Edmund Blunden (1896-1974), Δυό μικρές ἐλεγεῖες

 

Ὁ σκατζόχοιρος πού σκοτώθηκε στό δρόμο

Ἀργοπάτητε φίλε, φτωχό πλάσμα τῆς γῆς, τά λυπημένα σου μάτια,
Σάν σέ συνάντησα σερνάμενο νά ἐγκαταλείπεις τή ζωή, ἔμοιαζε
Ἴχνος συμπάθειας νά μήν προσδοκοῦν ἀπό γίγαντες σφαιρῶν ἄλλων,
Σέ πενθῶ πεσμένο ἐδῶ· καί στό σχῆμα σου
Ματαίως ἐπιδέξια κουλουριασμένο στερνή φορά, στ’ ἀγκάθια σου
Σπασμένα κι ἀσήμαντα, βλέπω ὁμοιότητα πολύ βαθιά
Μέ ἄλλα βάσανα, ἄλλες παράλογες
Ἐκρήξεις θανάτου, ἀδιανόητες γιά τό νεκρό σου τώρα μυαλουδάκι,
Κι ὅμως δεινά παρόμοια μέ τά δικά σου. Γιά σέ τά δάκρυα, παιδί τῆς γῆς.

~.~

Τό σαλιγκάρι

Κάτω ἀπό τοῦ λεωφορείου τόν τροχό νά τό σαλιγκαράκι
Ὁλόκληρο ἀπ’ ἄγγιγμα λεπτότατα ἁρμονικό
Σχεδιασμένο μέ ἕλξη γιά κόσμο βρoχερό, ὁλόκληρο
Κατόρθωμα ζωγραφιστό ἀπάνω στό καμπύλο ὀστρακάκι.
Λάμψη ἀχτινοβόλησε δαχτυλιδιοῦ, χαμήλωσαν τά μάτια ἑνός παιδιοῦ,
Κι ὕστερα ὀ χρόνος ἔληξε, καί τό συμβάν ἁπλό:
Ἔφερε τό πελώριο ἁμάξι μαλακά, σέ τόση ἀκινησία τοῦ τροχοῦ
Ὅσο ἔλαχιστα ὁρατό καί τό μυστήριο τοῦ σκοτωμοῦ.

*

~.~

Μετάφραση-Επιμέλεια Στήλης
ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ

~.~

 

*

*