτώματα. Ἐκεῖ δουλεύουνται τὰ παραμύθια τῆς φυλῆς σου. […]. Ὁ ἄνθρωπος […] πρέπει νὰ γνωρίσει τὸ νόμο τῆς φυλῆς του, νὰ σηκωθεῖ ἀπὸ κεῖ στὸ νόμο τοῦ ἀνθρώπου. […] Ἀλλιῶς, […] θὰ παρακυλάει ξυλάρμενος, θὰ τόνε χτυποῦν ὅλοι οἱ ἀνέμοι. Ἂν δὲν ἔχει ρότα τὸ καράβι του, πῶς θὰ πολεμήσει τὸν καιρό;

Ὁ Πρεβελάκης μᾶς ἔδωσε σὲ τοῦτο τὸ ἀπόσπασμα μ’ ἕνα θαυμαστὸ μεταφορικὸ τρόπο τὴν ἔννοια, τὸ περιεχόμενο καὶ τὴ σημασία τῆς παράδοσης γιὰ τὸν Κρητικὸ ἀγωνιστή. Ἐκεῖ στηρίχθηκε, συνειδητὰ ἢ ἀσύνειδα, γιὰ ν’ ἀξιωθεῖ, μὲ κόπους καὶ θυσίες τὴ λευτεριά του.

Μέσα στὸ ἔργο τοῦ κρητικοῦ συγγραφέα οἱ νεκροὶ διδάσκουν τοὺς ζωντανούς. Τὸ ἴδιο πιστεύει κι ὁ Ζήσιμος Λορεντζάτος:

Δὲν ὑπάρχει διαχωριστικὴ γραμμὴ ἀνάμεσα σὲ πεθαμένους καὶ ζωντανούς: καὶ αὐτὸ εἶναι παράδοση. Ἔχομε πεθαμένους ποὺ κατευθύνουν τὴ ζωή μας, τὴ ζωὴ τοῦ σήμερα ἢ κάθε νιόκοπης γενιᾶς, ὅπως ἔχομε ζωντανοὺς ποὺ ὅσο περισσότερο φωνάζουν, τόσο περισσότερο βλέπομε πὼς εἶναι πρωθύστερα πεθαμένοι. […] Γιατὶ ἡ παράδοση εἶναι ἡ ζωή, καὶ μάλιστα ἡ ἀνώτερη φάση τῆς ζωῆς ποὺ δὲν ξεχωρίζει πεθαμένους ἀπὸ ζωντανούς: καὶ αὐτὸ εἶναι παράδοση. […] Ὅσοι ἀποτελοῦν τὴν παράδοση μπορεῖ νὰ πεῖ κανεὶς πὼς ἔχουν ὅλοι τὴν ἴδια πάντα χρονολογία, τὴ σημερινή. Ἡ παράδοση δὲν εἶναι τὰ περασμένα ἢ τὰ μελλούμενα, ἂν καὶ εἶναι περισσότερο τὰ μελλούμενα παρὰ τὰ περασμένα, ἀφοῦ ἡ παράδοση ζεῖ στὸ αἰώνιο τώρα: καὶ αὐτὸ εἶναι παράδοση. Μιὰ δύναμη ποὺ συμβαδίζει μὲ τὴ ζωὴ καὶ ποὺ ἡ ζωή (στὴν ἀνώτερη φάση της) συμβαδίζει μαζί της: Ζωὴ καὶ παράδοση ταυτόσημες.

Ζωὴ καὶ παράδοση, ταυτόσημες. Καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ζῶντες σήμερα ποὺ φωνάζουν μ’ ὅλη τὴ δύναμή τους ἀπὸ τὶς ὀθόνες τῶν τηλεοράσεων κι ἀπὸ τὶς στῆλες τῶν ἐφημερίδων πὼς ἡ παράδοση εἶναι ξεπερασμένη ἢ περιττὸ βάρος εἶναι οἱ ἴδιοι νεκροί.

Ποιά εἶναι ἡ στάση μας σήμερα ἀπέναντι σὲ τούτη τὴ ζωοποιὸ κληρονομιά, τὸ μόνο στοιχεῖο ποὺ θὰ μποροῦσε ν’ ἀποτελέσει τὸ φράγμα στὴν πλημμυρίδα ποὺ ἀπειλεῖ νὰ κατακλύσει τὴ ζωή μας καὶ νὰ μᾶς ἀλλοτριώσει; Ἡ στάση μας κυμαίνεται ἀπὸ τὴ χλιαρὴ ὑποστήριξη ὣς τὴν ἀδιαφορία. Ὄχι μόνο οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι ἀλλὰ κι ἡ πολιτικὴ καὶ πνευματικὴ ἡγεσία τοῦ τόπου ἀφήνομε τὰ πράγματα μοιρολατρικὰ νὰ τραβοῦνε τὸ δρόμο τους. Ἂν ὁ ἑλληνικὸς λαὸς στὸ παρελθὸν δὲν ἀφομοιώθηκε ἀπὸ τοὺς κατακτητές του, αὐτὸ ὀφείλεται στὴ συνείδηση τῆς ἑνότητάς του, τῆς διαφορᾶς του ἀπὸ τοὺς ἄλλους λαοὺς καὶ τῆς συνέχειας τοῦ πολιτισμοῦ του. Τὸ ὅτι ὁ Ἑλληνισμὸς «διατήρησε τὴ γλώσσα του καὶ τὴν ἐθνική του συνείδηση», λέει σὲ μιὰ συνέντευξή του ὁ ἱστορικὸς Νίκος Σβορῶνος:

γιὰ μένα τοῦτο εἶναι ἀντιστασιακὸ φαινόμενο. […] Δὲν θεωρῶ ἀντίσταση ἁπλῶς καὶ μόνο νὰ πάρεις τὰ ὅπλα, ν’ ἀνεβεῖς στὰ βουνά. Αὐτὸ εἶναι πράγμα σχετικὰ εὔκολο. Τὸ πρόβλημα εἶναι νὰ μείνεις αὐτὸς  ποὺ εἶσαι. […] Ὅταν καταχτήθηκε ὁ ἑλληνικὸς λαὸς, εἴτε ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους ἀρχικὰ εἴτε ἀργότερα ἀπὸ τοὺς Τούρκους, εἶχε ἐθνικὴ ἑνότητα καὶ συνείδηση τῆς ἑνότητας αὐτῆς, […] ἡ ὁποία τοῦ ἐπέτρεψε νὰ ἀντισταθεῖ στὴν ἀπορρόφηση ἀπὸ ἄλλους λαούς.

