*
του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ
Η εικόνα του αμερικάνικου Νότου στην επαρχιακή του εκδοχή είναι γνωστή και τυπική στον κινηματογράφο. Προκαταλήψεις, μικρόνοια, μικροπρέπεια, κακοφορμισμένα μυστικά, ασφυκτικές για τα άτομα που θέλουν να ζήσουν μιαν ανεξάρτητη ζωή συνθήκες: όλες αυτές οι εκρηκτικές ύλες μπορούν κάποτε να οδηγήσουν σε ένα ξέσπασμα βίας. Μιας βίας που υφέρπει μέσα στις καθημερινές καταστάσεις και στις συμβάσεις τους. Μιας βίας που έχει επενδυθεί στις κοινωνικές και οικογενειακές σχέσεις με τρόπο που να μη γίνεται ορατή, να μην αναγνωρίζεται ως τέτοια‒ για το καλό της κοινωνικής ισορροπίας βέβαια!
Στην ταινία Ματωμένος δεσμός (Love lies bleeding) της Ρόουζ Γκλας η υπόκωφη αυτή βία αποτελεί το έρμα της ιστορίας. Έστω κι αν, αρχικά και φαινομενικά, η αφήγηση κινείται γύρω από τον άξονα μιας ερωτικής, και μάλιστα λεσβιακής, σχέσης. Τούτη η τελευταία, βέβαια, αποτελεί ένα επικίνδυνο φορτίο από μόνη της. Τόσο όσον αφορά στη σκοπιά της κοινωνικής αποδοχής όσο και σε εκείνη της διαπροσωπικής ερωτικής ισορροπίας. Από την πρώτη σκοπιά, η Λου (Κρίστεν Στιούαρτ), που διευθύνει ένα τοπικό γυμναστήριο, είναι σχεδόν αποδεκτή στην ερωτική της επιλογή, έστω κι αν αυτή η τελευταία, τοποθετημένη σε μια γκρίζα σχεδόν ζώνη, κινδυνεύει πάντα να ξεφύγει από την ασταθή της ισορροπία: υπονοούμενα, σχόλια, ύβρεις,. Από τη δεύτερη σκοπιά, η Λου καταφέρνει να τυλίξει μέσα σε έναν ερωτικό δεσμό την Τζάκυ (Κάτυ Ο’ Μπράιαν), μια φιλόδοξη μπόντι μπίλντερ, που προετοιμάζεται για τους αγώνες του Λας Βέγκας, και που, παρότι άστεγη και χωρίς πόρους, χαμένη μέσα σε έναν πλάνητα βίο, κάνοντας ευκαιριακό σεξ για χρήματα, θα βρει ένα είδος ισορροπίας μέσα στη σχέση της με τη Λου. Ο χώρος του γυμναστηρίου θα τους ενώσει περισσότερο, η ερωτική επιθυμία και το σεξουαλικό γούστο θα κάνει την εφήμερη επαφή ένα γερό ερωτικό κόλλημα. Τα όποια μικροπροβλήματα φαίνεται να ξεπερνιούνται εύκολα: η ερωτική ένταση έχει ένα καταλυτικό σθένος.
Περιμένουμε κάποια ανατροπή που θα ερχόταν από τα ένδον αυτής της συμβίωσης, έστω κι αν η σκηνοθέτις φροντίζει να σπείρει κάποιες νύξεις που θα ξετυλιχθούν αργότερα εκτρέποντάς μας σε άλλη κατεύθυνση. Το ομοερωτικό ζήτημα φαίνεται να μη συναντά στο κοινωνικό περιβάλλον τριβές τέτοιες που θα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν την κύρια δραματική ανατροπή. Η γυναικεία ομοφυλοφιλία γίνεται, τρόπον τινά, ευκολότερα αποδεκτή από την αντίστοιχη ανδρική. Οι παραστάσεις που διακυβεύονται σε αυτήν την τελευταία φαίνεται να μην έχουν τη δραστικότητα που έχουν σε μια λεσβιακή σχέση: η «παθητική» στάση της γυναίκας μέσα στις φαλλοκρατικές φαντασιώσεις δεν μπορεί να γίνει «παθητικότερη» μέσα στη σεξουαλική σχέση μεταξύ δύο γυναικών, μάλλον προσημαίνεται «ενεργητικά», ενώ κανενός η σεξουαλική «περηφάνια» δεν κηλιδώνεται μέσα στον λεσβιακό έρωτα.
