Για τις εξελίξεις στον χώρο της Αριστεράς

 

της ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΑΚΗ

Στις ραγδαίες αλλαγές που συνέβησαν στον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ με τη διάσπαση και τους ταυτοτικούς-πολιτικούς επαναπροσδιορισμούς και ανακατατάξεις, οι διάφορες αποκλίσεις που προέκυψαν και εκτυλίσσονται δεν αφορούν μόνο στην απώλεια ποσοστών, στα συναισθήματα ματαίωσης για τα εκλογικά αποτελέσματα, αλλά και στη διατήρηση και ενίσχυση με όρους ηγεμονικότητας ακραίων φιλελεύθερων πολιτικών. Οι μετατοπίσεις αυτές κινητοποίησαν εκ νέου διάφορες εννοιολογήσεις: μετα-πολιτική, βιοπολιτική, κυβερνησιμότητα, ενώ παράλληλα οι νέες συνθήκες, όπως και να τις εννοεί το κάθε πολιτικό υποκείμενο, επανέφεραν με ακόμα πιο ισχυρούς τόνους την έννοια της αριστερής μελαγχολίας.

Η τελευταία αποδίδει μια συγκεκριμένη ιστορικότητα που συνδέει διαχρονικά τις ματαιώσεις/ήττες των επαναστατικών κινημάτων, της αριστεράς και των ανθρώπων της παγκόσμια ―είναι τόσο γνωστά αυτά και επαναλαμβανόμενα―, αλλά και τις κατασκευές για το δίπολο: αριστερά-δεξιά, τις ευθύνες των διανοούμενων και το περιεχόμενο των διεκδικήσεών τους, την περιθωριοποίηση της αριστερής θεωρίας και την αξιολόγησή της ως «περιττής πολυτέλειας», η οποία δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες του «λαού», και πολλά διλήμματα ως προς τα περιθώρια δράσης για να ανατραπεί η παρούσα κατάσταση.

Ωστόσο, ισχυρίζομαι πως στα διαρκή διλήμματα για το παρόν και το μέλλον της αριστεράς στην Ελλάδα είναι ανάγκη να συνυπολογιστούν διεξοδικά οι συνέπειες και το περιεχόμενο που έχουν όλα αυτά στις διάφορες εκδοχές εαυτού και στις επαναδιαπραγματεύσεις που συντελούνται ως προς τις σχέσεις με φίλους και διανοούμενους. Αυτό στο οποίο αναφέρομαι πιο συγκεκριμένα είναι το προσωπικό κόστος που υπάρχει, καθώς αλλάζουμε εμείς και οι άλλοι ανάλογα των πολιτικών επιλογών του καθενός/καθεμιάς στο παρόν.

Η απομάκρυνση από οικείους ανθρώπους του χώρου της αριστερής διανόησης και οι φιλίες χρόνων με ανθρώπους που συμπορεύτηκαν πολύ μεγάλο διάστημα και τώρα δεν αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλον, σε σημείο όπου δεν μπορούν πια να συνομιλήσουν, ορίζουν στο παρόν έναν μεταβατικό χώρο συμβολικό και πραγματικό, ο οποίος βρίσκεται σε απρόβλεπτες διαμορφώσεις ως προς το τι θα συμβεί. Ο μεταβατικός χώρος αυτός δίνει στο πολιτικό σκηνικό και την ιδεολογική ρευστότητα/διλημματικότητά του, ένα στίγμα ευθύνης από κάθε θέση ως προς τις συνέπειες των πολιτικών διαδρομών που θα ακολουθηθούν. Οι «χωρισμοί» έτσι κι αλλιώς έχουν πάντα διαφορετικό περιεχόμενο που κυμαίνεται από την αδιαφορία μέχρι την παραφορά, από την πιθανότητα μελλοντικής σύγκλισης μέχρι την οριστική απομάκρυνση.

Σε κάθε περίπτωση οι απώλειες της οικειότητας με παλιούς συντρόφους και συντρόφισσες, καθώς και οι απανωτές μεταστροφές στην πορεία και τις θέσεις κατασκευάζουν νέες «τοιχοποιίες» συχνά αναπόφευκτες και έντονα συναισθηματικές, με το στοιχείο της ματαίωσης ενεργό και αναπόφευκτο στο υπό διαμόρφωση τοπίο. Η αριστερή μελαγχολία συνδέεται τοιουτοτρόπως με τη συμπόρευση πολιτικού και προσωπικού, παραμένοντας κεντρικό εργαλείο για τη διαμόρφωση του μέλλοντος με όρους δυνατοτήτων. Τίθεται, λοιπόν το διακύβευμα που εγγράφεται στη διαπίστωση του Εριμπόν για τον Φουκώ: η αναγκαία αρχή για να είμαστε πιστοί στις νέες εκδοχές του εαυτού μας και στις πολιτικές μας θέσεις χρειάζεται να συνοδεύεται από τη γνώση «ότι αυτό συνεπάγεται ν’ αλλάζεις όταν αλλάζουν οι περιστάσεις».

