*
ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ ΜΕ ΛΟΓΟ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΑ | 29.v.24
Κείμενα – Φωτογραφίες ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ
*
ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΛΙΨΗΣ
Όπως η χλόη φύεται στις χαρακιές των βράχων
Όπως πυκνώνει στα κενά και ανυψώνεται
Ανάμεσα από ξύλα πέτρες και νερά η περικοκλάδα
Έτσι κι η θλίψη μου θεριεύει χόρτο πρόθυμο
Καταλαμβάνοντας κενά της αμεριμνησίας
Και βάζοντας φωτιά σε γλυκασμούς
Χορταριάζω ολόκληρος από μελαγχολία
Και δεν φταίει γι᾽ αυτό ο καιρός κι η εποχή
Παρά μόνον ο κρύος άνεμος
Που μέσα μου φυσάει
Κι έχει σκοπό να με παγώσει
Και να με σπάσει σαν το κρύσταλλο
*
*
*
ΚΑΜΑΡΟΦΡΥΔΑ
Να γιατί βγήκε το επίθετο «καμαροφρύδα», που στολίζει πάμπολλα δημοτικά τραγούδια μας. Δεν νομίζεται ότι ένα όμορφο φρύδι με όλη τη μαγεία της σαγήνης του μπορεί να έδωσε την ιδέα της καμπύλης στον μάστορα;
*
*
*
ΑΓΡΑΠΙΔΙΑ
Βάδιζα μόνος στο ατέρμονο λιβάδι. Ψυχή δεν έβλεπα, μέχρι που τρόμαξα κι αναρωτήθηκα:
«Μα δεν υπάρχει τίποτα εδώ;».
Και τότε το δέντρο-φρουρός της ερημιάς αντιλάλησε:
«Τι είπατε;».
*
*
*
ΠΟΥ ΘΑ ΠΑΣ ΕΚΕΙ ΨΗΛΑ;
Ιδού το δέντρο που τόσα χρόνια τώρα τραβάει τον ανήφορο. Τεντώνεται προς τα ύψη σιωπηλό και ονειρεύεται. Μα πήγα και διέκοψα τη μακάρια ονειροπόλησή του.
«Πού θα πας δέντρο; πού θέλεις να φτάσεις» ρώτησα. Και συμπλήρωσα αμέσως:
«Μάθε πως όσο ψηλά κι αν ανεβείς, ο ουρανός θα είναι το ίδιο μακριά και πάλι.»
«Όχι δεν κυνηγώ τον ουρανό», απάντησε το δέντρο.
«Τότε;»
«Απλώς προσπαθώ να γίνω η στέγη σου.»
*
*
*
ΟΠΩΣ
Όπως ο ποταμός ψάχνει για τους ναυαγισμένους
Όπως η άνοιξη πυροβολεί ένα έρημο λιβάδι
Όπως ο ήλιος χτυπά το μέσα κρύσταλλο της πέτρας
Όπως το χιόνι γυρεύει το χαμένο του αίμα
Όπως το μάτι του τρελού φτεροκοπά μες στον καθρέφτη
Όπως ο πεθαμένος ψάχνει τα βήματά του στον διάδρομο
Όπως κοιμήθηκε ο μικρός στρατιώτης στο νυχτωμένο τρένο
Και ξέχασε όλους τους σταθμούς
*
*
*
ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟΝ ΔΑΙΜΟΝΙΟΝ
Ήταν μεσημέρι, στο σπίτι κανένας, προσπάθησα να κοιμηθώ, μα ήταν ο ύπνος των κακών ονείρων. Σηκώθηκα κι αφουγκράστηκα: απ’ τα κατάβαθα του σπιτιού ερχόταν πνιχτός ο ήχος, σαν να ροκάνιζαν την πέτρα. Έφερα έναν γύρο στα δωμάτια, ο ήχος κρουστός και ανένταχτος ανέβαινε από κάτω. Δισταχτικά κατέβηκα τη σκάλα του υπογείου. Άνοιξα. Πίσω από το πλατύσκαλο, σε δύο σαρακοφαγωμένα σκαμνιά, κάθονταν ο παππούς και η γιαγιά μου, νεκροί από χρόνια. Η γιαγιά ξεσπύριζε φασόλια σ’ ένα παλιό ταψί. Ο παππούς με το μακρύ χαμένο μας μαχαίρι ψιλόκοβε καπνό σ’ ένα σανίδι. Σε μια στιγμή σήκωσε τον πριόβολο, για να τροχίσει τη φαγωμένη λάμα. Τότε με είδε, σκούντησε τη γιαγιά και οι δυο σηκώθηκαν και χάθηκαν σε μια άλλη πόρτα, που έβγαζε πιο χαμηλά, σ’ ένα άλλο, άγνωστο υπόγειο. Ξέρω ότι τους είδα σίγουρα, όπως επίσης ξέρω, πως όχι μόνο δεύτερο υπόγειο στο σπίτι δεν υπήρχε, μα ούτε καν το πρώτο που κατέβηκα.
*
Περιπλανήσεις με λόγο και εικόνα
Επιμέλεια στήλης ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ
*
*
*





