Ἀποχαιρετισμὸς στὸν ἄνθρωπο, ποιητὴ καὶ φίλο Νίκο Λεβέντη καὶ ὥριμο Καλωσόρισμα στὸ ἔργο του

*

του ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΤΙΛΗ

 (ἐπιμνημόσυνο τρίπτυχο)

I.

1976-1977. Ἦ­ταν κά­ποι­ο ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­να τὰ ζε­στὰ Κα­λο­καί­ρια τῆς Με­τα­πο­λί­τευ­σης, ὅ­ταν τὰ δύ­ο ζευ­γά­ρια ἔ­βγαι­ναν μα­ζὶ γιὰ κά­ποι­ον και­ρὸ βρά­δυ Σαβ­βά­του – δι­ά­λειμ­μα δρο­σε­ρὸ μὲ φόν­το τὴν πυ­ρε­τώ­δη ἀ­με­ρι­μνη­σί­α τῆς Ἐ­πο­χῆς. Τὸ ἄ­κου­γα κα­θα­ρὰ σὰν τώ­ρα ἀ­πὸ τὴν Ἰ­ω­άν­να Ζερ­βοῦ, τὴν πα­ρά­φο­ρη Ὑ­πα­τί­α ἀ­πὸ τὸ φι­λο­σο­φι­κὸ πρω­το­ξύ­πνη­μα τῆς ἔμ­φυ­λης νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τας στὴ ρὶβ γκὼς τοῦ Ση­κουά­να: Ὑ­πάρ­χουν τρεῖς Ἕλ­λη­νες ἐ­κεῖ ποὺ ἡ ἐ­πι­στρο­φή τους στὴν Ἑλ­λά­δα θὰ ἀλ­λά­ξει τὸ το­πί­ο τῶν ἑλ­λη­νι­κῶν γραμ­μά­των! Κα­τά­πλη­κτος ἄ­κου­γα τρί­α ἐν­τε­λῶς ἄ­γνω­στά μου ὀ­νό­μα­τα συ­νο­μι­λή­κων: Κω­στῆς Πα­πα­γι­ώρ­γης, Ἀν­τώ­νης Ζέρ­βας, Νί­κος Λε­βέν­της! Πῶς!; Δὲν ἦ­ταν ἡ γε­νιὰ τοῦ ‘70, ὁ Γιά­ννης Κον­τός, ὁ Βα­σί­λης Στε­ριά­δης, ἡ Τζέ­νη Μα­στο­ρά­κη ποὺ ἔ­γρα­φαν τὶς φρέ­σκες λαμ­πρὲς ποι­η­τι­κὲς σε­λί­δες τῶν χρό­νων μας;…

Τὴν ἀ­πάν­τη­ση τὴν ἔ­δω­σε χρό­νια με­τὰ ὁ ποι­η­τὴς Δη­μή­τρης Ἀρ­μά­ος: «Δὲν θὰ εἶ­ναι ἡ μο­να­δι­κὴ ἐ­πο­χὴ ποὺ οἱ καρ­ποί της ὡ­ρί­μα­σαν στὸ ὑ­πέ­δα­φος.»

Ἡ ὑ­περ­κρα­τού­σα γε­νιὰ τοῦ ’70, αὐ­το­τε­λει­ώ­θη­κε θε­α­μα­τι­κῶς στὸ πα­λιμ­παι­δι­κὸ reunion της στὶς 19:30 τῆς Δευ­τέ­ρας τῆς 23ης Ὀ­κτω­βρί­ου 2017 στὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο Ἀ­τλαν­τίς, στὸν ἀ­ριθ­μὸ 245 τῆς Λε­ω­φό­ρου Βου­λι­αγ­μέ­νης:

*

*

Οἱ νέ­οι θέ­λουν πάν­τα νὰ φθά­σουν νω­ρίς. Γέ­μι­σε γρή­γο­ρα ἡ Δι­ψα­σμέ­νη Με­τα­πο­λί­τευ­ση ἀ­πὸ νέ­ους φθα­σμέ­νους. Τὸ φθά­σι­μο κλη­ρο­δο­τή­θη­κε ὡς ὑ­ψη­λὴ αὐ­τα­ξί­α στὶς ἑ­πό­με­νες γε­νι­ές. Οἱ μη­χα­νὲς πα­ρα­γω­γῆς τους στὴν Ἑ­ται­ρεί­α Συγ­γρα­φέ­ων καὶ στὸν Κύ­κλο Ποι­η­τῶν δου­λεύ­ουν νυ­χθη­με­ρόν. Δὲν προ­λα­βαί­νεις νὰ ξε­φυλ­λί­σεις πιὰ τὰ (συ­νή­θως κα­τα­σκευ­α­σμέ­να) πει­στή­ρια… (Γιὰ τοὺς ἀ­πέ­ξω φρον­τί­ζει ἱ­πτά­με­νος ἕ­νας Ἵ­κα­ρος-Μπαμ­πα­σά­κης-στὸν-Κό­σμο-Του.)

Στὶς 24 Μαρ­τί­ου 2014, Δεύ­τε­ρα, ἔ­γι­νε ἡ κη­δεί­α τοῦ Κω­στῆ Πα­πα­γι­ώρ­γη.

Στὶς 6 Ἰ­ου­νί­ου 2022, Δευ­τέ­ρα, ἔ­γι­νε ἡ κη­δεί­α τοῦ Ἀν­τώ­νη Ζέρ­βα.

Σή­με­ρα, Δευ­τέ­ρα πά­λι, 29 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου 2024, γί­νε­ται ἡ κη­δεί­α τοῦ Νί­κου Λε­βέν­τη.

Στοὺς τρεῖς πα­ρα­πά­νω, ἄ­γνω­στούς μου τὸ 1976, συ­νο­μί­λη­κούς μου (πλὴν τοῦ νεώτερου δεύ­τε­ρου) χρω­στά­ω πολ­λά. Πε­ρί­ερ­γη μοί­ρα κι ἐ­κλε­κτι­κὲς συγ­γέ­νει­ες, ἴ­σως, τὸ ἔ­φε­ραν στὸ βά­θος τῶν χρό­νων νὰ συ­ναν­τη­θοῦν καὶ συ­ντο­νι­στοῦν μὲ ἔν­τα­ση καὶ κά­πο­τε σὲ με­γά­λη διά­ρκεια τὰ βή­μα­τά μας. Καὶ οἱ τρεῖς ὑ­πῆρ­ξαν σπου­δαῖ­οι δω­ρη­τὲς-στυ­λο­βά­τες τοῦ ἀρ­χαί­ου Πλα­νό­διου (ὁ πρῶ­τος καὶ τοῦ θνη­σι­γε­νοῦς πλὴν «μα­χη­τι­κοῦ ἕ­ως πα­ρε­ξη­γή­σε­ως [γιὰ τὰ μέ­τρα τῆς ἐ­πο­χῆς μας] Κρι­τι­κὴ καὶ Κεί­με­να», ὅ­πως ση­μει­ώ­νει νε­α­ρὸς φί­λος θερ­μὸς συ­νερ­γὸς στὸ πα­ρὸν τῶν πε­ρι­ο­δι­κῶν ἐγ­χει­ρη­μά­των μας).

