Day: 10.04.2024

“στάζοντας μύρα μελανά” (ένα ταξίδι ελληνικό του «Μεθυσμένου καραβιού»)

*

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Κάπου στο μακρινό ’78, εκεί στο γύρισμα από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο, μας αγόρασε (με γραμμάτια) ο πατέρας μου, από ένα πλανόδιο πλασιέ, την 20τομη Εγκυκλοπαίδεια του Γιοβάνη, καθώς η Αντιγόνη Μεταξά είχε προ πολλού εξαντλήσει τις δυνατότητές της. Έπεσα λοιπόν πάνω της και ξεκίνησα να την καταβροχθίζω, όχι αλφαβητικά, όπως αυξάνουν κι οι τόμοι, ούτε θεματικά ή άλλως πως αλλά όπως λάχαινε κάθε φορά. Άλλοτε στην τύχη κι άλλοτε, από αφορμή ένα λήμμα, ξεστράτιζα σε δρόμους άλλους κι από εκεί αλλού, μέχρι να κουραστώ. Σε κάποιαν από τις αδηφάγες περιπλανήσεις μου, έπεσα επάνω και στο λήμμα για τον Αρθούρο Ρεμπώ (τ. 18, σ. 83). Μου εντυπώθηκε ο πίνακας του Φαντέν-Λατούρ αλλά ακόμη περισσότερο αιχμαλωτίστηκε για τα μελλούμενα χρόνια ο νους μου από το Μεθυσμένο καράβι.

Τόσο πολύ χαράχτηκε μέσα μου που το είχα σχεδόν αποστηθίσει ολάκερο. Το σφρίγος κι εικονοποιητική ζωντάνια του Μεθυσμένου καραβιού με βρήκανε σε μια στιγμή που η ψυχή μου είχε ήδη ποντιστεί βαθιά μέσα στον λυρισμό. Είχα δε μείνει για καιρό με την ακλόνητη σιγουριά ότι αυτό ήταν όλο κι όλο το ποίημα, πλώρη-πρύμνη, ως την 14η στροφή, όπως την είχε η ανώνυμη μετάφραση της εγκυκλοπαίδειας. Έφτασα πια στο τέλος των λυκειακών χρόνων για να μάθω πως το μυθικό καράβι δεν ήταν τελικά τόσο μικρό, αλλά είχε εικοσιπέντε –αντί για δεκατέσσερα– τετράστιχα. Τότε ήταν κι η εποχή που διάβασα τον Ρεμπώ αλλά και τον αγάπησα περισσότερο. Αν κι ίσως βέβαια ν’ αγάπησα πάνω απ’ όλα τον μύθο που ’σερνε τ’ όνομά του, καθώς λευκή τ’ αφρού γραμμή, κυματιστή, που αφήνουν πίσω τους τα πλοία. Τώρα που ξανακοιτάζω πάλι εκείνη τη σελίδα της παλιωμένης μα ιλλουστρασιόν εγκυκλοπαίδειας, διαβάζω σαν σε φθαρμένη αρχαία επιγραφή και τις λέξεις: τυχοδιωκτικές περιπέτειες… πρωτόγονου αισθησιασμού, κι αναρωτιέμαι τι αχνάρι μπορεί και ν’ άφησαν στον εφηβικό μου ψυχισμό, τι αποτύπωμα μελλοντικό. Ας είναι…

Τα ποιήματα του Ρεμπώ συμπορεύονταν πλέον πλάϊ-πλάϊ με το αίνιγμά του, τις επιστολές και τις φωτογραφίες του, μα και την πεζή ζωή του σαν υπαλλήλου, (λαθρ)εμπόρου, εξερευνητή στην κοντινή μου Ανατολή. Και στα ταξίδια που ακολούθησαν, πάντα έψαχνα για τα ίχνη του, το καταγάλανο, φωτεινό του βλέμμα κάπου αφημένο, στου Άντεν τον ηλιοδαρμένο βράχο ή στου Χαράρ τα σοκάκια. Εκτός από του Γκάτσου όμως το μουσικό Καράβι, ψέλλιζε η μνήμη έντρομη και τις εικόνες τις οργιαστικά τρομακτικές, που κάποτε θωρούσα ως του Μεθυσμένου καραβιού την πρύμνη: (περισσότερα…)