Τί κάνουμε ἐμεῖς σήμερα γιὰ νὰ διατηρήσομε σὲ ἐγρήγορση τὴν ἐθνική μας συνείδηση, ποὺ δὲν εἶναι καθόλου σωβινισμὸς κι ἐθνικισμὸς ἀλλὰ αὐτογνωσία καὶ ὑπεράσπιση τῆς ταυτότητἀς μας; Ἡ διδασκαλία τῆς ἱστορίας μας στὰ σχολεῖα πάει νὰ γίνει μιὰ ἄχρωμη θεώρηση ἀφ’ ὑψηλοῦ τῶν ἱστορικῶν γεγονότων. Λείπει ὁ πόνος τῆς ψυχῆς γιὰ τὶς συμφορές μας κι ἡ περηφάνια γιὰ τὰ κατορθώματα. Ὁ σημερινὸς Ἕλληνας διδάσκεται νὰ μὴ συμμετέχει ψυχικὰ στὴν ἱστορία τοῦ τόπου του.

Πῶς βλέπομε στὴν ἐποχή μας τοὺς ἀγωνιστὲς λ.χ. τοῦ ’21; Πῶς βλέπομε τοὺς ὁπλαρχηγοὺς τῶν κρητικῶν ἐπαναστάσεων; Τί νιώθομε γι’ αὐτοὺς; «Πατρίς, νὰ μακαρίζεις ὅλους τοὺς Ἕλληνες», ἔγραφε γιὰ τοὺς συμπολεμιστές του ὁ Μακρυγιάννης:

ὅτι θυσιάστηκαν γιὰ σένα νὰ σ’ ἀναστήσουνε, νὰ ξαναειπωθεῖς ἄλλην μιὰν φορὰν ἐλεύθερη πατρίδα, ὁποὺ ἤσουνα χαμένη καὶ σβησμένη ἀπὸ τὸν κατάλογο τῶν ἐθνῶν. Ὅλους αὐτοὺς νὰ τοὺς μακαρίζεις.

 Ἐμεῖς; Ἂν κρίνομε ἀπὸ τ’ ἀλλεπάλληλα κρούσματα τοῦ μουτζουρώματος τῶν ἀγαλμάτων μὲ κόκκινη ἢ μὲ μαύρη μπογιά, τόσο στὴν Ἀθήνα ὅσο καὶ στὴν ἐπαρχία, θὰ πρέπει νὰ ἀπογοητευτοῦμε γιὰ τὴ στάση μας ἀπέναντι στοὺς ἥρωες, ποὺ ἤτανε σάρκα ἀπὸ τὴ σάρκα μας.

Καὶ τί θὰ πράξουν ὅλοι τοῦτοι οἱ βάνδαλοι, οἱ διεθνιστές, οἱ ἀντρρησίες, οἱ ἀναρχικοί, ἂν κάποτε τὰ πράγματα φτάσουνε σὲ τέτοιο σημεῖο ποὺ νὰ χρειαστεῖ νὰ πάρουν τὰ ὅπλα γιὰ νὰ ὑπερασπιστοῦν τὸ ἴδιο τὸ σπίτι τους; «Φωνάζετε “ Ζήτω ὁ πόλεμος”, ἔλεγε στοὺς στρατιῶτες του ὁ Νικόλαος Πλαστήρας τὸ 1923, τὴν ἐπαύριο τῆς μικρασιατικῆς καταστροφῆς:

καὶ ὅμως μέσα σας κανένας δὲ θέλει νὰ πολεμήσει. Μὰ μήπως ἐγὼ τὸ θέλω; Στρατιῶτες εἶσθε σεῖς, στρατιώτης κι ἐγώ· πὼς φορῶ ἐπωμίδες; […]Τὸ ἴδιο εἴμαστε μπροστὰ στὸ κανόνι. […] Ἀπὸ τοὺς εὐζώνους μου τί ἔμειναν; Τριανταπέντε· τοὺς ἄλλους τοὺς σκόρπισε ὁ θάνατος. […] Γιατί λοιπὸν νὰ θέλω πόλεμο; Καὶ ὅμως, θὰ πολεμήσω σὰν ἔλθει ἡ ὥρα, καὶ θὰ πολεμήσετε καὶ σεῖς, γιατὶ τὸ θέλει ἡ Πατρίδα.

Λόγια ἑνὸς τίμιου στρατιώτη, ποὺ δὲν ἔπαυε νά ’ναι κι ἕνας γνήσιος, ἀδιάφθορος ἄνθρωπος.

Τὸν τελευταῖο καιρὸ ἡ ὀρθόδοξη πίστη μας ἔχει γίνει αἰτία διχασμοῦ τῶν Ἑλλήνων. Κι εἶναι πολλοί, ἰδιαίτερα ἀπὸ τὸ χῶρο τῆς δημοσιογραφίας καὶ τῆς ἀνώτατης ἐκπαίδευσης, ποὺ ξεσηκώθηκαν λαῦροι καὶ μιλοῦνε καὶ γράφουν κατὰ τῆς Έκκλησίας καὶ πασκίζουν νὰ μειώσουν τὸν ἱστορικὸ ρόλο της καὶ τὴ σημασία τῆς Ὀρθοδοξίας γιὰ τὸν Ἑλληνισμό. Ὁ Γιῶργος Θεοτοκᾶς, ποὺ οὔτε θρησκόληπτος μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ οὔτε σκοταδιστής, ἔγραφε τὸ 1960:

Ἡ Ὀρθοδοξία, ὅπως παρουσιάζεται στὰ μάτια τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, εἶναι θρησκεία ἐθνική, συνυφασμένη ἀξεδιάλυτα μὲ τὰ ἤθη τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ καὶ τὸν ὁμαδικό του χαρακτήρα, μὲ τὸ κλίμα καὶ τὸ ἄρωμα τοῦ τόπου, μὲ τὰ τοπία του, μὲ τὴν οἰκογενειακή του ζωὴ καὶ μὲ τὰ γυρίσματα τῶν ἐποχῶν τῆς χρονιᾶς. Ἡ ὀργάνωσή της εἶναι δημοκρατική, ἡ γλώσσα της θερμή, ἡ ἠθική της ἀνθρώπινη, ταιριασμένη μὲ τὴν ἑλληνικὴ νοοτροπία, τὰ σύμβολά της οἰκεῖα κι ἀναντικατάστατα στὴ λαϊκὴ συνείδηση. Οἱ μεγάλες ἑορτές της […] εἶναι κάθε χρόνο οἱ μεγάλες μέρες τῆς Ἑλλάδας, οἱ μέρες ὅπου τὸ ἐθνικὸ σύνολο αἰσθάνεται περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλην ὥρα τὴν ἑνότητά του, τὴν ἀλληλεγγύη του, τὴν ἀμοιβαία ἀγάπη τῶν μελῶν του.

Κι ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης ἔρχεται νὰ συμπληρώσει τέσσερα χρόνια ἀργότερα:

Κάθε φορὰ ποὺ μπαίνω σὲ μιὰν ἀπὸ τὶς μισογκρεμισμένες καὶ μισοζωγραφισμένες ἐκεῖνες μικρὲς ἐκκλησίες […] καὶ μὲ χτυπήσει ἡ μυρωδιὰ τῆς ὑγρασίας τῶν τοίχων, μοῦ φαίνεται ὅτι ἔρχομαι σὲ ἄμεση, σὲ δερματικὴ σχεδὸν ἐπαφὴ μὲ τὸ σόι μου, λὲς κι ἔχω ἀποδείξεις ὅτι αὐτὸ κρατάει ὁλόισια ἀπὸ τὸ Βυζάντιο. Κι ἕνας κόσμος ὁλόκληρος τότε, μὲ τὰ μὼβ καὶ τὰ χρυσὰ τοῦ διακόσμου του, μοῦ προσφέρεται σὲ κοινωνία μυστική.