Η αναγνώριση της απόστασης στις πολιτικές στροφές τις δικές μας και των άλλων θυμίζει και το παρακάτω μνημονικό περιστατικό: όταν προτάθηκε στον Φουκώ να επικοινωνήσει με τον Ντελέζ για να συζητήσουν τις διαφωνίες τους, ο Φουκώ απάντησε ως εξής: «Δεν βλεπόμαστε πια». Ο ενδεχομένως λανθάνον χαρακτήρας της απαντητικής φράσης δεν λειτουργεί αποπροσανατολιστικά. Είναι ακριβώς αυτή η διαπίστωση της φράσης ―«δεν βλεπόμαστε πια»―, η οποία είναι τόσο ωραία, ακριβώς επειδή το μόνο νόημα που δίνει στην απομάκρυνση είναι αυτό μιας αδιαφάνειας, μιας αμοιβαίας έλλειψης ορατότητας. Δεν “βλεπόμαστε” πια, επειδή δεν βλεπόμαστε πια. Η εξαφάνιση είναι υπό μια έννοια πλήρως συντελεσμένη και παράλληλα απόλυτα ακυρωμένη. Κι αυτό γιατί: «το τέλος μιας σχέσης οικειότητας συνίσταται, πριν απ’ οτιδήποτε άλλο, στην απώλεια ενός ορισμένου τρόπου να χανόμαστε μαζί από προσώπου γης ή να γινόμαστε ακατανόητοι ο ένας για τον άλλον»[1].

Το «δεν βλεπόμαστε πια» συνδέεται σε διαφορετικό βαθμό και με πολλούς τρόπους με το «δεν μιλάμε πια», και ίσως αυτό να είναι προτιμότερο από τη συντήρηση μιας σχέσης που έχει παρέλθει με την επίμονη προσπάθεια αναθέρμανσής της με την εφαρμογή ανούσιων συγκαταβατικών πλαισίων επικοινωνίας. Πάντως σε όλα τα παροντικά συμβάντα οι αλλαγές που συντελούνται όταν τόσα και τόσα πρόσωπα πέφτουν ηχηρά από τα βάθρα τους, μας προσκαλούν να απέχουμε πολιτικά από τις υποτακτικές υποκριτικές θέσεις που παρατηρούνται σε δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους και που τόσο εύστοχα περιέγραψε ο Καρυωτάκης.

Βέβαια. Έπρεπε να σκύψω μπροστά στον ένα και, χαϊδεύοντας ηδονικά το μαύρο σεβιότ —παφ, παφ, παφ, παφ—, «έχετε λίγη σκόνη» να ειπώ, «κύριε Άλφα».

Ύστερα έπρεπε να περιμένω στη γωνία, κι όταν αντίκριζα την κοιλιά του άλλου, αφού θα ‘χα επί τόσα χρόνια παρακολουθήσει τα αισθήματα και το σφυγμό της, να σκύψω άλλη μια φορά και να ψιθυρίσω εμπιστευτικά: «Αχ, αυτός ο Άλφα, κύριε Βήτα…».

Έπρεπε, πίσω από τα γυαλιά του Γάμμα, να καραδοκώ την ιλαρή ματιά του. Αν μου την εχάριζε, να ξεδιπλώσω το καλύτερο χαμόγελό μου και να τη δεχτώ όπως σε μανδύα ιππότου ένα βασιλικό βρέφος. Αν όμως αργούσε, να σκύψω για τρίτη φορά γεμάτος συντριβή και ν’ αρθρώσω: «Δούλος σας, κύριε μου»[2]

Αυτοί που και το «το ψωμί της εξορίας» αγαπούν και τις κουρούνες συμπεραίνουν συχνά πως η ακύρωση της κάθαρσης είναι μια άλλη κάθαρση της ιστορίας που προχωρεί ―και με όρους προσωπικού―, αλλά και της ζωής που παραμένει απρόβλεπτη. Όπως επεσήμανε και ο Μπένγιαμιν κανείς δεν μπορεί να γυρίσει με μια κίνηση προς τα έξω τη φόδρα του χρόνου, αλλά οι δυνατότητες των αριστερών διεκδικήσεων μπορούν να διατηρηθούν με ονειρικές και συμβολικές επενδύσεις, με σαφές πολιτικό στίγμα στις διαρκείς συνομιλίες κομβικών στιγμών παρελθόντος και παρόντος. Συνομιλίες που χωρίς εξιδανικεύσεις και απλουστευτικά μυθεύματα θα διευρύνουν τις πιθανότητες ανατροπής αυτού του ζοφερού παρόντος, όχι βέβαια χωρίς προσωπικό και πολιτικό κόστος.

 


[1] Artiѐres, Ph., Bonneville-Potte, M. (2007) D’ aprѐs Foucault: gestes, lutes, programmes, Παρίσι, Les Prairies ordinaries, όπως αναφέρεται στον Μαντοζιό, Ζ. Μ. (2019) Μισέλ Φουκώ: η μακροημέρευση μιας απάτης. Φουκώφιλοι και φουκωλάτρες, Αθήνα: Μάγμα, σ. 135.
[2] Καρυωτάκης, Κ. Γ. (2016) Ποιήματα και πεζά, Κάθαρσις, επιμ.: Σαββίδης, Γ.Π., Αθήνα: Εστία, σσ. 160-161.

~.~

*

*

*