Ὡ­στό­σο, ὅ­σο ἡ γκλίτ­τερ ἐ­πι­φά­νεια τοῦ χθὲς θαμ­πώ­νει ἀ­νε­πι­στρε­πτί, τό­σο μοιά­ζει νὰ δυ­να­μώ­νει πε­ρισ­σό­τε­ρο τὸ ὑ­πο­φῶ­σκον ἐ­ρώ­τη­μα σὲ ἐ­κεί­νη τὴν πα­λιὰ δι­α­βε­βαί­ω­ση: ἄλ­λα­ξε ἄ­ρα­γε καὶ πό­σο τὸ το­πί­ο τῶν γραμ­μά­των μας ἀ­πὸ τὸ πέ­ρα­σμα αὐ­τῶν τῶν τρι­ῶν προ­σώ­πων στὸν τό­πο μας;…

Δὲν εἶ­ναι εὔ­κο­λη καὶ κυ­ρί­ως εὔ­κο­λα ἀ­πο­δε­κτὴ ἡ ἀ­πάν­τη­ση… Καὶ ἴ­σως δὲν ἦρ­θε ἡ ὥ­ρα της…

Θὰ ἀ­παν­τή­σουν, ὡ­στό­σο, αὐ­τοὶ ποὺ γυ­ρεύ­ουν ἀ­συμ­βί­βα­στα στὰ βα­θιὰ κι ἀ­φα­νῆ ὑ­πό­γεια ρεύ­μα­τα τοῦ φε­να­κι­σμέ­νου ‘πο­λι­τι­σμοῦ’ μας, τὸ λί­γο νε­ρὸ ποὺ θὰ πα­ρα­τεί­νει τὶς ἀν­το­χές τους στὸ ζο­φε­ρὸ μέλ­λον μας…

ΙΙ.

Στὶς 6 Ἀ­πρι­λί­ου 2009, ὁ Νί­κος Λε­βέν­της, μοῦ ἐ­νε­χεί­ρι­σε ἕ­να δα­κτυ­λό­γρα­φο (ἀ­συ­νή­θι­στος τρό­πος γρα­φῆς γιὰ τὸν ἴ­διο) γράμ­μα του μὲ χρο­νο­λο­γί­α «Κα­λο­καί­ρι 2008», ἀ­πευ­θυ­νό­με­νο σὲ κά­ποι­ον ἄ­γνω­στό μου «Γι­ῶρ­γο». Στὸ τέ­λος του ὑ­πῆρ­χε ἕ­να χει­ρό­γρα­φο ὑ­στε­ρό­γρα­φο:

Idem. Φί­λος ποι­η­τὴς μοῦ ζή­τη­σε δυ­ὸ-τρί­α πράγ­μα­τα δι­ευ­κρι­νι­στι­κά, μ’ ἀ­φορ­μὴ τὴ συγ­κεν­τρω­τι­κὴ ἔκ­δο­ση τῶν ποι­η­μά­των μου. Ἀ­πὸ τὸ γράμ­μα αὐ­τὸ προ­έ­κυ­ψε ἕ­να εἶ­δος συ­νε­πτυγ­μέ­νης ποι­η­τι­κῆς ἢ ποι­η­τι­κῆς δι­α­δρο­μῆς.

Δὲν ξέ­ρω ἂν ἐ­τοῦ­το τὸ κεί­με­νο, μὲ τὸν χει­ρό­γρα­φο τί­τλο «ΕΝΑ ΓΡΑΜ­ΜΑ», δη­μο­σι­εύ­τη­κε κά­πο­τε κά­που… Τὸ σί­γου­ρο εἶ­ναι πὼς ὁ Νί­κος Λε­βέν­της θὰ ἤ­θε­λε νὰ μεί­νει. Γι’ αὐ­τὸ τὸ πα­ρα­θέ­τω στὴ μνή­μη του ἐ­δῶ:

*

*

*

*

III.