Κι ὁ ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης, ἄνθρωπος μὲ βαθειὰ πνευματικὴ καλλιέργεια, ἀποφαίνεται σ’ ἕνα κείμενό του τὸ 1988:

Δὲν ξέρουν τὶ ἀντιπροσωπεύει ἡ θρησκεία. Ὅτι ἐξευγενίζει τὸν κόσμο. […] Ὅταν περνάει ὁ Ἐπιτάφιος καὶ οἱ γυναῖκες κάνουν τὸ σταυρό τους, εἶναι ἕνα στοιχεῖο πολιτισμοῦ.

Ἡ δυτικὴ Εὐρώπη δὲν μπόρεσε ποτὲ νὰ καταλάβει τὸν Ὀρθόδοξο Χριστιανισμό. Ὁ Χριστιανισμὸς ὁ δικός της ἐπῆρε πολλὰ ἀπὸ τὸν Ἀριστοτέλη κι ὀργανώθηκε σ’ ἕνα σύστημα σχολαστικὸ καὶ δύσκαμπτο, ὥστε νὰ γίνει ἕνα τέλεια ρυθμισμένο μηχάνημα στὴν ὑπηρεσία τῆς παπικῆς ἐξουσίας πού, ὁπλισμένη μὲ τὸ ἀλάθητο, ἐξελίχθηκε σ’ ἐξουσία κοσμική. Κι ἡ Μεταρρύθμιση, σὰν ἀντίδραση κατὰ τοῦ παπισμοῦ, διάλυσε κάθε μυστήριο κι ἔβαλε στή θέση τῆς κατ’ ἀποκάλυψιν ἀλήθειας τὴν ἀνθρώπινη λογική.

Ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὴ θεολογία τῆς Δύσης πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ αὐτοανακηρύσσονται «προοδευτικοὶ» στραβομουτσουνιάζουν ὅταν ἀκοῦνε γιὰ Ὀρθοδοξία. Τὸ ἰδανικὸ γι’ αὐτοὺς θά ’ταν ἡ ἀπάρνηση τῆς πίστης τῶν πατέρων μας κι ἡ ἀντικατάστασή της μὲ τὸν προτεσταντικὸ ὀρθολογισμὸ ἢ ‒ ἀκόμη καλύτερα κατ’ αὐτοὺς ‒ νὰ μεταμορφωθοῦμε σ’ ἕνα λαὸ ἄθρησκο, ὅπως ἔχουνε γίνει λ.χ. οἱ Σκανδαναβοὶ καί πᾶνε νὰ γίνουν οἱ Γερμανοὶ κι οἱ Γάλλοι.

Ἐκείνη ὅμως ποὺ δοκιμάζει στὸ σῶμα της ὄχι μόνο τὴν ἀδιαφορία μας γι’ αὐτὴν ἀλλὰ καὶ τὰ συμπλέγματα κατωτερότητας ποὺ μᾶς κατέχουν, τὴν ἡμιμάθειά μας καὶ τὴ διάθεσή μας γιὰ πειραματισμοὺς στὸ στὺλ τοῦ μαθητευόμενου μάγου εἶναι ἡ γλώσσα μας. Εἴμαστε μιὰ ἀπὸ τὶς σπάνιες περιπτώσεις στὸν κόσμο ὅπου μιὰ γλώσσα, ἡ ἑλληνική, μιλιέται στὸν ἴδιο γεωγραφικὸ χῶρο, χωρὶς διακοπή, ἐπὶ τρεῖς χιλιάδες τετρακόσια χρόνια ‒ ἀπὸ τὴ μυκηναϊκὴ περίοδο μὲ τὴ γραμμικὴ Β γραφή, ὣς σήμερα. Καὶ βέβαια σ’ αὐτὸ τὸ μακρότατο χρονικὸ διάστημα, ὅπως κάθε ζωντανὸς ὀργανισμός, ἡ γλώσσα μας μοιραῖα ἐξελίχθηκε, διατήρησε ὅμως ἀπαράλλαχτες τὶς λέξεις ποὺ ἐκφράζουνε τὶς θεμελιακὲς ἔννοιες τῆς ζωῆς: οὐρανός, γῆ, θάλασσα, φῶς, ἥλιος, Θεός, ζωή, ἔρωτας, θάνατος.

«Ὁ Θεὸς μᾶς χάρισε» ἔγραφε τὸ 1964 ὁ Γιῶργος Σεφέρης:

μιὰ γλώσσα ζωντανή, εὔρωστη, πεισματάρα καὶ χαριτωμένη, ποὺ ἀντέχει ἀκόμη, μολονότι ἔχουμε ἐξαπολύσει ὅλα τὰ θεριὰ νὰ τὴ φᾶνε· ἔφαγαν ὅσο μπόρεσαν, ἀλλὰ ἀπομένει μαγιά. Ἔτσι θά ’λεγα, παραφράζοντας τὸν Μακρυγιάννη. Δὲν ξέρω πόσο θὰ βαστάξει ἀκόμη αὐτό.

Ὁ ποιητής μας ἀνησυχοῦσε γιὰ τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα πρὶν ἀπὸ τριανταεφτὰ χρόνια. Τί θὰ ἔλεγε ἄραγε ἂν ἔβλεπε τὴν τωρινή μας συμπεριφορὰ ἀπέναντί της; Τὰ τελευταῖα χρόνια ἡ χρήση τῆς γλώσσας μας συρρικνώνεται μὲ ταχύτατο ρυθμό. Ὅλο καὶ περισσότερο ἀποκλείομε τὴ χρήση της ἀπό βασικοὺς τομεῖς τῆς ζωῆς μας. Θά ’λεγε κανεὶς πὼς βιαζόμαστε νὰ τὴν πετάξομε σὲ μιὰ σκοτεινὴ γωνιὰ σὰν ἕνα ροῦχο ποὺ πάλιωσε καὶ θέλομε νὰ τὸ ξεφορτωθοῦμε.

Ρίξετε μιὰ ματιὰ στοὺς δρόμους τῶν ἑλληνικῶν πόλεων. Παντοῦ ξενόγλωσσες ἐπιγραφές, κι ὄχι μόνο σὲ ἀντιπροσωπεῖες μηχανημάτων τοῦ ἐξωτερικοῦ ἢ σὲ καταστήματα ποὺ ἔχουνε σχέση μὲ τὸν τουρισμὸ ἀλλὰ καὶ σ’ ἐκεῖνα ποὺ ἀπευθύνονται σὲ ντόπιους καταναλωτές: σὲ μαγαζιὰ τροφίμων, εἰδῶν ρουχισμοῦ καὶ παπουτσιῶν, ἀκόμη καὶ ὀνόματα τῶν ἰδιοκτητῶν συναντοῦμε γραμμένα μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες, ὀνόματα πολλὲς φορὲς πολυσύλλαβα μὲ φθόγγους ποὺ ποτὲ δὲν θὰ καταφέρουν νὰ προφέρουν οἱ ξένοι, ποὺ ἄλλωστε δὲν ἐνδιαφέρονται πῶς λέγεται ὁ ἄλφα ἢ ὁ βῆτα μαγαζάτορας.

