*
τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ
Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση
Εἶν’ ἕνα «βιβλίο τσέπης» τῶν πενήντα σέντς. Σχῆμα 16ο. Σελίδες, κείμενο μαζὶ μὲ τὶς εἰκόνες, ὄχι παραπάνω ἀπὸ ἑβδομήντα.[1] Μιὰ ἀπὸ τὶς ἀναρίθμητες ἐκλαϊκευτικὲς ἐκδόσεις Tέχνης ποὺ γεμίζουνε τὰ βιβλιοπωλεῖα τῆς Ἀμερικῆς καὶ τῆς Εὐρώπης.
Ὅμως, μέσα σὲ τοῦτο τὸ βιβλιαράκι εἶναι κλεισμένη μιὰ μαυλιστικὴ φωνή, ἕνα τραγούδι σειρήνας. Περιμένει νὰ τ’ ἀνοίξεις, ἐσύ, ὁ φυλακισμένος ἀπὸ τὸ χειμώνα καὶ τὴ δουλειά σου, ὁ δεμένος ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ δειλὸ κι ἀναποφάσιστο ἑαυτό σου μὲ τοὺς δρόμους καὶ τὰ σπίτια καὶ τὰ καφενεῖα καὶ τοὺς κινηματογράφους μιᾶς ἐπαρχιώτικης πολιτείας, γιὰ νὰ σοῦ ψιθυρίσει στ’ αὐτὶ τὸ γοητευτικὸ κάλεσμά του.[2]
Εἴκοσι χρωματιστὲς φωτογραφίες πινάκων τοῦ Πὼλ Γκωγκὲν[3] ξετυλίγουνε μπροστὰ στὰ θαμπωμένα μάτια σου ἰσάριθμες ἀπόψεις ἑνὸς πρωτόγονου τροπικοῦ παράδεισου. Εἶν’ ἡ Ταϊτὴ κι ἡ Χίβα-Ὄα,[4] ἀπίθανα, ὀνειρικὰ νησιὰ τοῦ Εἰρηνικοῦ, ὅπως τὰ κράτησε στὸ μουσαμά του, αἰχμάλωτα τῆς αἰωνιότητας, ὁ «καταραμένος» ἐκεῖνος ζωγράφος. Ἕνας τόπος παντοτεινοῦ καλοκαιριοῦ καὶ παράξενης, ἐξωτικῆς ὀμορφιᾶς. Ἕνας κόσμος φωτεινός, λαμπερός, ὁλοκαίνουργιος, λὲς καὶ βγῆκε μόλις ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.
Χρώματα ζεστὰ χτυπητά, βάρβαρα, δεμένα ὅλα μαζὶ σ’ ἕνα ὀργιαστικὸ ἀγκάλιασμα χυμοῦνε καὶ γεμίζουνε τὰ μάτια σου. Τὸ πράσινο τῆς τροπικῆς βλάστησης εἶναι τόσο δυνατὸ ποὺ βάφει μὲ τὸ ἴδιο χρῶμα τ’ ἄσπρο ἄλογο καθὼς πίνει νερὸ ἀπὸ τὸν ποταμὸ καὶ δίνει ἀκόμη καὶ στ’ ἀνθρώπινα πρόσωπα κάποτε μιὰ πρασινωπὴ ἀπόχρωση. Τὰ κόκκινα χαμολούλουδα μοιάζουνε μὲ φλόγες ποὺ χυθήκανε νὰ κάψουνε τὴ γή. Ἄλλα λουλούδια μενεξελιά, κίτρινα ἢ γαλάζια φαντάζουνε σὰ μεγάλα πανιὰ ποὺ πρὶν ἀπὸ λίγο τὰ βουτήξανε στὴ μπογιὰ καὶ τά ’χουν ἁπλώσει κατάχαμα νὰ στεγνώξουνε. Τὸ ἴδιο μενεξελὶ χρῶμα ἔχουνε συχνὰ κι οἱ κορμοὶ τῶν δέντρων, ἀκόμη καὶ τὰ φυλλώματά τους. Τὰ νερὰ τῶν ποταμῶν ἢ τῶν πηγῶν χρωματίζουνται βαθυγάλανα ἢ κοκκινωπὰ ἀπὸ μυστηριώδικες, ἄγνωστες αἰτίες.
