Το πνεύμα του καρναβαλιού

*

M A R G I N A L I A
γράφει ο Γιώργος Πινακούλας

Δύο τόμους δοκιμίων αφιερωμένων αποκλειστικά στο μυθιστόρημα έχει δημοσιεύσει ως τώρα ο Σταύρος Ζουμπουλάκης. Ο πρώτος τόμος φέρει τον τίτλο Υπό το φως του μυθιστορήματος (Πόλις, 2015) και ο δεύτερος έχει τίτλο Μυθιστορηματικό αναγνωστήριο (Πόλις, 2021). Τα τριάντα επτά συνολικά δοκίμια που συγκεντρώνονται στους δύο αυτούς τόμους έχουν γραφτεί και δημοσιευτεί σε διάφορα έντυπα κατά τη διάρκεια πολλών ετών: το παλιότερο απ’ αυτά δημοσιεύτηκε ήδη το 1996 και το πιο πρόσφατο μόλις το 2021. Μπορούμε συνεπώς να πούμε πως, διαβάζοντάς τα, ο αναγνώστης μπορεί να σχηματίσει μια συνολική άποψη για την περί μυθιστορήματος αντίληψη του Ζουμπουλάκη.

Τι αναλύει ο Ζουμπουλάκης όταν αναλύει ένα μυθιστόρημα; Ο ίδιος λέει πως «το μυθιστόρημα σκέφτεται, με τρόπο αινιγματικό, τη ζωή και τον κόσμο» και όποιος διαβάζει μυθιστορήματα «θέλει ακριβώς, συνειδητά ή ανεπίγνωστα, να ξεδιαλύνει λίγο το αίνιγμα της ζωής του, να φωτίσει το μυστήριό της, μα και να διευρύνει τα όρια της δικής του κατανόησης του κόσμου και των ανθρώπων».[1] Ξεκαθαρίζει λοιπόν ρητά πως δεν τον απασχολεί η τεχνική του μυθιστορήματος, οι αφηγηματικοί τρόποι, το χτίσιμο των χαρακτήρων κ.λπ. Ούτε πάλι τον ενδιαφέρει η γλώσσα, η ιδιαίτερη πολυφωνική γλώσσα του μυθιστορήματος, ούτε και ο ρυθμός ή η μουσικότητα της έκφρασης. Το μόνο που κοιτάζει σ’ ένα μυθιστόρημα είναι το περιεχόμενό του: οι απαντήσεις που δίνει στα ερωτήματα της ζωής, πώς μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα την πραγματικότητα που μας περιβάλλει. Αυτό λοιπόν που αναζητά ο Ζουμπουλάκης στο μυθιστόρημα είναι ιδέες, κοινωνιολογικές παρατηρήσεις, φιλοσοφικές θεωρίες. Ακόμα χειρότερα, πολλές φορές αυτό που αναζητά είναι απλώς ένα ηθικό δίδαγμα, πρακτικές υποδείξεις για το πώς πρέπει να ζεις, για το ποιο είναι το κακό και ποιο το καλό.

Με αυτό τον τρόπο όμως οδηγείται στην πλήρη διαστρέβλωση της ουσίας του μυθιστορήματος. Το μυθιστόρημα είναι ακριβώς εκείνο το λογοτεχνικό είδος που αρνιέται την ηθική. Το βασικό του γνώρισμα είναι πως δεν κάνει ηθικές κρίσεις. Κατά την ανάγνωση του μυθιστορήματος, ο αναγνώστης πρέπει ν’ αναστείλει την ηθική αποτίμηση, να μη σκέφτεται ηθικά, να μην κρίνει με ηθικά κριτήρια τους ήρωες. Ο αναγνώστης είναι υποχρεωμένος, αν θέλει να μυηθεί στον σύνθετο και πολυφωνικό κόσμο του μυθιστορήματος, ν’ αφήσει πίσω του τις ιδέες για το καλό και το κακό. Στο μυθιστόρημα κανένας δεν καταδικάζεται για όσα σκέφτεται, για όσα αισθάνεται και για όσα κάνει. Ο αναγνώστης του μυθιστορήματος προσπαθεί να κατανοήσει τον μεγαλύτερο εγκληματία, να μπει στη θέση του χειρότερου αμαρτωλού, ν’ ακούσει χωρίς σκανδαλισμό την πιο μεγάλη βλασφημία, να γίνει μάρτυρας της πιο ανίερης βεβήλωσης. Αυτή είναι η ηθική του μυθιστορήματος, όπως μας δίδαξε ο Μίλαν Κούντερα.