Κοιτάξετε τὰ περιοδικὰ ποὺ κρέμονται στὰ πρακτορεῖα καὶ στὰ περίπτερα τοῦ ἀθηναϊκοῦ τύπου. Δὲν εἶναι μόνο τὰ ξένα ἔντυπα ὅλων τῶν εἰδῶν ποὺ ἔχουν εἰσβάλει στὴ χώρα μας καὶ ποὺ διατηροῦνε τοὺς τίτλους των ἀκόμη καὶ στὶς ἑλληνικές τους ἐκδόσεις: Elle, Marie Claire, Bazar, Vogue, Penthouse, Playboy, Hight Lights, National Geographic. Κάθε καινούργιο ἑλληνικὸ περιοδικὸ ποὺ βγαίνει θεωρεῖ ὑποχρέωσή του νὰ κολλήσει στὸ ἐξώφυλλό του μιὰν ἀλλόγλωσση ταμπέλα: Max, Klik, Kraus, Out, Nitro, Vita, Moto, Drive, Money and Life, Exodos – λὲς καὶ ντρέπονται νὰ μιλήσουν στὴ γλώσσα τους. Καὶ δὲν εἶναι μόνο τὰ ἐλαφρὰ περιοδικὰ ἢ τὰ ἀπευθυνόμενα σὲ εἰδικὰ ἐπαγγέλματα ἀνθρώπων, ποὺ ἀρέσκονται νὰ παπαγαλίζουν ἀγγλικοὺς ἰδίως ὅρους, εἶναι κι οἱ ἑβδομαδιαῖες παραφυάδες μεγάλων σοβαρῶν ἐφημερίδων, ὅπως τὸ πρόσφατης ἔκδοσης BHMAGAZINO ποὺ ὁ τραγελαφικὸς τίτλος του θυμίζει τὰ φραγκοχιώτικα τῆς τράπεζα XIOSBANK: ἡ μισὴ λέξη γραμμένη μὲ ἑλληνικοὺς ἡ ἄλλη μισὴ μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες.

Ὅλα τὰ μέσα μεταφορᾶς θάλασσας καὶ ἀέρα χρησιμοποιοῦν πιὰ ξενόγλωσσες ἐπωνυμίες: Strinzis Lines, Minoan Flying Dolphin, Aegean Airlines. Τὰ ὀνόματα τῶν  ἑλλήνων ἐπιβατῶν στὰ εἰσιτήρια γράφονται κι αὐτὰ μὲ λατινικοὺς χαρακτῆρες. Καὶ τὰ φαγητὰ ποὺ παραγγέλλεις στὰ πλοῖα τῆς ANEK LINES γράφονται κι αὐτὰ στὴν ἀπόδειξη ποὺ σοῦ δίνουνε στ’ ἀγγλικά. Τί κι ἂν ὁ ἁπλὸς λιγογράμματος ἐπιβάτης δὲν καταλαβαίνει τί γράφουν; Μὲ τὸ λαουτζίκο θ’ ἀσχολούμαστε; Ἐμεῖς ἀπευθυνόμαστε στὴν Αὐτοῦ Ὑψηλότητα τὸν τουρίστα.

Ὁ κινηματογράφος εἶναι ἕνας ἄλλος τομέας ποὺ καταλαμβάνεται ὅλο καὶ πιὸ πολὺ ἀπὸ τὶς ξένες γλῶσσες – κυρίως, βέβαια, τ’ ἀγγλικά. Ἔχει γίνει πιὰ μόδα νὰ μένουν ἀμετάφραστοι οἱ τίτλοι τῶν εἰσαγόμενων ταινιῶν, ἂς εἶναι γιὰ τοὺς πιὸ πολλοὺς ἀκαταλαβίστικοι καὶ δυσκολοπρόφερτοι: Trainspotting, The Adjuster, Family ViewingSleepers, The Watcher, Mediteraneo, Angel Exterminator. Καὶ δὲν πρόκειται συχνὰ γιὰ τίτλους δυσκολομετάφραστους χωρὶς ἀντιστοιχία στὰ ἑλληνικά. Τί πιὸ ἁπλὸ ἀπὸ τὸ νὰ μεταφράσεις τὸ Wolf σὲ «Λύκο»; Ὅμως ὄχι. Διατηροῦν τὴν ξενικὴ ὀνομασία, βέβαιοι πὼς αὐτὴ θὰ προσελκύσει περισσότερους θεατές, ποντάροντας στὸ μυστήριο τοῦ ἀκαταλαβίστικου ἢ στήν ξενομανία τοῦ Ἑλληνα. Τελευταῖα μάλιστα βλέπομε κι ἑλληνικὲς ταινίες καπελωμένες μὲ ξενικοὺς τίτλους γιὰ τὸν ἴδιο λόγο: Safe Sex, Vortex, Risoto, Pepermint. Ἀμέ, πῶς θ’ ἀνταγωνιστοῦμε τὰ ξένα κινηματογραφικὰ προϊόντα;

Στὴν τηλεόραση τὰ περισσότερα ἰδιωτικὰ κανάλια σουσουδίζουνε μὲ ξενόφωνες ὀνομασίες: Filmnet, Star, Alter, Super, Sport, Tempo, West Channel, Teletime, Seven, ἢ στραμπουλίζουν ἑλληνικὲς λέξεις μ’ ἀγγλοσαξωνικὴ προφορά: Mega. Ὅσο γιὰ τοὺς τηλεπαρουσιαστὲς καὶ τοὺς δημοσιογράφους τελευταίας ἐσοδείας, συναγωνίζονται ποιός θὰ γαρνίρει τὸ λόγο του μὲ περισσότερες ξένες λέξεις, γιὰ νὰ κάμει ἐπίδειξη γλωσσομάθειας καὶ γιὰ νὰ φανεῖ ὅτι εἶναι in καὶ ὄχι out στὰ διεθνῆ πράγματα. Ἀφήνω τὰ πανάθλια ἑλληνικά των. Πιὸ φρέσκος δολιοφθορέας τῆς γλώσσας μας τὸ διαδίκτυο, ποὺ ὄχι σπάνια ἀναγκάζει τοὺς χειριστές του νὰ γράφουν ἑλληνικὰ μὲ λατινικὰ γράμματα, δημιουργώντας μιὰ καινούργια γλῶσσα, τὴν greeklish.