Μέσα σὲ τοῦτο τὸ χρωματικὸ ὄργιο κυκλοφοροῦν οἱ μπρούντζινες φιγοῦρες τῶν Ταϊτινῶν, γυναῖκες τὸ πιὸ πολὺ, ἄλλοτε τυλιγμένες σ’ ἕνα χτυπητὸ κλαδάτο κομμάτι ὕφασμα κι ἄλλοτε προσφέροντας γυμνὸ τὸ κορμί τους στὸν ἥλιο. Οἱ στάσεις κι οἱ κινήσεις τους ἔχουνε μιὰ μακάρια ἁπλότητα καὶ τὰ λοξὰ μαῦρα μάτια τους σὲ κυττάζουνε μὲ τ’ ὁλόισιο βλέμμα ποὺ δὲν ἔχει νὰ κρύψει τίποτα. Καμιὰ πονηριὰ καὶ καμιὰ ἐπιτήδευση στὰ πλατιά, σοβαρὰ πρόσωπά τους. Τοῦτοι οἱ ἄνθρωποι, ἄντρες καὶ γυναῖκες, ποὺ κάθουνται στὸν ἴσκιο τῶν δέντρων, ποὺ ἑτοιμάζουνται νὰ ριχτοῦνε στὴ θάλασσα, ποὺ τεντώνουνε κορμὶ καὶ χέρια γιὰ νὰ φτάσουνε μεγάλους ἀλλόκοτους καρπούς, ὅμοιους μ’ ὁλόγεμα φεγγάρια, ποὺ ἀφουγκράζουνται μὲ δέος παλιὲς ἱστορίες, δὲν ἔχουνε κάμει ἀκόμη τὴν ἀνακάλυψη τῆς ἁμαρτίας. Βρίσκουνται πέρα ἀπὸ τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό, ὅπως θά ’λεγε ὁ Νίτσε.[5] Εἶν’ οἱ ἀπόγονοι κάποιων πρωτόπλαστων ποὺ δὲ σύρθηκε κανένα φίδι ἀνάμεσά τους. Ἕνας παρθένος κόσμος ποὺ ζεῖ σὲ μιὰ ἀδιάκοπη μακαριότητα.
Καθὼς κυττάζεις τούτους τοὺς πίνακες νιώθεις πολὺ καλὰ τὸ μεγάλο πόθο ποὺ βασάνιζε χρόνια καὶ χρόνια τὸν Γκωγκὲν καὶ δὲν τὸν ἄφηνε σ’ ἡσυχία:
«Μακάρι νἀρχόταν κάποτε γιὰ μένα ἡ μέρα ποὺ θὰ πάω νὰ χαθῶ στὰ δάση ἑνὸς νησιοῦ τοῦ Ὠκεανοῦ, νὰ ζήσω ἐπὶ τέλους τὴν ἔκσταση, τὴ γαλήνη, τὴν Τέχνη […]. Ἐκεῖ κάπου, στὴν Ταϊτή, θὰ μπορέσω στὴ σιωπὴ τῆς ὄμορφης τροπικῆς νύχτας, ν’ ἀκούσω τὴ γλυκειὰ μουρμουριστὴ μουσικὴ τῶν χτύπων τῆς καρδιᾶς μου, τέλεια ἐναρμονισμένων μὲ τὶς μυστηριώδεις ὑπάρξεις τριγύρω μου. Ἐλεύθερος, ἐπὶ τέλους, χωρὶς νὰ μὲ νοιάζει τὸ χρῆμα, θὰ μπορέσω ν’ ἀγαπήσω, νὰ τραγουδήσω, νὰ πεθάνω […]».[6]
