«Το τραγικόν ειδύλλιον δύο ποιητών» [3/3]

*

Γράφει η ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ

Συνέχεια από το πρώτo και δεύτερο μέρος ]

~.~

Την επόμενη ημέρα, ο συντάκτης του άρθρου περί της τραγωδίας των ποιητών –ο τίτλος συνεχίζει να διατηρεί την κεφαλαία γραμματοσειρά–, επανέρχεται με περισσότερες λεπτομέρειες για τις κινήσεις των πρωταγωνιστών αλλά και την εξέλιξη της εξαφάνισης του έρμου του Μιράνα, βάζοντας ως υπότιτλο κάποιους στίχους από μιαν επιγραφή που βρέθηκε στην Πομπηία στην πύλη της έπαυλης του Ιοκκούντου, αφού κατά την άποψή του ταιριάζει περίφημα στην περίσταση των ερωτευμένων και δηλώνει πως ο Βαφόπουλος και η Ανθούλα θα ήταν πραγματικά ευτυχισμένοι αν δεν έδιναν βάση στα λόγια των συκοφαντών:

«Όποιος γνωρίζει ν’ αγαπά, ας είν’ ευτυχισμένος. Όποιος δεν ξεύρει ν’ αγαπά ας πάη να χαθή! Μα όποιος σ’ εμποδίζει ν’ αγαπάς , στο διάβολο ας πάη!»

~.~

Εφημερίς ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Δευτέρα, 15 Φεβρουαρίου 1932

ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ

Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΖΕΥΓΟΥΣ ΠΟΙΗΤΩΝ

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΚ ΤΟΥ ΧΘΕΣΙΝΟΥ

Ο ποιητής δεν ήξευρε φαίνεται τους στίχους του Κάτουλου: Ας αγαπιούμαστε φίλτατη Λεσβία χωρίς να δίνουμε προσοχή στα λόγια του κόσμου. Αν δεν αφίσουμε την καρδιά μας ελεύθερη τι έχουμε να κερδίσουμε σ’ αυτόν τον κόσμο; Μια νύχτα μαύρη θα μας σκεπάση και θα πάη άδικα η μικρή ζωή μας.

Το ίδιο και η ποιήτρια. Δεν προσέχει γύρω της. Ο Μιράνας δημοσιεύει ένα ποίημα σταλμένο από το ερημικό του καταφύγιο σ’ ένα περιοδικό της πρωτευούσης. Φαίνεται, ότι προσπαθεί με την λατρεία της φύσεως, να λησμονήση τον ερωτικό του παροξυσμό, γράφει:

Τι ώμορφα τα δειλινά
απ’ το χωριό μου πέρα!
τα ρόδα, κι όψη και δροσιά
το ζωηρό το χρώμα
το γέλοιο η πολλή χαρά
οι στίχοι η φλογέρα
που απ’ τις πόλεις χάθηκαν
κει! αποζούν ακόμα!!

Τι ώμορφα τα δειλινά
μέσ’ στ’ αγεριού τα χάδια
ο ήλιος δίσκος ρόδινος
και χρυσοκεντημένος
γέρνει αποσβύει χάνεται…
στα μαγεμένα βράδυα
κι όλο γιρλάντες ανθιστές
είνε στεφανωμένος.

Ο παροξυσμός του αυτός, τον αναγκάζει μια μέρα να εγκαταλείψη το Άγιον Όρος προ τριμήνου περίπου και να έλθη εις την Θεσσαλονίκην. Όταν άνοιξε την πόρτα του γραφείου μου εστάθη αδύνατον ν’ αναγνωρίσω κάτω από τα πολλαπλά στρώματα ρυπαρότητος και μαυρίλας τον απηλπισμένον ποιητήν. Τα μάτια του είχανε γύρα, γύρα βαθύτατους μελανούς κύκλους, που – θαύμα οπτικής απάτης – φαινόνταν λευκοί μέσα στην απελπιστική μαυρίλα των γενείων και της επιδερμίδος. Για να είμαι δίκαιος, οφείλω να ομολογήσω πως δεν ξεύρω θετικά αν το μαύρισμα της επιδερμίδος ήταν απ’ τη λέρα ή απ’ το ηλιόκαμμα. Τα ράσα του ήταν ξεθωριασμένα, ο σκούφος του λιγδωμένος και τα γυμνά του πόδια πλέανε μέσα σε φαρδύτατα πατημένα καλογηρικά πασούμια. Απόπνεε κυνάβραν.

