*
*
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΚΙΤΣΟΣ
Δ Ν Ε Ι Π Ε Ρ Ο Σ
~.~
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Ο ΤΡΟΧΟΣ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ
- Και ακολούθησα τον κόσμο στις σκάλες, όπου ο ένας περπατούσε με τα μάτια μισάνοιχτα κι άλλος σαν να του ’κλεψαν στον ύπνο τη ραχοκοκαλιά.
- Κι όλο σιωπή και χνότα που έσβηναν σαν χώρες πριν γράψει γι’ αυτές η Ιστορία. Κόσμοι που ψάχνουν τον ήλιο τους για να ξημερώσει.
- (Αν και ουδείς χαιρόταν σήμερα. Κι είχε η ατμόσφαιρα κάτι το νοσηρό.)
- Ουρές στα ΑΤΜ, και κόρνες και σπρωξιές στα φανάρια. Κι όλοι με τον εχθρό, τον εαυτό τους, έτρεχαν να κρύψει ο ένας τον άλλο.
- Τι θα φάνε, κι αν είναι αλήθεια αυτό που κράζουν οι σειρήνες.
- Βιάστηκα κι εγώ να κολλήσω στην ουρά, να πάρω τα πράγματα που θα ’ταν καλό να έχω.
- Που τελικά έμειναν άχρηστα όταν κόπηκε το ρεύμα – κάτι που κανείς δεν το ’βαζε στον λογαριασμό.
- Γιατί έλεγες: υπάρχει κράτος εδώ – το δικό μου κράτος. Και γιατί έλεγες: στο σπίτι μου δεν θα σκοτωθώ.
- Και τότε χτυπήθηκε το γειτονικό χωριό. Και μετά τ’ αγόρι, εκείνο, με το κομμένο πόδι, που ο πατέρας του έκλαιγε σαν ένα κερί που το κρατάς ανάποδα.
- Κι ένας στο ποδήλατο μετά. Κι ένα κορίτσι. Που πάλεψαν πάνω του αλλά για να δει, αν μπορούσε να δει, ότι δεν την εγκατέλειψε ο κόσμος.
- Άτυχο κορίτσι, είπε κάποιος. Κι άλλοι έσβησαν την οθόνη απλώς.
- Λες κι ήταν θέαμα – ένα τηλεπαιχνίδι με σασπένς.
- Το ποια κορμιά θα δοθούν στον πόνο.
*