Δὲν εἶχε γνωρίσει ἀκόμη τὶς Νότιες Θάλασσες ὅταν ἔγραφε τὶς παραπάνω γραμμές. Μιλοῦσε μόνο ἡ φαντασία του κι ἡ δίψα γι’ ἁγνότητα καὶ δημιουργία μακριὰ ἀπ’ τὴ διαφθορὰ τοῦ πολιτισμοῦ. Στὶς φωτογραφίες τῶν ζωγραφικῶν ἔργων του, πού ’χομε τώρα μπροστά μας, βλέπομε πὼς ἡ φαντασία δὲν τὸν εἶχε ἐξαπατήσει. Ἡ Ταϊτή, ἔτσι καθὼς τὴν ἀντικρύσανε τὰ μάτια του, εἶν’ ἡ ἴδια ἡ Ταϊτὴ τοῦ ὀνείρου του. Δὲν εἶναι παράξενο ποὺ γιὰ χάρη της παραίτησε καὶ οἰκογένεια καὶ καλλιτεχνικὴ δόξα καὶ στρωμένη ζωή, μεσόκοπος πιὰ στὰ 1891, γιὰ νὰ περάσει τὰ ὑπόλοιπα δώδεκα χρόνια του (ἐξὸν ἀπὸ ἕνα σχετικὰ σύντομο διάστημα ποὺ δοκίμασε νὰ ξαναεγκλιματιστεῖ στὴ Γαλλία) στὸν πρωτόγονο παράδεισό τους. Κι ὅμως σὲ τοῦτο ἴσα ἴσα τὸν παράδεισο πέρασε τὴν πιὸ βασανισμένη περίοδο τῆς ζωῆς του. Ἄρρωστος, φτωχός, σχεδὸν ἀλκοολικός, μ’ ἕνα δυνατὸ μίσος γιὰ κάθε λευκὸ ποὺ ἀπειλοῦσε νὰ μολύνει μὲ τὴν παρουσία του καὶ τὶς εὐρωπαϊκὲς συνήθειές του τὴν παρθενικὴ ὀμορφιὰ τῶν ἐξωτικῶν νησιῶν ποὺ ζητοῦσε νὰ ἐκμεταλλευτεῖ τοὺς ἀπονήρευτους ντόπιους, μίσος ποὺ τόνε παράσερνε πότε σὲ λίβελλους καὶ πότε σὲ δικαστικοὺς ἀγῶνες κι ἔστρεψε τὴν ὀργὴ τῶν ἀρχῶν ἐναντίον του, πέθανε ἕνα θάνατο ὅλο ἀγωνία καὶ πόνο στὴν καλύβα του, «ἄγριος καὶ περήφανος»[7] ὣς τὴν τελευταία στιγμή.
Ὁ Γκωγκὲν δὲ βρῆκε τὴ γαλήνη ποὺ ὀνειρεύτηκε στὴν Ταϊτὴ καὶ στὴ Χίβα-Ὄα. Ἦταν ἕνας εὐρωπαῖος τοῦ αἰώνα του. Ὅσο κι ἂν τὸ ποθοῦσε δὲ μποροῦσε ν’ ἀποχτήσει τὴ μακαριότητα ἑνὸς πρωτόγονου. Δίχως καμιὰ ἀμφιβολία ὅμως ἄκουσε «τὴ γλυκειὰ μουσικὴ τῶν χτύπων τῆς καρδιᾶς του» νὰ συνταιριάζεται ἀπόλυτα μὲ τὸ γύρω κόσμο. Ἐλεύθερος ἀπὸ δεσμούς, βιοτικὲς μέριμνες, ἔγνοιες γιὰ δόξα καὶ καλλιτεχνικὴ προβολή, μπόρεσε νὰ μεταφράσει τούτη τὴ θαυμαστὴ συμφωνία τοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου μὲ τὸν ἐξωτερικὸ σ’ ἕνα ἔργο ἀθανασίας. Ἀγάπησε καὶ τραγούδησε καὶ πέθανε ὅπως τό ’θελε.