Ὁ Νί­κος Λε­βέν­της, μει­λί­χιος κι ἀ­νε­ξί­κα­κος ἄν­θρω­πος, ἀ­πὸ τοὺς λι­γό­τε­ρο το­ξι­κοὺς τῆς συν­τε­χνί­ας, γυ­ναι­μα­νής κι ἀ­νε­πρό­κο­πος, φου­μα­δό­ρος κα­πνι­στὴς καὶ πό­της ἐν προ­ό­δῳ τοῦ βί­ου, λα­ϊ­κὸς αἰ­σθη­τὴς καὶ φι­λέ­ται­ρος, γλωσ­σο­μα­θὴς μὲ λαμ­πρὴ καὶ βα­θειὰ καλ­λι­έρ­γεια ἑλ­λη­νι­κὴ καὶ εὐ­ρω­πα­ϊ­κή, ἰ­σά­ξια τῆς λαμ­πρῆς παι­δεί­ας τῶν δύ­ο ἄ­σπον­δων προ­α­πο­θα­νόν­των φί­λων του, ὑ­πάρ­χει τε­λι­κῶς ὡς ποι­η­τὴς τῶν ἡ­με­ρῶν του ἰ­δι­αι­τέ­ρου καὶ ἀ­συ­νή­θους δι­α­με­τρή­μα­τος.

Ἐκ­κι­νών­τας ἀ­πὸ τὸ ἀ­δι­ά­βρο­χο μιᾶς ὑ­ψη­λῶν περ­γα­μη­νῶν ἀλ­λὰ μᾶλ­λον χλια­ρῆς καὶ ἀ­δι­ά­φο­ρης με­τα­συμ­βο­λι­στι­κῆς ποί­η­σης γαλ­λι­κῆς κο­πῆς, στὴν δεύ­τε­ρη ποι­η­τι­κή του πε­ρί­ο­δο ἀ­πὸ τὸ 1979/80 καὶ με­τά, καὶ δι­α­μέ­σου τῶν πε­ρισ­σό­τε­ρο πρό­σγει­ων Ποι­κιλ­μῶν του, κα­τα­κρη­μνί­ζε­ται, θε­μα­το­λο­γι­κῶς καὶ ὑ­φο­λο­γι­κῶς, αὐ­το­βού­λως καὶ ἡ­δο­νι­κῶς, μα­ζὶ μὲ τὸν πά­τα­γο τῆς Πτώ­σης τοῦ Τεί­χους τοῦ ’89, στὸν κό­σμο τῶν τα­βερ­νεί­ων καὶ τῶν ἐμ­πλου­τι­σμέ­νων ἐξ ἀ­να­το­λι­κῆς Εὐ­ρώ­πης πορ­νεί­ων τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ ’90 —τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ Μαύ­ρου Χρή­μα­τος, τῆς Ἐ­πι­κρά­τειας τῶν Κα­να­λαρ­χῶν, τῶν Προ­σκυ­νη­μέ­νων στὸ Χρη­μα­τι­στή­ριο Πο­λι­τι­κῶν καὶ τῆς Κλι­κα­δό­ρι­κης Ξε­που­λη­μέ­νης Δη­μο­σι­ο­γρα­φί­ας— πο­ρευ­ό­με­νως ἔ­κτο­τε Ἄ­στυ­δε τε­λε­σι­δί­κως.

Ἅλ­λὰ κα­τέ­πε­σε μέ­σα στὸν Ἐ­φιά­λτη τοῦ Πραγ­μα­τι­κοῦ, τοῦ Νε­ο­ελ­λη­νι­κοῦ Πραγ­μα­τι­κοῦ, μα­ζὶ μὲ ὅ­λη τὴν βα­ρειὰ καὶ πλού­σια σὲ πνευ­μα­τι­κὰ βι­ώ­μα­τα φι­λο­λο­γι­κή του σκευ­ή, τὸ χι­οῦ­μορ του καὶ τὴν βα­θειὰ ἱ­στο­ρι­κή του αἴ­σθη­ση τοῦ τρα­γι­κοῦ συγ­κιρ­νῶν­τας το μὲ τὸ κω­μι­κό, κα­θὼς τὸ βα­ρὺ μὲ τὸ ἐ­λα­φρὀ, τὸ τα­πει­νὸ μὲ τὸ ὑ­ψη­λό, συ­χνὰ σὲ τρό­πο ἀ­πα­ρά­μιλ­λο. Ἑ­νώ­νον­τας ὡς ἐ­λάσ­σων σω­κρα­τι­κὸς στὴν ἴ­δια μα­τιὰ καὶ στὸν ἴ­διο ἐ­πί­μο­νο στι­χι­κό του ρυθ­μὸ τὴν Λα­ϊ­κὴ Ἀ­γο­ρὰ καὶ τὴν Λο­γο­τε­χνι­κὴ Συν­τε­χνί­α!