— Δι’ ευχών!

— Ποιος είσαι ελόγου σου, άγιε πάτερ;

— Φάνης Μιράνας!

— Καταπληκτικόν! Και τι ζητάς εις τα εγκόσμια πάλιν, οσιολογιώτατε;

— Εκείνην!

— !!!

— Μην είδες την Ανθούλα;

— Την είδα ψες αργά!

— Είν’ εδώ;

— Βεβαίως…

— Πάντα… με τον…

— Πάντα!

— Καμμιά ελπίς;

— Ουδεμία! Φουκαρά Μιράνα, ξαναγύρνα στο Μοναστήρι σου!

Ο καλόγηρος–ποιητής έφυγε σέρνοντας τα πασούμια του. Πού πήγε; Αγνοώ. Κάπου θα κρύβη τη στραπατσαρισμένη του ύπαρξη.

ΕΝΑΣ ΑΛΛΟΣ ΕΡΩΣ

Στο γήπεδο του Ηρακλέους γίνονταν ματς. Το ποδόσφαιρο την εποχή εκείνην ήταν στα φόρτε του. Ένα παραλήρημα ήρχισε να καταλαμβάνη ωρισμένη μερίδα του κοινού. Οι κερκίδες του γηπέδου γέμιζαν από νωρίς. Ο Ηρακλής και ο Άρης στις δόξες τους. Εχθροί αδυσώπητοι. Χωρίς οίκτο και έλεος ο ένας για τον άλλο. Οι ποδοσφαιρισταί ήταν οι ερασταί της μόδας διαφόρων μωρών θυγατρίων. Πήγαιναν και παρακολουθούσαν τα ματς σα να επρόκειτο περί μυσταγωγίας. Και υπήρχαν στιγμές, που πολλά από τα κορίτσια αυτά, υστερικά και μισοανισόρροπα γλυστρούσαν λιποθυμισμένα από τις κερκίδες. Αδύνατον να περιγραφή τι γινόταν αν ο «εκλεκτός» της καρδιάς των επετύγχανε κανένα γκωλ. Οξύταται κραυγαί εγέμιζαν το γήπεδο και οι ποδοσφαιρισταί μαστιγούμενοι από τας ιαχάς και τας παρορμήσεις, κεντριζόμενοι από την παρουσίαν των διαφόρων κορασίδων, εκλωτσούσαν με τέχνην πολλήν την μπάλλαν… προς τας κερκίδας διά να επιδεικνύουν από κοντά τα γερά και ματωμένα κορμιά των εις τας δεσποινίδας.

Ανάμεσα σ’ αυτές βρίσκονταν τις περισσότερες φορές και η Ανθούλα. Είχε μαρκάρει κάποιον ποδοσφαιριστήν, τον Λεονταρίδην, που ήταν σβέλτος και καλοκαμωμένος. Ο ποιητής ήξευρε την αδυναμία αυτή της φίλης του μα έλεγε πάντα:

— Η Ανθούλα είναι ωραιοπαθής. Είναι όμως αγνή. Της αρέσει να βλέπη όμορφα πράγματα. Καμμιά σημασία δεν έχει αν ανάμεσα σε αυτά είναι και έφηβοι όπως ο Ρε… και ο Λεονταρίδης. Τους κάνει παρέα τους μιλά και τους θαυμάζει. Όμως είμαι βέβαιος πως πέρα από μια λεπτή και ευγενική σχέση, δεν μπορεί δεν είναι δυνατόν να υπάρχη μια σχέση άλλης μορφής.

Εφόσον το εβεβαίωνεν αυτό ο ποιητής, δεν μας επιτρέπεται νάχουμε καμμιά αντίρρηση. Όμως η λύσσα του και οι βρισιές του στη ποιήτρια, δείχνουν ότι η βεβαιότητα του αυτή δεν ήτανε ικανή να του κατασιγάση τη φαρμακερή ζήλεια που του δάγκωνε τη καρδιά.

Αυτά γράφει ο ανώνυμος συντάκτης και κλείνει το άρθρο προλογίζοντας την αποκάλυψη ενός ακόμη έρωτα της ποιήτριας με έναν «σοβαρό εντεραστή του ποιητή», τον διευθυντή μιας δραματικής σχολής.