«Ἡ μαγιὰ λιγοστεύει», ἔγραφε στὸ κείμενο ποὺ ἀναφέραμε πρωτύτερα ὁ Σεφέρης:

καὶ δὲ μένει πιὰ καιρὸς γιὰ νὰ μείνουμε ἀμέριμνοι. Δὲν εἶναι καινούργια τὰ σημεῖα ποὺ δείχνουν πὼς ἂν συνεχίσουμε τὸν ἴδιο δρόμο, ἂν ἀφεθοῦμε μοιρολατρικὰ στὴ δύναμη τῶν πραγμάτων, θὰ βρεθοῦμε στὸ τέλος μπροστὰ σὲ μιὰ γλώσσα ἐξευτελισμένη, πολύσπερμη καὶ ἀσπόνδυλη.

Ὁλοένα εἰσέρχονται στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ περισσότερες ξένες λέξεις. «Πάντοτε γινόταν αὐτό», ἀντιτείνουν οἱ αἰσιόδοξοι κι οἱ ἐπαναπαυμένοι. «Ἡ γλώσσα μας ἔχει ἕνα πλῆθος ἀλλόγλωσσων λέξεων ποὺ δέχτηκε κατὰ τὴν πορεία της». Ναί, ἀλλὰ πρῶτον ἡ εἰσβολὴ σήμερα γίνεται μὲ καταιγιστικὸ ρυθμὸ καὶ δεύτερον παλιότερα τὶς ξένες λέξεις τὶς προσάρμοζε στὴ δική μας μορφολογία, ὥστε νὰ μὴ φαίνονται παράταιρες: σπίτι, καλαμπόκι, Νοέμβριος, μόδα, καλάρω, μουσαφίρης, μπαλκόνι, χαραμίζω, δολλάριο. Τώρα τὶς δεχόμαστε ἀμετάβλητες μ’ ἐκεῖνα τὰ φριχτὰ γιὰ ἑλληνικὰ αὐτιὰ τελικὰ σύμφωνά τους: ὁ μάνατζερ, τὸ φάξ, τὰ μπιζού, νορμάλ, κόμπλεξ, ζάπινγκ, φὰστ φούντ, σὲλφ σέρβις.

«Ἡ γλωσσικὴ ἔκφραση τῶν Ἑλλήνων», γράφει ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς:

χάνει τώρα ὄχι μόνο τὸ μουσικό της βηματισμὸ καὶ τὴ βιωματική της εὐθυβολία, ἀλλὰ ἀποδιοργανώνεται κυριολεκτικὰ σὲ ἄναρχες παραμορφωτικὲς κακοπλασίες ποὺ συρρικνώνουν ἀκατάπαυστα τὸ νοηματικό της φορτίο.

            Οἱ γλῶσσες ποὺ μιλιοῦνται ἀπὸ λίγα ἑκατομμύρια ἀνθρώπους ὅλο καὶ ἐξασθενοῦν μπροστὰ στὴν εἰσβολὴ τοῦ ὄγκου τῶν κυρίαρχων γλωσσῶν. Θά ’ρθει μιὰ μέρα, φοβοῦμαι, ποὺ τὰ ἑλληνικὰ θὰ μιλιοῦνται μόνο ἀπὸ μερικοὺς γέρους στὰ σπίτια τους, ὅπως συμβαίνει σήμερα μὲ τὶς διαλέκτους, ποὺ τείνουν νὰ ἐξαφανιστοῦνε.

«Ὁ μεγαλύτερος κίνδυνος γιὰ τὴ γλώσσα μας ἀπὸ τὴν παγκοσμιοποίηση», ἔγραφε πρόσφατα σ’ ἀθηναϊκὴ ἐφημερίδα ὁ καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καὶ ποιητὴς Νάσος Βαγενᾶς:

δὲν εἶναι ἀκόμη ὁρατός, ἀλλὰ πιστεύω ὅτι θὰ φανεῖ ὅσο αὐτὴ ἐγκαθιδρύεται περισσότερο: θὰ ἦταν νὰ ξαναριχτεῖ ἡ ἰδέα, καὶ αὐτὴ τὴ φορὰ νὰ τὴν πάρουν οἱ ἰθύνοντες στὰ σοβαρά, νὰ υἱοθετήσουμε, γιὰ λόγους δῆθεν καλύτερης ἐπικοινωνίας μὲ τοὺς ξένους, τὸ λατινικὸ ἀλφάβητο.

Ὁ Βαγενᾶς πιστεύει πὼς οἱ κίνδυνοι ἀλλοτρίωσης τῆς γλώσσας μας θὰ μπορούσανε ν’ ἀντιμετωπιστοῦν, ὣς ἕνα βαθμό, ἀπὸ μιὰ σωστὴ κυβερνητικὴ «γλωσσικὴ» πολιτική. Καὶ προτείνει νὰ ὀργανωθοῦν ἐπιτροπὲς ἀπὸ εἰδικοὺς τῆς κάθε ἐπιστήμης καὶ τέχνης κι ἀπὸ σοβαροὺς φιλολόγους καὶ λογοτέχνες, ποὺ θὰ προτείνουν τὶς κατάλληλες ἑλληνικὲς λέξεις στὴ θέση τῶν εἰσαγόμενων λέξεων. Ὅμως τὸ κράτος φαίνεται ὅτι μεριμνᾶ καὶ τυρβάζεται περὶ ἄλλα καὶ τὸ ζήτημα ἐπιβίωσης τῆς γλώσσας μας καθόλου δὲν τὸ ἀπασχολεῖ, ξεχνώντας τὴν ἀλήθεια τοῦ παλιοῦ ἀποφθέγματος: «Ὅπου γλώσσα, πατρίς».

Κάποτε ὁ ἑλληνικὸς λαὸς εἶχε ἕνα ἦθος ξεχωριστὸ καὶ τὰ ἔθιμά του ἀποτελοῦσαν ἔκφραση τῆς ἀντίληψής του γιὰ τὸν κόσμο καὶ μιᾶς στάσης ζωῆς. Τώρα φοροῦμε τὶς ἐθνικές μας ἐνδυμασίες, χορεύουμε καὶ τραγουδοῦμε ὄχι ἀπὸ ἐσωτερικὴ ἀνάγκη, ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς φωτογραφίζουν οἱ τουρίστες. Ἡ παράδοσή μας ἔγινε ἐπιφανειακή, λαογραφικὴ ἐπίδειξη στὴν ὑπηρεσία τοῦ πλουτισμοῦ καὶ τῆς καλοπέρασης.