Καὶ ἔ­τσι μέ­νει στὰ μά­τια μου καὶ στὸ αἴ­σθη­μά μου, στὰ κα­λύ­τε­ρά του ποὺ δὲν εἶ­ναι καὶ λί­γα, ὁ Νί­κος Λε­βέν­της: ἕ­νας δυ­να­τὸς ποι­η­τὴς μιᾶς Πα­λα­τι­νῆς Ἀν­θο­λο­γί­ας ποὺ συ­νε­χί­ζει νὰ γρά­φε­ται σὲ πεῖ­σμα τῶν ἀ­να­φρό­δι­των καὶ ἀ­πο­στει­ρω­μέ­νων σὲ ἀν­θρώ­πι­να ἀγ­γίγ­μα­τα και­ρῶν μας.

* * *

Κλεί­νω στὴ μνή­μη του μὲ τρί­α ποι­ή­μα­τά του, τὸ ἕ­να ἀ­πὸ τὴν τραγικὴ καθημερινότητα τῶν δελ­τί­ων, τὰ ἄλ­λα δύ­ο ἀ­πὸ τὸ κω­μι­κὸ πα­νη­γύ­ρι τῆς μα­ται­ό­τη­τας τῶν λο­γο­τε­χνῶν μας – τὸ δεύ­τε­ρο ἐξ αὐ­τῶν αὐ­το­σκω­πτι­κό του ἐ­ξαί­ρε­το!

Σύνθεση τοῦ ποιητῆ Πέτρου Εὐαγγελίδη

α΄

Πῶς νὰ γράψεις ἕνα ποίημα γενναῖο
γιὰ τὸν ἀποκεφαλισμὸ τῆς Σαντορίνης
ποὺ ἔκανε τὸ γύρο τοῦ κόσμου
ἕνας μπαλτᾶς νὰ γεφυρώνει τοὺς αἰῶνες
ὁ Πενθέας, ἡ Ἀγαύη ἐκτὸς φεστιβὰλ
ζῆσε τὸ μύθο σου στὴν Ἑλλάδα
ἀνάμεσα σὲ θεοὺς καὶ ἡμίθεους
θεοπάλαβους ἥρωες, μανιακοὺς μαγείρους
ποὺ περιμένουν τὴν ὥρα νὰ δράσουν.

β΄

Φαίνεται πὼς τὸν εἶχε ἐκνευρίσει
μόλις εἶχε γυρίσει ἀπ’ τὴν κουζίνα τῆς ταβέρνας
καὶ στὸ νοῦ τοῦ εἶχαν κολλήσει
τὸ ραγοῦ, ἡ πιστωτική, ἡ ἀνορεξία
κι ἄρχισε τὸ συνηθισμένο παραμιλητό
«πῆρες τροφὴ γιὰ τὸ σκυλάκι μας
πεινάει ποὺ θὰ μᾶς χυμήξει στὸ τέλος
κοίτα τί σοῦ φυλάω γιὰ τὸ βραδάκι
κοκκίνησε πολὺ ἡ ρωγίτσα, δές την!»