~.~

Τρίτη, 16 Φεβρουαρίου 1932

Η ΕΡΩΤΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΖΕΥΓΟΥΣ ΠΟΙΗΤΩΝ

— Εζούσαν διαρκώς μέσα εις την αμφιβολίαν της αγάπης των
— Και όμως ελάτρευεν ο ένας τον άλλον
— Οι συγγενείς και διάφοροι δυσαρμονίαι
– Όπου εμφανίζεται ένας ηθοποιός και φέρνει σύγχυσιν.

Η ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑΣ

Ο ποιητής φαινομενικά εζούσεν ήσυχος. Είχε μάθει να υποκρίνεται και προς τον εαυτό του και προς τους άλλους. Η λύσσα του όμως εναντίον εκείνων που ήθελαν να του αποσπάσουν την εκλεκτήν του, εξέσπαζεν εις στίχους καφτερούς, μέσα στους οποίους άφινε να ζωγραφίζεται όλη η θύελλα της ψυχής του. Ο Βαφόπουλος υπωπτεύετο ότι η καρδιά της Ανθούλας κατεκτήθη από τον διευθυντήν κάποιας Δραμματικής Σχολής, τον κ. Κρ…, ο οποίος με ζωηρότητα περιέγραφεν εις την ποιήτρια την ζωήν της σκηνής και υπέσχετο να την εισαγάγη εις τα μυστήρια της Τέχνης. Τοιαύτη ήτο η επίδρασις του κ. Κρ… επί του πνεύματος της κόρης ώστε ο ποιητής έχασε προς στιγμήν την βεβαιότητά του και δειναί αμφιβολίαι τον κατέλαβον και πάλιν. Εις την «Μπαλάντα της αγάπης», γράφει:

Ήσουν παιδούλα ανήξερη και φάνταζε
ωραίο το κάθε τι στο αθώο σου βλέμμα
Την κάθε πλάνη αγκάλιαζες και πίστευες
σε κάθε αλήθεια και σε κάθε ψέμμα.
Ως που μια μέρα κάποιος σε ξεπλάνεψε,
ψεύτης, ξελογιαστής, της πλάνης θρέμμα.
Ότι στα περασμένα χρόνια ο Κάλλιμπαν δεν
έκαμε, ο μοιραίος τώκαμεν εκείνος.
Ήταν ο υποκριτής του ψεύτικου έρωτα
κι ο πλάνος της αγάπης θεατρίνος.

Εν τοσούτω και η περιπέτεια αυτή με τον «υποστηρικτήν του ψεύτικου έρωτα» με τον θεατρίνον, δεν ήταν και τόσο ακίνδυνη. Βάσταξε μια ολόκληρη τετραετία. Ο πόνος έγινε θρησκεία για τον ποιητή και τον ύψωσεν ως τα πόδια του «ευσπλαχνικού Κυρίου». Δεν πίστευεν ο Βαφόπουλος πως η μοίρα θ’ άλλαζε τον ρυθμό της ζωής μ’ όλον τον χωρισμό. Στην ορφική του λύρα ετόνιζε πάντοτε το τραγούδι του γυρισμού.

Η ποιήτρια όμως είχεν υποστεί μια μεταβολή. Το βλέμμα της ήτανε χλωμό, η μορφή της ωχρή. Ούτε αυτή η μουσική φωνή της δεν έμεινεν απείραχτη. Όλα μαρτυρούσανε για την θλιμμένη δύστυχη ζωή της. Ο ποιητής όμως πίστευε στον δημιουργικό των έρωτα. Γι’ αυτό γράφει:

Μα ο άνεμος του χρόνου αν τα τριαντάφυλλα
απ’ τα μάγουλά σου έχει μαδήση
Κι αν ο μεγάλος πόνος μέσ’ στα στήθεια μου
για πάντα τη ζωή σου έχει σφραγίσει
Όμως ο πρώτος της αγάπης κρίνος μας
είδαμε ξαφνικά πάλι ν’ ανθίση.

Ο έρως αυτός είχεν εμπόδια. Ο ποιητής δεν τολμούσε να τον εξομολογηθεί στους δικούς του. Αρραβωνιάστηκε κρυφά με την Ανθούλα. Τις βέρες τους τις ανταλλάξανε καταμεσής του δρόμου. Μα όσο μυστικό κι αν ήτανε το πράγμα, κάποτε μαθεύτηκε. Και στο σπίτι του ποιητή έγινε μιαν αναταραχή. Δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να ακούσουν για ένα τέτοιο γάμο. Η ζωή των δύο ερωτευμένων περνούσε μέσα σε διαρκή θλίψη και στεναχώρια.