 

*  *  *

 

Το πνεύμα του καρναβαλιού ήταν ιδιαίτερα ζωντανό στον Μεσαίωνα και κυρίως στην ευρωπαϊκή Αναγέννηση. Ο περίφημος πίνακας του Πίτερ Μπρέγκελ, που εικονίζει τη Μάχη του Καρνάβαλου με τη Σαρακοστή, φιλοτεχνήθηκε το 1559, όταν το καρναβάλι γνώριζε την πιο μεγάλη ακμή του. Στην πραγματικότητα, ο Μπρέγκελ απεικονίζει όλη τη ζωή και όλο τον κόσμο υπό το πρίσμα του καρναβαλιού. Όπως τα έργα του Ραμπελαί ή του Έρασμου λίγα χρόνια νωρίτερα, ή όπως το μυθιστόρημα του Θερβάντες μισό αιώνα αργότερα, το έργο του Μπρέγκελ είναι βαθιά διαποτισμένο από τη σφύζουσα γελαστική κουλτούρα που κληροδότησε ο λαϊκός Μεσαίωνας στην Αναγέννηση. Τα πάντα μπορούν να ιδωθούν από την αστεία και κωμική πλευρά τους. Ίσως μάλιστα αυτή να είναι και η πιο αληθινή. Αν αναποδογυρίσουμε τη σοβαρή εικόνα του κόσμου, μπορεί ν’ αποκαλυφθεί ενώπιόν μας η βαθύτερη αλήθεια του.

Στην Αναγέννηση, το γελαστικό και καρναβαλικό πνεύμα δεν άκμαζε μόνο στις πλατείες και στους δρόμους, αλλά κατάφερε να εισδύσει και στην υψηλή λογοτεχνία. Οι λόγιοι κι οι καλλιτέχνες της εποχής προσέλαβαν την καρναβαλική κουλτούρα, και το έργο τους διαμορφώθηκε υπό την επίδρασή της.

Ποια είναι η μοίρα του καρναβαλικού πνεύματος σήμερα; Εν μέρει το ίδιο το καρναβάλι εξακολουθεί να υπάρχει, σε εξατομικευμένη όμως και διάχυτη και καθαρά διασκεδαστική μορφή. Tο καθαυτό καρναβάλι ήταν συλλογική γιορτή απελευθέρωσης, εντοπιζόταν σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο –στις πλατείες των πόλεων τις τελευταίες μέρες πριν απ’ τη Σαρακοστή– και διατηρούσε έναν τελετουργικό χαρακτήρα. Σήμερα το καρναβαλικό πνεύμα επιβιώνει, στη μεταλλαγμένη μορφή του, στις μεγάλες λαϊκές συγκεντρώσεις: στα πανηγύρια και στα καρναβάλια, στις συναυλίες και στα γήπεδα, στις πολιτικές διαδηλώσεις, ακόμα και στις υπαίθριες λαϊκές αγορές. Στον 20ό αιώνα, λέει ο Γιάννης Κιουρτσάκης, «η εμπειρία του καρναβαλικού ξεσπάσματος μεταφέρθηκε όλο και πιο συχνά έξω από τον καθιερωμένο χωροχρόνο της αποκριάς: στις κάθε λογής περισσότερο ή λιγότερο αυθόρμητες συνάξεις των ανθρώπων, στους αθλητικούς αγώνες ή στις συναυλίες ροκ, στις πολιτικές διαδηλώσεις και στα μεγάλα συλλογικά ξεσπάσματα όπως ο παρισινός Μάης του ’68 […]. Αυτά υπήρξαν δίχως άλλο τα πιο ζωντανά “καρναβάλια” του αιώνα που έκλεισε.»[2]

Επιβιώνει όμως στις μέρες μας το καρναβαλικό στοιχείο στη λογοτεχνία και στο στοχασμό; Υπάρχουν άραγε σήμερα εκείνοι οι συγγραφείς που θα παρουσιάσουν τον κόσμο καρναβαλικά, που θα τον αναποδογυρίσουν και θα μας δείξουν την ανάποδή του; Υπάρχουν άραγε εκείνοι οι στοχαστές και οι φιλόσοφοι που θ’ αναδείξουν την αξία του καρναβαλιού και θα φανερώσουνε το νόημά του;

 

* * *

 