Ποιός ἀπὸ τοὺς νέους τραγουδεῖ σήμερα δημοτικὰ τραγούδια; Οὔτε θέλει νὰ τὰ ξέρει. Καὶ δὲν ἀπεχθάνεται μόνο τὰ δημοτικά. Στρέφει τὴν πλάτη ἐξ ἴσου καὶ στὸ ἔντεχνο ἑλληνικὸ τραγούδι, ποὺ κατὰ ἕνα μεγάλο μέρος του ἀντλοῦσε ἀπὸ τὴ δημοτικὴ μουσική, τὸ βυζαντινὸ μέλος καὶ τὸ ρεμπέτικο. Οἱ νέοι μας ἀγνοοῦν ἐπιδειχτικὰ τὸν Χατζιδάκι, τὸν Θεοδωράκη, τὸν Μαρκόπουλο, τὸν Ξαρχάκο. Ἀκοῦνε τοὺς βροντερούς, βάναυσους ἤχους τῆς ἀγγλοαμερικάνικης μουσικῆς ἀπὸ τὴ ρὸκ ὣς τὴ χέβυ μέταλ καὶ κραυγάζουν ἐκστασιασμένοι τὰ ξενόγλωσσα λόγια τους. Ἔχουν ἐνταχθεῖ κι αὐτοὶ στὴν παγκόσμια πολιτιστικὴ ἰσοπέδωση, ὅπου ὅλοι οἱ νέοι τοῦ κόσμου οὐρλιάζουνε καὶ κινοῦν τὰ σώματά τους μὲ τοὺς ἴδιους ρυθμούς, καί, βέβαια, σκέφτονται κι ἀντιδροῦνε πανομοιότυπα σ’ ὅποιο γεωγραφικὸ μῆκος καὶ πλάτος κι ἂν κατοικοῦνε.

Κάποτε ἡ πηγαία λαϊκὴ καλαισθησία δημιουργοῦσε στοὺς κόρφους τῶν νησιῶν μας, στὶς κοιλάδες, στοὺς πρόποδες καὶ στὶς πλαγιὲς τῶν βουνῶν μας οἰκιστικὰ σύνολα ὅπου τὰ σπίτια ταιριάζανε μεταξύ τους καὶ μὲ τὸν ἄνθρωπο ποὺ τὰ κατοικοῦσε καὶ δένονταν μὲ τὸ τοπίο. Στὶς δεκαετίες τοῦ ἑξήντα καὶ τοῦ ἑβδομήντα ἡ μανία ἀξιοποίησης κι ἐκσυγχρονισμοῦ γκρέμισε τὰ περισσότερα μονώροφα καὶ διώροφα νεοκλασσικὰ ἢ βορειοελλαδίτικης ἀρχιτεκτονικῆς κτήρια καὶ στὴ θέση τους ὕψωσε πανομοιότυπες πολυκατοικίες. Ἔτσι ὅποιος βαδίζει σήμερα στοὺς δρόμους τῶν πόλεών μας δὲν ξέρει ἂν βρίσκεται σὲ κάποια συνοικία τῆς Ἀθήνας, στὰ Γιάννενα, στὴ Λαμία, στὸ Ἄργος ἢ στὰ Χανιά, μιὰ κι ὅλες οἱ ἑλληνικὲς πόλεις παρουσιάζουν τὴν ἴδια ἀπρόσωπη εἰκόνα. Στὰ χωριά μας πάλι τὰ σπίτια τῆς λαϊκῆς ἀρχιτεκτονικῆς ἐγκαταλειμμένα σωριάζονται σιγὰ σιγὰ σ’ ἐρείπια.

Τὶς τελευταῖες δεκαετίες ὅλοι στὴν Ἑλλάδα συζητοῦνε γιὰ τὴν παιδεία. Ἡ μιὰ μεταρρύθμιση ἀκολουθεῖ τὴν ἄλλη κι ὅμως πάντα βρισκόμαστε στὸ ἴδιο σημεῖο καὶ πάντα ἀκούγεται ἀπὸ ἁρμόδιους κι ἀναρμόδιους ἡ ἴδια ἀπελπισμένη κραυγή: Ἡ παιδεία μας χωλαίνει, δὲν ἔχομε παιδεία, τί θὰ γίνομε χωρὶς παιδεία. Ἔχεις τὴν ἐντύπωση πὼς ὅ,τι δὲν καταφέρνομε νὰ κάμομε στοὺς ἄλλους τομεῖς τῆς ἐθνικῆς, κοινωνικῆς, πνευματικῆς, οἰκονομικῆς μας ζωῆς τὸ ζητοῦμε νὰ γίνει ἀπὸ τὴν παιδεία. Ἀπὸ κεῖ περιμένομε τὸ θαῦμα νὰ τεθεῖ τέρμα στὴν κάθε κακοδαιμονία μας, νὰ πραγματατοποιήσομε κάθε ἀνεκπλήρωτο πόθο μας, κάθε ναυαγισμένο μας ὄνειρο. Ξεχνοῦμε πὼς ἡ παιδεία εἶναι ἕνας καθρέφτης ὅπου ἀντικρύζομε τὸ πρόσωπό μας. Μιὰ ζωὴ χωρὶς ἰδανικὰ ἄλλα ἀπὸ τὴν «ἄνοδο τοῦ βιοτικοῦ μας ἐπιπέδου», μιὰ ζωὴ ἀνερμάτιστη, ὅπου τὰ πάντα συμβαίνουνε τυχαῖα, χωρὶς μελέτη καὶ προγραμματισμό, πῶς θὰ μποροῦσε νὰ δώσει μία σωστὴ παιδεία; Τὰ παιδιά μας περνοῦν ἀπὸ τὰ σχολεῖα χωρὶς νὰ δέχονται στὴν πλειονότητά τους καμιὰν ἐπίδραση ἀπ’ αὐτά. Παπαγαλίζουνε μερικὲς γνώσεις ‒ ὅσες κρίνουν πὼς θὰ τὶς χρειαστοῦνε ἀργότερα ‒ ἀλλά δὲν πλάθεται σ’ αὐτὰ ὁ χαρακτήρας τους, δὲ διαμορφώνουν ἦθος. Ἀποκτοῦνε μόνο τὴν ξιπασιὰ τοῦ μισομορφωμένου, τὴν περιφρόνηση πρὸς ὅ,τι συντήρησε κάποτε καὶ ζωογόνησε τὸν Ἑλληνισμό.

«Χρειαζόμαστε παιδεία γιὰ τὸ δικό μας τόπο» σημειώνει ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς:

Ὄχι πιὰ αὐτὴ τὴν ἐξαθλιωτικὴ διαιώνιση τοῦ μεταπρατισμοῦ […]. Χρειαζόμαστε παιδεία γιὰ τὶς δικές μας ἀνάγκες  ‒ καὶ πρώτη ἀνάγκη εἶναι ἡ ἐπιβίωσή μας. Δὲν μποροῦμε νὰ ξεχνᾶμε μὲ μικρονοϊκὴ ἐπιπολαιότητα πώς, ἂν τὸ γένος τῶν Ἑλλήνων ἐπιβίωσε μέσα στοὺς αἰῶνες, δὲν τὸ ὀφείλει οὔτε στὴν πολεμική του ἰσχὺ οὔτε στὰ μέσα παραγωγῆς ἢ στὸ σύστημα διανομῆς τῶν ἀγαθῶν. Τὸ ὀφείλει μόνο καὶ ἀποκλειστικὰ στὴν πνευματική του πραμάτεια, ποὺ ἦταν πρόταση νοήματος τοῦ βίου, πρόταση μὲ καθολική, πανανθρώπινη ἐμβέλεια καὶ δυναμική.