γ΄

Σὰν καλὸς μάγειρος πῆρε τὸ σύνεργό του
κι ὄρμηξε πρῶτα στὸ ἐνοχλητικὸ γάβγισμα
παράξενο πῶς τὸ ζωάκι ἄλλαξε στάση
κι ἔγινε δράκαινα πάνω ἀπ’ τὸ τραπέζι
μὲ μιὰ δυνατὴ κι ἀνάερη πράξη
σταμάτησε τὴ γκρίνια ἐν τῇ γενέσει
μάλιστα τώρα ποὺ κείτονταν στὸ πάτωμα
τοῦ φάνηκε σὰ μοσχαροκεφαλὴ
ἕτοιμο γιὰ τὸ φοῦρνο ἢ καὶ τὸ φουρνάκι

δ΄

Ἀλίμονο οἱ φωνὲς ξαναρχίσανε
«Δὲς πῶς λέρωσες τὰ πλακάκια
ἀπ’ τὸ πρωῒ σφουγγαρίζω κι ἔχω
καὶ τὶς ἐκθέσεις τῶν παιδιῶν νὰ διορθώσω
πῆρες τὰ φάρμακά σου ἢ πάλι ἀρνιέσαι
ἐγὼ θὰ σὲ κάνω καλὰ μὲ τὶς προσευχές μου!»
τότε πιὰ σὰν ἀστραπή, σὰ δέον
πρὸς τὸ ψυχόρμητο ποὺ κυβερνάει
ἔδωσε μιὰ δεύτερη ἀποφασιστική.

ε΄

Σὰν κάποιος ἄλλος νὰ κράταγε τὸ χέρι
κι ἕνα φῶς μυστήριο νὰ τὸν χτύπησε
ἦταν ὅπως χθὲς μὲ τὸ φεγγάρι
τό ‘θελε ὁλάκερο νὰ φέγγει στὴν αὐλὴ
κι αὐτὸ χάνονταν πίσω ἀπ’ τὰ σύννεφα
κάθε χάση καὶ μιὰ ζαλάδα δυνατὴ
κάθε σμπρώξιμο κι ἕνας μισὸς κύκλος
μὰ τὸν κύκλο τὸν ζωγράφιζε στὸν ἀέρα
μὲ τὸν σουγιὰ νὰ γίνει ἀκέραιη λάμψη!

ζ΄

Ὁ κύκλος ὁλάκερος μὲς στὴ μέρα
ἕνα παρθένο φεγγάρι τόλμησε νὰ βγεῖ
Τί ὡραῖα ποὺ λύθηκαν τὰ μαλλιὰ
σὰ νά ‘χεῖ ἀδυνατίσει τὸ προσωπάκι
πρέπει ὅλοι στὸ χωριὸ νὰ τὸ χαροῦν
νὰ στάζει αἷμα ἀντὶ γιὰ σάλιο τὸ στόμα
ἄγαλμα βουβό, ματωμένο βραβεῖο
οἱ μαθητὲς τὴ δασκάλα νὰ ἰδοῦνε
Κυρία, κυρία, πετάει, πετάει τὸ κεφάλι!