Η τελευταία ταινία του Γούντυ Άλλεν, που έχει τίτλο Coup de chance (Γυρίσματα της τύχης στα ελληνικά), είναι πραγματικά υπέροχη. Ο μεγάλος Αμερικανοεβραίος σκηνοθέτης δεν απογοήτευσε τους φανς του, που περίμεναν πώς και πώς την πεντηκοστή ταινία του. Κεντρικό θέμα της ταινίας, όπως και πολλών άλλων ταινιών του Άλλεν εξάλλου, είναι η τύχη και οι απροσδόκητες τροπές της. Ένα γύρισμα της τύχης φέρνει σε κάποιον αμύθητο πλούτο και ισχύ, ένα άλλο γύρισμα τον μετατρέπει σε φτωχό παρία. Μία ροπή της τύχης και ξαφνικά ο ήρωάς μας πεθαίνει, ή, αντίστροφα, ενώ φαίνεται επικείμενος ο θάνατός του, σώζεται ως εκ του θαύματος.

Η όμορφη Φανί είναι παντρεμένη με τον ζηλιάρη και καταπιεστικό Ζαν, η επαγγελματική δραστηριότητα του οποίου είναι άγνωστη και μάλλον ύποπτη. Δεν ξέρει κανείς την πηγή του πλούτου του, και παλιότερα είχε κατηγορηθεί για το θάνατο του συνεταίρου του. Μια μέρα η Φανί θα πέσει τυχαία πάνω στον παλιό συμμαθητή της Αλαίν, που έχει γίνει συγγραφέας και ο οποίος παραμένει ερωτευμένος μαζί της απ’ την πρώτη μέρα που την είχε δει στο σχολείο. Το αρχικά αθώο φλερτ τους θα μεταμορφωθεί σιγά σιγά σε παθιασμένο έρωτα. Ο Ζαν όμως θα το μάθει και θ’ αποφασίσει να κινηθεί δραστικά και να βγάλει απ’ τη μέση τον αντεραστή του.

Η ταινία πραγματεύεται, στην ουσία, με ελαφρότητα τη σύγκρουση μεταξύ βολονταρισμού και τυχαιότητας. Ο Ζαν πιστεύει ακράδαντα πως ο άνθρωπος κρατά την τύχη στα χέρια του. Είναι τολμηρός κι αποφασιστικός, δεν επιτρέπει σε ηθικές αναστολές να εμποδίζουν τη δράση του, δεν αφήνει πραγματικά τίποτα στην τύχη. Ο Αλαίν, αντίθετα, είναι στοχαστικός, διστακτικός και ντροπαλός. Όπως είναι αναμενόμενο, ο Ζαν πετυχαίνει στη ζωή: είναι πλούσιος και ισχυρός, παντρεμένος με μια πανέμορφη γυναίκα. Ο Αλαίν παραμένει φτωχός, αλλά ανέμελος και μποέμ. Μοιραία θα γίνει το εύκολο θύμα του Ζαν, όταν βρεθεί στο στόχαστρό του. Η τύχη όμως και τα γυρίσματά της θα παρασύρουν τελικά και τον Ζαν. Παρά τη σιγουριά του, γίνεται κι αυτός άθυρμα στα χέρια της. Και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς; μοιάζει να μας λέει ο Γούντυ Άλλεν. Η τύχη είναι παράλογη, παραχωρεί την εύνοιά της ή την αποσύρει όποτε και όπως θέλει. Μικρή διαφορά έχει αν τη λατρεύεις και κάνεις θυσίες στο βωμό της ή αν την περιφρονείς και την αψηφάς.

Η επικρατούσα σήμερα αντίληψη προσπαθεί να μειώσει τη σημασία της τύχης. Πασχίζουμε με κάθε τρόπο να περιορίσουμε το ρίσκο, να εξαλείψουμε τους κινδύνους που μπορεί να προκύψουν στο δρόμο μας. Το αποτέλεσμα βέβαια είναι μια τρύπα στο νερό. Η τύχη παραμένει ένας απ’ τους ισχυρότερους παράγοντες που διαμορφώνουν τη ζωή μας, συλλογικά και ατομικά. Ο Γούντυ Άλλεν έχει το σπάνιο χάρισμα όχι μόνο ν’ αντιμετωπίζει κατά πρόσωπο το γεγονός πως η τύχη είναι πανίσχυρη κι εμείς εντελώς αδύναμοι μπροστά της, αλλά και να το παρουσιάζει πάντα με χαρωπή ελαφρότητα.

 


[1]   Σταύρος Ζουμπουλάκης, Υπό το φως του μυθιστορήματος, Πόλις, Αθήνα 2015, σελ. 9.
[2] Γιάννης Κιουρτσάκης, Η τρελή σοφία ή τα ανίερα ιερά, Νεφέλη, Αθήνα 2003, σελ. 56.

*

*

*