Κανένας έρωτας όμως, όσο απόλυτος κι αν είναι, δεν συμβαίνει ερήμην των κοινωνικών σχέσεων που τον σημασιοδοτούν και τον επιτρέπουν ή τον περιχαράσσουν. Οι δύο γυναίκες θα έχουν να αντιμετωπίσουν πολλά «τρίτα» πρόσωπα: κάθε έρωτας, με την αποκλειστικότητα που αξιώνει, απαιτεί τον αποκλεισμό του «τρίτου», απαιτεί ένα μονογαμικό καθεστώς, που υποδηλώνει μια ύψιστη οσμωτική κοινωνικότητα αλλά και τον αντικοινωνικό αποκλεισμό των «τρίτων», της υπόλοιπης κοινωνίας. Η Τζάκυ θα συγκρουστεί σωματικά με τον μυώδη τύπο του γυμναστηρίου διότι αυτός δεν θα δεχθεί προς στιγμήν να νιώσει ως χαμένος διεκδικητής απέναντι στη Λου, μια «δεδηλωμένη» λεσβία: αυτό θα το εκλάβει ως μείωση του ανδρισμού του. Η νεαρή που φλέρταρε τη Λου θα νιώσει επίσης μείωση όταν τη δει να προσχωρεί στη σχέση με τη Τζάκυ‒ στοιχείο που θα έχει καθοριστική σημασία στην εξέλιξη της ιστορίας, όταν η εν λόγω κοπέλα θα γίνει αργότερα μάρτυρας στον φόνο που θα διαπράξουν οι δύο ερωτευμένες γυναίκες.
Κι εδώ είναι που η τροχιά της ερωτικής ιστορίας θα συναντήσει το ξέσπασμα της βίας. Παράλληλα με την παθιασμένη σχέση των δύο γυναικών, η σκηνοθέτις μάς παρουσιάζει, αντιστικτικά τρόπον τινά, και εν είδει μιας δραματουργικής αντίθεσης που συνηθιζόταν πολύ στο θέατρο του 18ου αιώνα (έρωτες αρχόντων, έρωτες υπηρετών), τη σχέση ανάμεσα στην αδελφή της Λου και στον γαμπρό της. Μια έγγαμη σχέση γεμάτη σωματική βία, που δεν θα αφήσει ανέγγιχτη τη σχέση των δύο ερωτευμένων γυναικών όταν η αδελφή της Λου ξυλοκοπηθεί άγρια από τον άντρα της, με αποτέλεσμα η Τζάκυ, κάνοντας χρήση της σωματικής της υπεροχής, και θέλοντας να δείξει τον έρωτά της για τη Λου, να τον σκοτώσει με άγριο τρόπο. Αυτή η αντίδραση της Τζάκυ, που, στην ουσία, μετέφρασε έμπρακτα τη δυσθυμία και την αγανάκτηση της Λου απέναντι στον βιαιοπραγούντα γαμπρό της, υπονοεί τρόπον τινά ότι η ομοερωτική κλίση των δύο γυναικών είναι εκτός των άλλων και μια αντίδραση απέναντι στην πατριαρχική ιδεολογία της πυγμής, απέναντι στη βία που καλύπτουν οι ετεροκανονικές συμβατικές σχέσεις. Και βέβαια, είναι συμμετρικά αντίθετη με τη στάση της αδελφής της Λου, αυτής που έχει ξυλοκοπηθεί άγρια και βρίσκεται στην εντατική: συγχωρεί τον άνδρα της και ανησυχεί μήπως αυτός έχει πάθει κάτι, παρότι την ξυλοφόρτωσε μέχρι παραμόρφωσης. Ο σαδισμός και ο μαζοχισμός του θηλυκού αντιπαραθέτουν εδώ τις αντίστοιχες ηθικές τους στάσεις· η βία γίνεται κάτι που δεν χωρίζει μόνο αλλά και συνέχει την οικογένεια: η κακοποιημένη αδελφή της Λου θεωρεί αυτονόητο ότι θα συγχωρήσει την κτηνωδία του συζύγου της.