Υπό τις συνθήκες αυτές έκαμαν ένα ταξίδι στην Αθήνα όπου ο ποιητής είχε μια θεία. Οι συγγενείς του δέχτηκαν πολύ άσχημα εκείνην που θα γινόταν γυναίκα του. Η συμπεριφορά αυτή δημιούργησε νέα ψυχρότητα μεταξύ των δύο ερωτευμένων. Η Ανθούλα είχε θιγή στην αξιοπρέπειά της.

Ηξίωσε να μην πατήση ξανά ο ποιητής στο σπίτι όπου την προσέβαλαν τόσο θανάσιμα. Αυτό δεν ήταν δυνατόν. Ο ποιητής αγαπούσε το συγγενολόγι του. Και σε μια ζωηρή συζήτησι πιάστηκαν τόσο που στο τέλος έβαλαν κι οι δυο τα κλάμματα κι έπεσεν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.

— Ανθή μου δεν μπορεί να γίνει αλλοιώς, σπλάχνο μου. Πρέπει να σκοτωθούμε.

Έτρεξε κι αγόρασε ένα πιστόλι και γύρισε στο ξενοδοχείο. Μάταιη προσπάθεια. Ο ποιητής δεν μπόρεσεν ούτε να σκοτώση ούτε να σκοτωθή. Υποτάχθηκε στο μοιραίο.

ΠΡΟΣ ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟΝ

Έπειτα από μια ζωήν διαρκούς γκρίνιας και διαπληκτισμών, ο τρελλός ερωτευμένος ποιητής πήρε των ματιών του και έφυγε. Λέγουν για το Άγιον Όρος. Δεν το πιστεύουμε και όλαι αι πληροφορίαι λένε πως ο ποιητής βρίσκεται καλά αμπαρωμένος σ’ ένα φιλικό καταφύγιο που δεν θ’ αργήση να γνωσθή. Η ποιήτρια πιστεύει ότι θα το ανακαλύψη και θα τον φέρη σιμά της. Ίσως. Όλα μπορούν να γίνουν σ’ αυτόν τον κόσμο.

*

*

ΑΝΑΦΟΡΕΣ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Γιώργος Βαφόπουλος, Οι ασκοί / Τα επιγενόμενα, Θεσσαλονίκη, 1977.
Γιώργος Βαφόπουλος, Άπαντα τα ποιητικά, Παρατηρητής, 1990.
Εφημερίδα Μακεδονία της Παρασκευής, Αφιέρωμα 12-16 Φεβρουαρίου 1932.
Ανθούλα Σταθοπούλου, Έκνομη ηδονή / Νύχτες Αγρύπνιας, 1932.
Φάνις Μιράνας, Πανθεσσαλικό Ημερολογιακό Λεύκωμα, Θωμά Βινικίου-Παπακωνσταντίνου, 1927.
Εφημερίδα Θεσσαλικά Χρονικά, τόμος επετειακός, 1961.
Στα κείμενα της εφημερίδας διατηρήθηκε η αρχική ορθογραφία.

~.~

ΝΟΥΜΠΕΤΙ, ΜΟΥΧΑΜΠΕΤΙ

Ίσως όντως να υπάρχει εκείνο το τραγούδι που μιλά σε όλους μας την ίδια ιδιόλεκτο, όμως, σε διαφορετική για τον καθένα γλώσσα. Κι ίσως υπάρχει πάντοτε ένας στίχος που στέκεται όρθιος στον άνεμο της ιστορίας και βγαίνει σεργιάνι τα βράδυα γυρεύοντας μιαν άλλη επιφάνεια της φωνής που ξέχασε στην ώρα της να φωνάξει.

Αναλογίζομαι αυτούς που μίσεψαν πέρα απ’ το σύνορο του κόσμου, μα εκεί που πήγαν φαίνεται καλοπερνούν, χορεύουν, τραγουδούν, γιατί δεν γύρισε κανείς παράπονο να κάνει.

Κείμενα – Επιμέλεια στήλης
Ειρήνη Καραγιαννίδου

*

*