Κι ἐσὺ ὁ ἀσάλευτος ἐπαρχιώτης[8] καθὼς κυττάζεις μιὰ σταχτιὰ χειμωνιάτικη μέρα, μέσα σ’ ἕνα φτηνὸ βιβλιαράκι τῆς τσέπης, τὶς φωτογραφικὲς ἀναπαραστάσεις κάποιων στιγμῶν τῆς ταϊτινῆς ζωῆς ποὺ χάρισε τὴν αἰωνιότητα τ’ ἅγιο χέρι τοῦ βασανισμένου ζωγράφου, νιώθεις ν’ ἀναταράζει τὴν ψυχή σου ὁ πόθος τῆς φυγῆς.[9] Ἡ τροπικὴ σειρήνα σὲ καλεῖ ἐπίμονη, γοητευτική. Κι ἐσὺ ξέρεις πὼς ὁ κόσμος μὲ τὰ λαμπερὰ χρώματα καὶ τοὺς βαθιοὺς πράσινους ἴσκιους, μὲ τοὺς ἁπλοϊκοὺς μπρούντζινους ἀνθρώπους καὶ τὶς γεμάτες μυστήριο φωνὲς καὶ μορφὲς τοῦ πυκνοῦ δάσους δὲν ὑπάρχει πιὰ παρὰ μόνο στοὺς πίνακες τοῦ Πὼλ Γκωγκέν, γιατὶ τὸν ἔχει σκοτώσει γιὰ πάντα ὁ πολιτισμός. Ξέρεις πὼς καμιὰ Τεχούρα[10] δὲν πρόκειται ν’ ἀφοσιωθεῖ σ’ ἐσένα καὶ κανεὶς Τιόκα[11] δὲν πρόκειται νὰ γλυκάνει μὲ τὶς περιποιήσεις του τὶς στιγμὲς τοῦ πόνου σου. Κι ἀκόμη ξέρεις πόσο ἀπραγματοποίητο εἶναι τοῦτο τὸ ταξίδι γιὰ σένα τὸ σκλάβο τῆς δουλειᾶς καὶ τοῦ δισταγμοῦ. Κι ὅμως συδαυλίζεις ἀδιάκοπα τὸ τρελὸ ὄνειρο, ἴσως γιὰ νά ’χεις κάτι τὴν ἄχαρη ζωή σου νὰ γλυκαίνει σὰν ἐκείνη τὴν ἀπλησίαστη μυθικὴ Ταορμίνα[12] στὸ ποίημα τοῦ Οὐράνη.[13]
~.~
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΠΙΜΕΛΗΤΡΙΑΣ
Πρώτη δημοσίευση: Κήρυξ Χανίων 3.2.1963
[1] Paul Gauguin, by John Rewald, published by Harry N. Abrams, INC, in association with Pocket Books, INC., New York, 1954.
[2] Τέσσερα χρόνια μετὰ τὴ δημοσίευση τούτης τῆς ἐπιφυλλίδας τὸ γονιμοποιὸ κάλεσμα εἶναι ἀκόμη ἐνεργό· γεννᾶ τὸ δίδυμο ποίημα «Τὸ κάλεσμα τῆς χίμαιρας», ποὺ ἐντάσσει στὴν ποιητικὴ συλλογὴ Μονόλογοι, 1967(τώρα στὸν συγκεντρωτικὸ Α΄ τόμο Τὰ Ποιήματα 1967 ‒ 2007. Οἱ δημοσιευμένες συλλογές. Κίχλη 2021· βλ. καὶ τὶς σχετικὲς σημειώσεις στὶς σ. 487‒489).Ἴδια ἀφόρμηση, ἴδιες ἰδέες, ἴδια συναισθήματα, πότε‒πότε ἴδιες λέξεις, ἴδιες φράσεις (π.χ. ἡ φράση «κάποιων πρωτόπλαστων ποὺ δὲ σύρθηκε κανένα φίδι ἀνάμεσά τους» στὸ ποίημα μεταφέρεται ὡς ἑξῆς: «οἱ πρωτόπλαστοι ποὺ κανένα φίδι / δὲ σύρθηκε ἀνάμεσά τους»).
Τολμῶ νὰ πῶ ὅτι ἡ ἐπιφυλλίδα, γραμμένη μὲ κινηματογραφικὴ τεχνική, ὅπου παρὸν καὶ παρελθὸν συμπλέκονται ἔντεχνα καὶ ἁρμονικά, θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ ἢ καὶ νὰ ἰδωθεῖ ὡς ἕνα ντοκιμαντὲρ «λόγου».
[3] Πὼλ Γκωγκέν (Παρίσι 1848‒Χίβα Ὄα 1903).
[4] Χίβα Ὄα: τὸ δεύτερο σὲ ἔκταση νησὶ τῶν νήσων Μαρκὶζ στὸν νότιο Εἰρηνικὸ ὠκεανό, σὲ μεγάλη ἀπόσταση ἀπὸ τὴν Ταϊτή.
[5] Πέρα ἀπ’ τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό, εἶναι βιβλίο ποὺ ἔγραψε τὸ 1886 ὁ Νίτσε (Γερμανία 1844‒1900).
[6] Τὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ ἀνυπόγραφο ἄρθρο (πιθανῶς τῆς Ἀθηνᾶς Καλογεροπούλου) τῆς ἀθηναϊκῆς ἐφημερίδας Ἐλευθερία (ἀρ. φύλ. 4628/4.10.1959, σ. 8) μὲ τίτλο: «Πὼλ Γκωγκέν. Ὁ μεγαλοφυὴς ζωγράφος ποὺ μόνος του προτίμησε τὴ μιζέρια….».