Στὸ παρελθὸν ὁ ἄνθρωπος κι ὁ τρόπος ζωῆς του, οἱ ἰδέες του, τὸ ἦθος του καὶ τὰ δημιουργήματά του εἶχαν τὶς ρίζες τους σ’ ὅλη τὴν ἱστορικὴ διαδρομὴ τοῦ γένους του. Ὁ  Ἕλληνας κουβαλοῦσε μαζί του πανάρχαιες ἀντιλήψεις καὶ συνήθειες ποὺ ἐπιβιώσανε μέσα στὸ Χριστιανισμό, ἐπιδράσεις ἀπὸ τὰ ἱερὰ κείμενα τῆς θρησκείας του, ἀπὸ τὴν πείρα ζωῆς τῶν προγόνων του, ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς περιπέτειες τῆς φυλῆς του, ἀπὸ τὴ γύρω του φύση, τὸ μεσογειακὸ ἥλιο, τὴ θάλασσα καὶ τὰ κακοτράχαλα βουνά του. Ὅλα τοῦτα εἴχανε συνεργαστεῖ ὑπόγεια ἢ φανερὰ γιὰ νὰ πλάσουνε τὸν ψυχικό, διανοητικὸ καὶ συναισθηματικὸ κόσμο του, ὅπου τὸ ἐγὼ τοῦ καθενὸς δενότανε καὶ συνταιριαζότανε μὲ τὸ ἐμεῖς τοῦ συνόλου. Ἡ οἰκογένεια, τὸ χωριὸ ἢ ἡ γειτονιὰ τῆς πόλης, ἡ ἐνορία, ἡ εὐρύτερη περιφέρεια, τὸ ἔθνος, ὅλα μαζί τόνε περιβάλλανε μὲ τὴ στοργὴ καὶ τὴν ἀγάπη τους, μὲ τὸν ἀμοιβαῖο σεβασμό, μὲ τὴν ἀλληλεγγύη, τὴ συμμετοχὴ στὶς χαρὲς καὶ στὶς λύπες του.

Στὴν ἐποχή μας τὸ ἄτομο, διεκδικώντας τὰ προσωπικά του δικαιώματα, ξέκοψε ἀπὸ τὸ σύνολο, περιφρόνησε κι ἀπαρνήθηκε ὅ,τι τοῦ πρόσφερε ἡ κοινότητα μὲ τὴ μορφὴ τῆς οἰκογενειακῆς ἢ ἐθνικῆς παράδοσης. Ἔτσι εἶδε τὸ συγγενὴ καὶ τὸ γείτονα μὲ καχυποψία κι ἄρχισε νὰ νιώθει ἀνασφάλεια. Ἡ μοναξιὰ τοῦ ἔγινε μιὰ μόνιμη κατάσταση.

«Εἴμαστε καθὼς τὰ τραῖνα τῆς ἐρημιᾶς», ἔγραφε τὸ 1972 στὸ βιβλίο τῶν δοκιμίων του Οἱ σκληροὶ καιροὶ ὁ Ἰ. Μ. Παναγιωτόπουλος:

ποὺ διασταυρώνονται μέσα στὴ χειμωνιάτικη νύχτα, διασταυρώνονται καὶ σφυρίζουν καὶ προσπερνοῦνται. […] Ὅλες οἱ συνομιλίες ἔχουν συμπυκνωθεῖ σὲ φευγαλέους χαιρετισμοὺς κι ἔχουν συνάμα τυποποιηθεῖ ἀνυπόφερτα. Ρωτοῦμε γιὰ τὰ καθημερινὰ καὶ τ’ ἀσήμαντα […] καὶ δὲν τολμοῦμε νὰ ρωτήσουμε πιὰ γιὰ τὰ οὐσιαστικότερα […] γιατὶ τὸ ἔχουμε πάρει ἀπόφαση πὼς κανένας δὲν εἶναι πρόθυμος νὰ συνομιλήσει μαζί μας – κι ἔτσι ποὺ ἡ συνομιλία ν’ ἀνοίξει κάποια παράθυρα σὲ ἀλλιώτικο φῶς, νὰ ξεγεννήσει στοχασμοὺς  ἢ καὶ νὰ  προκαλέσει νόμιμη ἀναταραχὴ στὸ μέσα μας κόσμο. Ἔτσι περνοῦμε ἀκατανόητοι ἀνάμεσα στοὺς ἀκατανόητους. […] Ἕνα ἀσταμάτητα θλιβερὸ  ἀδιέξοδο.

Ἡ Δύση περηφανεύτηκε καὶ συνεχίζει νὰ περηφανεύεται πὼς ἐξύψωσε τὴν προσωπικότητα τοῦ ἀνθρώπου βελτιώνοντας τὶς συνθῆκες ζωῆς του, ἀναγνωρίζοντας τὰ δικαιώματά του ὡς ἀτόμου καὶ δίνοντάς του τὴ δυνατότητα νὰ τὰ κατοχυρώσει νομοθετικὰ καὶ νὰ τὰ ὑπερασπίζεται κάθε φορὰ ποὺ ἀπειλοῦνται. Ἀποσιωπᾶ ὅμως τὸ πόσο εὔκολα οἱ ποικίλες ἐξουσίες καὶ οἱ οἰκονομικοὶ παράγοντες τὰ καταπατοῦν ὅταν στέκονται ἐμπόδιο στὰ συμφέροντά τους. Τὸ ἴδιο ἔντεχνα καὶ πονηρὰ ἀποσιωπᾶ τὰ ἀνταλλάγματα μὲ τὰ ὁποῖα τὸ ἄτομο ἀπόκτησε τὴν ὑλικὴ εὐημερία καὶ τὰ δικαιώματά του. Ὁ συγγραφέας Γιάννης Κιουρτσάκης, ποὺ τὸν ἀπασχολεῖ ὀδυνηρὰ τὸ θέμα στὸ πρόσφατο βιβλίο του Ἐμεῖς οἱ ἄλλοι, μᾶς δίνει μιὰ ζοφερὴ εἰκόνα τῆς σύγχρονης «πολιτισμένης» ἀνθρωπότητας:

Ποῦ εἶχε καταντήσει λοιπὸν στὶς μέρες μας αὐτὸ τὸ ἀλαζονικὸ καὶ παραφουσκωμένο ἄτομο ποὺ εἶχε γυρέψει νὰ κατακτήσει τὸ σύμπαν; Μὰ ἦταν φανερό, μᾶς τὸ ἔδειχνε τὸ θέαμα τῶν δρόμων στὶς μεγαλουπόλεις μας, μᾶς τὸ ἔδειχναν τὰ ἀναρίθμητα κακομοιριασμένα ἀνθρωπάκια ποὺ περπατοῦσαν πλάι μας, ἴδια μ’ ἐμᾶς, ἴδια μεταξύ τους – πανομοιότυπα νευρόσπαστα ποὺ ἔθετε σὲ κυκλοφορία ἡ ἐκβιομηχανισμένη παραγωγὴ τῆς ἴδιας τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς: ὅλοι αὐτοὶ ποὺ γεννιοῦνταν, μεγάλωναν, ζευγάρωναν, γεννοβολοῦσαν, δούλευαν σαράντα χρόνια στὸ ἐργοστάσιο ἢ στὸ γραφεῖο, πήγαιναν κοπαδιαστὰ διακοπές, ἔβγαιναν στὴ σύνταξη καὶ πέθαιναν, χωρὶς τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτὰ νὰ ἔχει κάποιο συνταρακτικὸ νόημα στὰ ἴδια τους τὰ μάτια· ὅλοι αὐτοὶ ποὺ βούλιαζαν ἀμετάκλητα στὸν θάνατο χωρὶς ν’ ἀφήνουν πίσω τους κανένα χνάρι, ἐνῶ ὁ κόσμος ἔκλεινε  πάνω τους, ὅπως ἡ θάλασσα πάνω ἀπὸ ἕνα ναυάγιο, καὶ ἡ ζωὴ συνεχιζόταν ἄσκοπα. (σ.296)