Η περίτεχνη πλοκή της φιλμικής ιστορίας θα θελήσει στην αρχή της η Τζάκυ να συνευρεθεί με τον γαμπρό της Λου μέσα στο αυτοκίνητό του, σε μια περιστασιακή σχέση έναντι χρημάτων. Αυτό θα περιπλέξει ακόμη περισσότερο τα πράγματα: ο γαμπρός της Λου δεν προβάλλει το είδωλό του μέσα στην ερωτική σχέση των δύο γυναικών με έναν μόνο τρόπο, ως εκείνος που ξυλοφορτώνει τη γυναίκα του και αποτελεί την αποτροπαϊκή μορφή του ετεροκανονικού δεσμού, αυτού δηλαδή που με τη σχέση τους υπονομεύουν και προκαλούν η Λου και η Τζάκυ, αλλά είναι επιπλέον εκείνος που προηγήθηκε της Λου στη σχέση της με την Τζάκυ, εκείνος που μίανε με το ανδρικό του μόριο τη λεσβιακή «αγνότητα» τούτης της τελευταίας. Όταν η Λου μάθει για την εν λόγω σχέση, έστω κι αν αντιληφθεί ότι ήταν μια εφήμερη, αναγκαστική λόγω χρημάτων, σχέση, θα εκφράσει απερίφραστα τον αποτροπιασμό της. Η σχέση των δύο γυναικών θα αρχίσει να φυραίνει: φαίνεται ότι η απόλυτη ομοφυλοφιλία ή ετεροκανονικότητα είναι μια φαντασίωση. Εξάλλου, η Τζάκυ το ομολογεί μετά από αυτήν την αποκάλυψη: είναι αμφιφυλόφιλη, πηγαίνει και με άνδρες. Το φαντασιωτικό λεσβιακό ρομάντσο ξεφτίζει, κανείς δεν βιώνει την επιθυμία του μέσα στην κοινωνία ατιμωρητί.
Έτσι, σιγά σιγά η ερωτική ιστορία μετατρέπεται σε θρίλερ: πώς θα μπορέσουν οι δύο γυναίκες να κρύψουν τον βίαιο φόνο που διέπραξε απερίσκεπτα η Τζάκυ; Η ταινία από δω και πέρα βαδίζει στους ρυθμούς ενός αγωνιακού κρεσέντο που η σκηνοθέτις κανοναρχεί επιδέξια: οι δύο γυναίκες θα πετάξουν το πτώμα μαζί με το αυτοκίνητο σε μιαν απρόσιτη χαράδρα, που αποτελεί έναν κομβικό όρο μέσα στην πλοκή. Κι αυτό, επειδή είναι το μέρος όπου ξεφορτωνόταν τα ενοχλητικά θύματά του ο πατέρας της Λου, δυνατός άνδρας της περιοχής, και μια ακόμη μυσαρή εκδοχή του αρσενικού στα μάτια της Λου, καθότι αυτή γνωρίζει για τα θύματα των εγκλημάτων του, πρώτο εκ των οποίων είναι η ίδια η μητέρα της. Έτσι, η παρουσία των πρακτόρων του FBI που τίθεται ως προοικονομία στις αρχές της ταινίας θα αρχίσει να παίρνει το νόημά της. Η βία που συνέχει τις σχέσεις θα φανερώσει το καταγωγικό της σημείο, που είναι ο κραταιός άνδρας της περιοχής, αυτός που βαστά την πόλη στα χέρια του, που έχει στην ιδιοκτησία του το γυμναστήριο, το μπαρ, το σκοπευτήριο, καλυμμένος με το προσωπείο ενός ερασιτέχνη εντομολόγου, ενός αβρού κανθαροσυλλέκτη (στον ρόλο ένας αγέραστος Εντ Χάρρις, καίρια ενσάρκωση της αποτρόπαιης σαγήνης του φαλλοκρατικού κακού). Είναι αυτός που στο τέλος δεν θα διστάσει να προσπαθήσει να δολοφονήσει και την ίδια του την κόρη.
Η κλονισμένη ερωτική σχέση θα προσπαθήσει να βρει την ισορροπία της με έναν, κι ακόμη έναν φόνο, που θα βγάλει από τη μέση την καθοριστική μάρτυρα του πρώτου, ενώ το ύφος των εικόνων θα μεταστραφεί παράδοξα, αλλά ίσως όχι αδόκητα, σε ένα γκροτέσκο σουρεαλιστικό τρόπο αναπαράστασης. Συνεχίζοντας την προβολή της μπόντι μπίλντερ Τζάκυ ως ενός τεράστιου σκιώδους πλάσματος που εκτελεί το θύμα του, συνεχίζοντας τις εντελώς αντιρεαλιστικές και οιδηματικές εικόνες κατά τη διάρκεια του διαγωνισμού μπόντι μπίλντιγκ στον οποίο συμμετέχει η Τζάκυ, ο οποίος θα τελειώσει με την Τζάκυ να ξερνά ένα ομοίωμα της Λου και να αναστατώνει την τάξη των αγώνων, η σκηνοθέτις θα φτάσει στο σημείο όπου μια γιγαντιαία Τζάκυ κρατά στα χέρια της τον μικροσκοπικό