Τὸ ἀπόκομμα ὑπάρχει στὸ ἀρχεῖο τῶν ἐφημερίδων ποὺ κρατοῦσε ὁ Γ. Μανουσάκης. Τὸ ἐντὸς τῶν ἀγκυλῶν τμῆμα ποὺ παραλείπεται εἶναι τὸ ἑξῆς: «Θἄχω ὁλόγυρά μου μιὰ καινούργια οἰκογένεια καὶ θὰ νιώθω πὼς βρίσκομαι μίλια μακριὰ ἀπὸ τὸν ἀγώνα τῶν Εὐρωπαίων γιὰ τὸ χρῆμα».
[7] Τὴ φράση τὴ λέει ὁ ἴδιος ὁ Γκωγκέν: «Εἶμαι ἕνας ἄγριος καὶ εἶμαι περήφανος γι’ αὐτό»: στὸ κείμενο «Ἡ ζωὴ τοῦ Γκωγκὲν» τῶν Lawrence καὶ Elisabeth Hanson, ποὺ εἶχε δημοσιευτεῖ (χωρὶς ὄνομα μεταφραστῆ) στὸ περιοδικὸ (ὑπάρχει στὴ βιβλιοθήκη τοῦ Γ. Μανουσάκη) Ἐκλογὴ τῆς Ἑλένης Γ. Βλάχου, τόμος Ι΄ τχ. 109, Νοέμβριος 1954, σ. 25‒32: 31.
[8] «Κι ἐσὺ ὁ ἀσάλευτος ἐπαρχιώτης»: εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ φράση εἶναι αὐτοαναφορική, ὅπως καὶ ὅλη ἡ τελευταία παράγραφος. Ὁ ἐπιφυλλιδογράφος ζεῖ στὰ Χανιὰ καὶ τὴν ἐπιφυλλίδα του θὰ τὴ δημοσιεύσει στὴν ἐφημερίδα τῆς πόλης Κῆρυξ.
[9] «ὁ πόθος τῆς φυγῆς»: καὶ ἐδῶ διαπιστώνεται, ἐκ τῶν ὑστέρων βέβαια, ἡ αὐτοναφορικότητα. Στὴν ἴδια συλλογὴ (σημ. 2) ὑπάρχει τὸ ποίημα «Φυγή», γραμμένο, πρὶν ἀπὸ τὴν ἐπιφυλλίδα, τὸ 1960, κατὰ τὴ δήλωσή του καὶ δημοσιευμένο μετά (1967).
[10] Τεχούρα: εἶναι «μιὰ ψηλὴ καὶ ὄμορφη κοπέλα ὣς 14 ἐτῶν, μὲ μεγάλα σκοτεινὰ μάτια, μὲ πλούσια μαλλιὰ καὶ μπρούτζινο δέρμα. Τὸ βλέμμα καὶ οἱ κινήσεις της ἑλκύουν ἀμέσως τὸν ζωγράφο». Ἡ ἰθαγενὴς γριά, ποὺ συνάντησε στὴν Ταϊτή, τοῦ λέει: «Σοῦ τὴ δίνω. Θὰ ξανάρθει ὅμως σὲ ὀκτὼ μέρες σὲ μᾶς. Ἂν δὲν τὴν κάνεις εὐτυχισμένη, δὲν θὰ ξαναγυρίσει κοντά σου», ὅπου στὴ σημ.7, σ. 30.
[11] Τιόκα: ὅταν ὁ Γκωγκὲν ἀρρώστησε βαριά, εὑρισκόμενος στὴ Χίβα Ὄα, «ἕνας ἰθαγενής, [ὁ Τιόκα], ποὺ εἶχε κατηγορηθεῖ γιὰ κανιβαλισμό, τὸν ἐπισκέπτεται στὴν καλύβα του», ὅπου στὴ σημ.7, σ. 31.
[12] Ἡ Ταορμίνα, ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ ἀποικία Ταυρομένιον, βρίσκεται στὴ βορειοανατολικὴ Σικελία.
[13] Τὸ ποίημα «Ταορμίνα» τοῦ Κώστα Οὐράνη, ἀνήκει στὴ συλλογὴ Ἀποδημίες (Ποιήματα, Ἐκδ. Βιβλιοπωλεῖον τῆς «Ἑστίας» Ι.Δ. Κολλάρος καὶ ΣΙΑΣ Α.Ε. Ἀθήνα, χ.χ.).
*
*
*