*
Valse hésitation

Πῶς θὰ χορέψω μὲ τὴ Βασίλισσα;
ἀναρωτιόταν ὁ ποιητὴς ὑπὸ βράβευση
χρόνια τώρα περιμένει τὴν ὑπέρτατη διάκριση
παρακολουθεῖ τὶς ἐτήσιες ἀπονομὲς
κάνει καὶ κάποιο ταξιδάκι στὴ Στοκχόλμη
γυροφέρνει τὰ κτίρια, φαντάζεται τὴ στιγμὴ
τῆς δίκαιης κατὰ τὰ λοιπά. Διστάζει
θέλει νὰ προωθήσει τὴν πρόοδο τῆς ἐκλογῆς
ἀπὸ τότε ποὺ ὁ κριτικὸς ἀπεφάνθη
«τὸ τρίτο Νόμπελ θά ’ρθει ἀπὸ τὸ Νησί»
δὲν βλέπει τὴν ὥρα μὲ τὸ ἀεροπλάνο νὰ πετάξει!
Τὰ βράδια προσθέτει λίγα λόγια
στὸν ἐπίσημο λόγο, ἔξοχα φροντισμένο
μιὰ Berlitz μέθοδο τῆς σουηδικῆς
ἄκοπη φιλοφροσύνη στὸν γραμματέα
τῆς Ἀκαδημίας ἢ στὸν ἁπλὸ κλητήρα
ἕνα εὐχαριστῶ γιὰ τὴν τιμὴ
τὸ ἔνδυμα, τὴ συνοδεία, ὅλ’ αὐτὰ
ἔρχονται τελευταῖα καὶ βέβαια
ἕνας καλὸς Ἑλλαδίτης φωτογράφος
ν’ ἀποθανατίσει ἔπειτα τόση προσμονὴ
διστάζει σὰν τὸ βὰλς μὲ λίγα βήματα
νὰ κάνει τὸ μεγάλο, γράφοντας ἀπευθείας
νὰ ζητήσει ταπεινὰ τὴν ἐπίσπευση.

*
Ὁ ποιητὴς καὶ ἡ τροφή του

Μεγάλη ταραχὴ κατέλαβε
τὸν γεραρὸ ποιητὴ Παραμασκαλίδη
ὅσο φυλλομετροῦσε στὰ κρυφὰ μὲ τρόπο
μέσα στὸ φιλόξενο, εὐάερο βιβλιοπωλεῖο
τὴ νέα ἀνθολογία πὤκανε τόσο ντόρο
τό ’πιανε τὸ βιβλίο ἀπ’ τὴ μιὰ
τὸ γύριζε ἀπὸ τὴν ἄλλη σὰ μπριτζόλα
κι ἔπειτα τ’ ἁλάτιζε στὸ οἰκεῖο λῆμμα
ἴσαμε νὰ πέσει στὸ τηγάνι καὶ ν’ ἁρπάξει
ἐνῶ ἡ φωτιὰ σιγόκαιγε στὰ στήθη
— «Ὥστε λοιπὸν τσουρουφλιζόμαστε δῶ μέσα»
Τ’ ὄνομά του ἤτανε ἄφαντο παραμερισμένο
καὶ κανένα λογομαγειρικὸ λάθος
δὲν θὰ διόρθωνε τοὺς στίχους τὴν ὥρα
ποὺ διάβαινε τὴν ἔξοδο μὲ θλίψη:
— «Σύγχρονη ποιητικὴ ἀνθολογία
ἀνθ’ ἡμῶν ἡ Ἀνθή…»

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΤΙΛΗΣ

Ἡ κη­δεί­α τοῦ Νί­κου Λε­βέν­τη θὰ γί­νει τὴν Δευ­τέ­ρα 29 Ἰ­α­νου­α­ρί­ου στὶς 12:00 στὸ Πρῶ­το Νε­κρο­τα­φεῖ­ο Ἀ­θη­νῶν.

*

*

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
  1. 17.09.1999: Ὁ Νί­κος Λε­βέν­της στὸ γρα­φειά­κι τοῦ Πλα­νό­διου, Γεν­να­δί­ου 7, Κά­νιγ­γος.
  2. 23.10.2017: Ὁ­μα­δι­κὴ φω­το­γρα­φί­α. Τὸ reunion τῆς γε­νιᾶς τοῦ ’70, μὲ τὸν γραμ­μα­το­λο­γι­κό της ποι­με­νάρ­χη (δι­α­κρί­νον­ται καὶ με­ρι­κοὶ ποὺ κα­νο­νι­κὰ δὲν θὰ ἔ­πρε­πε νὰ ἦ­σαν ἐ­κεῖ).
  3. 15.06.2014: Μὲ τὸν Νί­κο Λε­βέν­τη. Ὁ­δὸς Δρά­κου, Κου­κά­κι.

*

*