Εν υπνώσει

*

ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ ΜΕ ΛΟΓΟ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΑ | 25.ΙI.24
Κείμενα – Φωτογραφίες ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ

*

ΕΝ ΥΠΝΩΣΕΙ

Είναι πρωί και τα υπολείμματα της βροχής ενώνονται με τη νυχτερινή δροσιά και ακροζυγιάζονται σαν αιθέριες στάλες πάνω στους λεπτεπίλεπτους μίσχους των χορταριών. Ο κόσμος ακόμα τελεί σε μακάρια ύπνωση. Όμως εσύ τότε γιατί τρέχεις χαράματα μέσα σ’ αυτόν τον ψιχαλιστό και τρεμουλιασμένο κόσμο; Τι ψάχνεις κατάμονος και δεν το βρίσκεις και γίνεσαι σταγόνα που ονειρεύεται ποταμούς;

Θυμάσαι και ψιθυρίζεις σαν απόληξη ποιήματος τις προπαροξύτονες λέξεις «άσματα, χάσματα, φάσματα» κι αφήνεις την ψυχή σου ν’ απλωθεί σαν διάτρητη μνήμη μέσα στ’ απλωμένα νερά του λιβαδιού. Γίνεσαι αμέσως μια πνοή αθόρυβη, αόρατη κι απρόσιτη. Θέλεις να επιστρέψεις, αλλά δεν ξέρεις πού.

*

*

*

ΝΕΡΑ

Εκείνο τον καιρό της μεγάλης ένδειας ήμασταν τόσο πλούσιοι σε νερά, όσο φτωχοί είμαστε σήμερα που μας λείπουν. Οι συχνές βροχές μάς πλημμύριζαν κατά τρόπο που πολλές φορές θέλαμε βάρκα για να πάμε από το ένα σπίτι στο άλλο. Το περιγράφει θαυμάσια ο Ζήσης Σκάρος στο διήγημά του «Στον βάλτο για παπιά». Θυμάμαι τις μικρές λιμνούλες της πεδιάδας, που γέμιζαν νερά το φθινόπωρο και στέγνωναν την άνοιξη. Τα θεμέλια των πλίθινων σπιτιών βρέχονταν επικινδύνως. Η λάσπη εισχωρούσε και μας έψαχνε μέσα στα σπίτια. Έξω, όμως, τι χαρά για τις χήνες και τις πάπιες και τι χαρά για τους κυνηγούς που θήρευαν μπροστά στα πόδια τους αγριόχηνες, αγριόπαπιες, κοτσύφια και καλλιμάνες. Αλησμόνητες εποχές που σήμερα μας συγκινούν με την ακαταμάχητη νοσταλγία τους. Κι εγώ φοιτητάκος στο πρώτο έτος, μόλις είχα προμηθευτεί με χίλια ζόρια μία φθηνή Lubitel, την έβαζα στο αυτόματο και φωτογραφιζόμουνα σε κάθε γωνιά. Ναρκισσισμοί; Όχι. Απλώς με φώτιζε η χαρά του εργαλείου.

*

*

*

ΠΕΔΙΑΔΑ ΚΑΙ ΒΟΥΝΟ

Πριν υποκύψεις στη μαγεία του βουνού κι αφήσεις τη μαγνητική του έλξη να σε συνεπάρει σκέφτεσαι πως η πεδιάδα είναι εκείνη που προσφέρει την πρώτιστη και δη την ύψιστη ελευθερία. Επειδή όπως ο ουρανός σου επιτρέπει να υψωθείς όσο θέλεις, έτσι και η πεδιάδα σου επιτρέπει και σε προτρέπει να απλωθείς κατά το δοκούν.

*

*

*

ΧΑΪΚΟΥ

χαράζει ξανά ‒
τάχα ποιος ξέρει για ποιον
έρχονται δεινά;

*

*

*

ΤΟΥ ΑΠΕΛΘΟΝΤΟΣ

Η εικόνα σου σαν ένα μικρό κομμάτι ομίχλης πλανιέται μέσα στους μίσχους των φορτωμένων με ρευστές μπαλίτσες δροσιάς κλωναριών. Κάθε κρυσταλλωμένη σταγόνα σε περιέχει και μέσα εκεί εγώ σε βλέπω. Κάθε σφαιρίδιο νερού σε καθρεφτίζει κι ανοίγει τα παράθυρα  της μνήμης. Υπάρχεις ακόμα, παραπλανώντας τις ευφάνταστες αισθήσεις μας. Τι όμορφος που είσαι μέσα σε κάθε νωπή διάθλαση. Τι όμορφος που ανέρχεσαι, σκορπίζοντας νεροσταγόνες. Τι έκπαγλος που λάμπεις μέσα σε όλες τις ρωγμές του χρόνου.

*

*

*

ΑΠΟΒΡΟΧΟ

Απόβροχο πάνω στα φύλλα. Κοιτάς για λίγο τη γυαλάδα τους και βλέπεις τη ματαιότητα του κόσμου. Όλες οι στιγμές μας είναι φευγαλέες, σαν τις μικρές στάλες που γλιστρούν επάνω στα φυλλώματα. Όμως και τι δεν θυμάται κανείς, κοιτάζοντας αυτούς τους πολύχρωμους καθρέφτες. Ένα λαμπερό καλειδοσκόπιο της μνήμης επιφορτίζει με μελαγχολία τη χαμηλή ατμόσφαιρα του απόβροχου. Και τότε η υγρασία αυτή μας συνθλίβει μέσα σε ομόλογους συνειρμούς, ενώ τα σπουργίτια πετούν μακριά φορτωμένα με τις δικές τους σκοτούρες. Τι είναι ο κόσμος; Ένα εκτεταμένο σύνολο θραυσμάτων. Όπου και να πατήσεις ραγίζει.

*

Περιπλανήσεις με λόγο και εικόνα
Επιμέλεια στήλης ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ

*

*

*