Νά, λοιπόν, τὸ ἀντάλλαγμα ποὺ δώσαμε: ἡ τυποποίηση, ἡ μηχανοποίηση τῆς ζωῆς μας κι ἡ ἀπώλεια κάθε νοήματός της. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τοῦ «πολιτισμένου» (ὅπως αὐτοαποκαλοῦνται) τμήματος τῆς γῆς σκέφτονται τὸ ἴδιο, ἀντιδροῦνε τὸ ἴδιο, διασκεδάζουν μὲ τὰ ἴδια τραγούδια, βλέπουν τὶς ἴδιες ταινίες, γελοῦν μὲ τὰ ἴδια ἀνέκδοτα, καταναλώνουν τὰ ἴδια προϊόντα, ρυπαίνουν τὴ φύση μὲ τὰ ἴδια ἀπόβλητα. Διεκδικώντας τὰ ἀτομικά μας δικαιώματα ἀπαρνιόμαστε κάθε ἰδιαιτερότητά μας.

Γιατί τὰ δεχόμαστε ὅλα τοῦτα, τὸ πολὺ πολὺ μὲ κάποιες ἀδύναμες διαμαρτυρίες, χωρὶς ὅμως ν’ ἀλλάζομε τρόπο ζωῆς; Γιατί δὲν ἀντιστεκόμαστε στὴν ἰσοπέδωση καὶ στὴν ὁμοιομορφία; Γιατί ἀπεμπολοῦμε ὅ,τι πιὸ προσωπικὸ ἔχομε;

Ἐδῶ βρίσκεται ἡ καταχθόνια δύναμη τῆς τεχνολογίας ποὺ ἔχει γίνει ὄργανο στὰ χέρια αὐτῶν ποὺ ἐξουσιάζουν καὶ κατευθύνουν τὸ σύγχρονο κόσμο. Αὐτὰ ποὺ σοῦ παρέχουν – οἱ καθημερινὲς ἀνέσεις, ἡ ἐργασία ποὺ ἀσκεῖς, ἡ ὑγειονομικὴ περίθαλψη ‒ σὲ δένουν τόσο στέρεα μὲ τὸν τρόπο ζωῆς ποὺ σοῦ ὑπαγορεύουν, ὥστε δὲν ἔχεις τὴ δύναμη, οὔτε κὰν τὴ θέληση, νὰ ξεφύγεις. Ὑποδουλώνεσαι καὶ νιώθεις κι εὐγνωμοσύνη ποὺ ἀπαλλάχτηκες ἀπὸ κάθε κοπιαστικὸ καὶ δυσάρεστο.

Τυλίγεσαι μὲ τὰ καλώδια τῶν οἰκιακῶν συσκευῶν σου, κλειδώνεις τὴν πόρτα σου γιὰ ν’ ἀφήσεις ἔξω κάθε ἀνεπιθύμητο ἐπισκέπτη, μισοξαπλώνεις στὴν πολυθρόνα καὶ πατεῖς  τὸ κουμπὶ τῆς τηλεόρασης, γιὰ νὰ δεῖς μὲ τὰ μάτια αὐτῶν ποὺ σὲ ἀφεντεύουν τί συμβαίνει στὸν κόσμο. «Ἐπικοινωνεῖς» μὲ τοὺς ἄλλους φιλτράροντας τὶς εἰκόνες τους μέσ’ ἀπὸ τὸ γυαλί σου. Ὅλος ὁ κόσμος γίνεται ἀποστειρωμένες χρωματιστὲς φιγοῦρες, ποὺ δίνουνε παραστάσεις γιὰ χάρη σου.

Τελικά, τὸ πρόβλημα ποὺ ἀντιμετωπίζομε σήμερα δὲν εἶναι πρόβλημα ἐπιλογῆς ἀνάμεσα στὸ διεθνισμὸ καὶ τὴν παράδοση. Εἶναι πρόβλημα ἐπιλογῆς ζωῆς. Ν’ ἀπαλλαγοῦμε, ἔστω ἐν μέρει, ἀπὸ τὴ γοητεία τῶν σειρήνων τῆς ἐποχῆς μας, νὰ ξαναβροῦμε τὸν ἑαυτό μας, τὴ βαθύτερη οὐσία τῆς ὕπαρξής μας, τὴ θέση μας μέσα στὴν κοινωνία τῶν συν-ανθρώπων μας, ἐκεῖνα ποὺ μᾶς συνδέουν μ’ αὐτούς. Νὰ συνδυάσομε ὅ,τι θετικὸ δημιούργησε ὁ εὐρωπαϊκὸς πολιτισμός, εἴτε ἀπ’ εὐθείας εἴτε καλλιεργώντας καὶ προσπαθώντας τὰ δάνεια ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ ἀρχαιότητα – τὸ δημοκρατικὸ πολίτευμα, τὰ δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ πολίτη, τὴν ἐπιστημονικὴ  σκέψη, τὸ σοσιαλιστικὸ ἰδεῶδες, τοὺς δρόμους ποὺ ἄνοιξε στὴ φιλοσοφία, στὴ λογοτεχνία καὶ στὴν τέχνη – μὲ ὅ,τι γόνιμο βρίσκεται στὴν παράδοση: τὸν πλοῦτο τῆς ψυχῆς, τὴ βαθύτερη ἀνθρωπιὰ καὶ τὴν ἀλληλεγγύη πρὸς τὸ συνάνθρωπο, τὸ ἐκστατικὸ ἀντίκρυσμα τοῦ κόσμου, τὸ σεβασμὸ πρὸς τὴν ἱερότητα τῆς ζωῆς, τὸ δέος μπροστὰ στὸ μυστήριο τοῦ θανάτου, τὴ δημιουργικὴ πνοὴ ποὺ μεταμορφώνει ὅ,τι ἀγγίξει.

Νὰ διατηρήσομε τὶς ρίζες  μας καὶ τὴ μνήμη μας, ποὺ θὰ λειτουργεῖ ὄχι ἀνασταλτικὰ ἀλλὰ σὰ γέφυρα ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγεῖ ἀπὸ τὸ χθὲς στὸ αὔριο. Ἕρμα καὶ στήριγμα στὴ λαίλαπα τῶν καιρῶν.

~.~.~

*

*

*