πατέρα της Λου και είναι έτοιμη να τον συνθλίψει. Εικόνες και αφηγηματική λογική «φουσκωμένες» χωρίς άλλο, όπως φουσκωμένοι είναι οι μύες της Τζάκυ από τα αναβολικά που προμηθεύεται με τη βοήθεια της Λου, μιας και το όνειρό της είναι να κερδίσει οπωσδήποτε το έπαθλο στους αγώνες και να αγοράσει ένα σπίτι στη θάλασσα. Αυτή που αρνείται τη φαλλοκρατική τάξη και βία με την ερωτική της συμπεριφορά θα προσπαθήσει να προσποριστεί την ευτυχία της κερδίζοντας σε ένα άθλημα καθαρά «αρσενικό», σε ένα άθλημα που μετατρέπει την αθλήτρια γυναίκα σε ένα κακέκτυπο του ανδρικού σώματος, καθιστώντας την εντυπωσιακή και πλαστή τρόπον τινά μυϊκή ανάπτυξη σύμβολο της ανδρικής κυριαρχίας (δεν είναι τυχαίο ότι ο αγώνας σωματικής διάπλασης των γυναικών είναι ένα απλό παράρτημα του αντίστοιχου αγώνα των ανδρών). Ο απόλυτος έρωτας των δύο γυναικών διχάζεται από τις βλέψεις τους: η μία δουλεύει στο γυμναστήριο του πατέρα της, αποσιωπώντας τα εγκλήματά του, η άλλη πιάνει δουλειά στο σκοπευτήριο του ίδιου πατέρα προκειμένου να χρηματοδοτήσει το όνειρό της για νίκη στους αγώνες, και επιπλέον μυείται στο άθλημα της σκοποβολής, χάριν της δουλειάς της: ένα καθαρά ανδροκρατικό άθλημα, που έχει, βέβαια, και τις δραματουργικές του σκοπιμότητες: η Τζάκυ θα χρειαστεί να σκοτώσει με το όπλο αργότερα, δηλαδή η γυναίκα που αηδιάζει με τη φαλλοκρατική επιβολή θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσει τα μέσα της για να πετύχει τους στόχους της.
Ο παραπάνω διχασμός εκφράζεται, επίσης, με τις ανοίκειες, υπερβολικές, γκροτέσκο εικόνες: ο απόλυτος έρωτας δεν μπορεί να συνεχιστεί, δεν μπορεί να υπάρξει: οι δυο γυναίκες αφού περάσουν μέσα από τα σκαμπανεβάσματα της αμφισβήτησης της μιας για τον έρωτα της άλλης, επιρρεπείς σε μιαν αποκλειστική και άμωμη έννοια του ερωτικού συναισθήματος που παραπέμπει στην ετεροκανονικότητα, θα οδηγηθούν μέσα σε πλήρη σύγχυση να θάψουν το πτώμα της αντιζήλου που κρατούσε το μυστικό της δολοφονίας του γαμπρού της Λου. Στην ίδια σύγχυση βρίσκονται και οι θεατές για την έκβαση της μοίρας των ηρωίδων και της σχέσης τους, αλλά αυτό δεν έχει και πολλή σημασία: η σκηνοθέτις, αφού θόλωσε τη ρεαλιστική προφάνεια, αγνοεί τις εύλογες προσδοκίες του θεατή, αψηφά το μέλημα για την έκβαση της τύχης των ηρωίδων του, αρκούμενη στο ότι με την περίτεχνη πλοκή ανέδειξε τα κενά και τις δυσαρμονίες μιας σχέσης που φάνταζε ευοίωνη, μέσα στη λυσσαλέα σαρκική της έλξη, μέσα από τη ναρκισσιστική γοητεία και δύναμη της περιθωριακής της θέσης, αλλά φάνηκε ότι δεν μπορεί να ξεφύγει από το στίγμα των κοινωνικών της συντεταγμένων.
~.~
ΘΑΥΜΑΤΟΤΡΟΠΙΟ
Όλες τις πράξεις που έκανα ως εραστής τις κρατώ για πάντα μέσα μου ‒ ή μάλλον με κρατούν μέσα τους και σώζουν την αδιαμφισβήτητη ερωτική αξιοπρέπειά μου. Αυτοί που αγάπησα ίσως χάθηκαν, όχι όμως το γεγονός ότι τους αγάπησα, ούτε ο χρόνος που αφιέρωσα γι’ αυτό, ούτε ο εραστής που έγινα για να τους αγαπήσω. Γιατί δεν υπάρχει ποτέ πρώην, υπάρχουν μόνο τα ανεξίτηλα ίχνη των άλλων, που με έκαναν εραστή, εραστή όχι άσφαλτο, εραστή χωρίς αμφιβολία πεπερασμένο, αλλά οριστικό, αλλά ανέκκλητο. Ποτέ δεν θα μπορέσω να αναιρέσω το γεγονός ότι μπήκα στον πειρασμό να αγαπήσω, ότι επομένως αγάπησα.
Jean-Luc Marion, To ερωτικό φαινόμενο,
Μετάφραση Χρήστος Μαρσέλλος, Πόλις, 2008.
~.~
