*
του ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΤΙΛΗ
(ἐπιμνημόσυνο τρίπτυχο)
I.
1976-1977. Ἦταν κάποιο ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ ζεστὰ Καλοκαίρια τῆς Μεταπολίτευσης, ὅταν τὰ δύο ζευγάρια ἔβγαιναν μαζὶ γιὰ κάποιον καιρὸ βράδυ Σαββάτου – διάλειμμα δροσερὸ μὲ φόντο τὴν πυρετώδη ἀμεριμνησία τῆς Ἐποχῆς. Τὸ ἄκουγα καθαρὰ σὰν τώρα ἀπὸ τὴν Ἰωάννα Ζερβοῦ, τὴν παράφορη Ὑπατία ἀπὸ τὸ φιλοσοφικὸ πρωτοξύπνημα τῆς ἔμφυλης νεωτερικότητας στὴ ρὶβ γκὼς τοῦ Σηκουάνα: Ὑπάρχουν τρεῖς Ἕλληνες ἐκεῖ ποὺ ἡ ἐπιστροφή τους στὴν Ἑλλάδα θὰ ἀλλάξει τὸ τοπίο τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων! Κατάπληκτος ἄκουγα τρία ἐντελῶς ἄγνωστά μου ὀνόματα συνομιλήκων: Κωστῆς Παπαγιώργης, Ἀντώνης Ζέρβας, Νίκος Λεβέντης! Πῶς!; Δὲν ἦταν ἡ γενιὰ τοῦ ‘70, ὁ Γιάννης Κοντός, ὁ Βασίλης Στεριάδης, ἡ Τζένη Μαστοράκη ποὺ ἔγραφαν τὶς φρέσκες λαμπρὲς ποιητικὲς σελίδες τῶν χρόνων μας;…
Τὴν ἀπάντηση τὴν ἔδωσε χρόνια μετὰ ὁ ποιητὴς Δημήτρης Ἀρμάος: «Δὲν θὰ εἶναι ἡ μοναδικὴ ἐποχὴ ποὺ οἱ καρποί της ὡρίμασαν στὸ ὑπέδαφος.»
Ἡ ὑπερκρατούσα γενιὰ τοῦ ’70, αὐτοτελειώθηκε θεαματικῶς στὸ παλιμπαιδικὸ reunion της στὶς 19:30 τῆς Δευτέρας τῆς 23ης Ὀκτωβρίου 2017 στὸν κινηματογράφο Ἀτλαντίς, στὸν ἀριθμὸ 245 τῆς Λεωφόρου Βουλιαγμένης:
*
*
Οἱ νέοι θέλουν πάντα νὰ φθάσουν νωρίς. Γέμισε γρήγορα ἡ Διψασμένη Μεταπολίτευση ἀπὸ νέους φθασμένους. Τὸ φθάσιμο κληροδοτήθηκε ὡς ὑψηλὴ αὐταξία στὶς ἑπόμενες γενιές. Οἱ μηχανὲς παραγωγῆς τους στὴν Ἑταιρεία Συγγραφέων καὶ στὸν Κύκλο Ποιητῶν δουλεύουν νυχθημερόν. Δὲν προλαβαίνεις νὰ ξεφυλλίσεις πιὰ τὰ (συνήθως κατασκευασμένα) πειστήρια… (Γιὰ τοὺς ἀπέξω φροντίζει ἱπτάμενος ἕνας Ἵκαρος-Μπαμπασάκης-στὸν-Κόσμο-Του.)
Στὶς 24 Μαρτίου 2014, Δεύτερα, ἔγινε ἡ κηδεία τοῦ Κωστῆ Παπαγιώργη.
Στὶς 6 Ἰουνίου 2022, Δευτέρα, ἔγινε ἡ κηδεία τοῦ Ἀντώνη Ζέρβα.
Σήμερα, Δευτέρα πάλι, 29 Ἰανουαρίου 2024, γίνεται ἡ κηδεία τοῦ Νίκου Λεβέντη.
Στοὺς τρεῖς παραπάνω, ἄγνωστούς μου τὸ 1976, συνομίληκούς μου (πλὴν τοῦ νεώτερου δεύτερου) χρωστάω πολλά. Περίεργη μοίρα κι ἐκλεκτικὲς συγγένειες, ἴσως, τὸ ἔφεραν στὸ βάθος τῶν χρόνων νὰ συναντηθοῦν καὶ συντονιστοῦν μὲ ἔνταση καὶ κάποτε σὲ μεγάλη διάρκεια τὰ βήματά μας. Καὶ οἱ τρεῖς ὑπῆρξαν σπουδαῖοι δωρητὲς-στυλοβάτες τοῦ ἀρχαίου Πλανόδιου (ὁ πρῶτος καὶ τοῦ θνησιγενοῦς πλὴν «μαχητικοῦ ἕως παρεξηγήσεως [γιὰ τὰ μέτρα τῆς ἐποχῆς μας] Κριτικὴ καὶ Κείμενα», ὅπως σημειώνει νεαρὸς φίλος θερμὸς συνεργὸς στὸ παρὸν τῶν περιοδικῶν ἐγχειρημάτων μας).
Ὡστόσο, ὅσο ἡ γκλίττερ ἐπιφάνεια τοῦ χθὲς θαμπώνει ἀνεπιστρεπτί, τόσο μοιάζει νὰ δυναμώνει περισσότερο τὸ ὑποφῶσκον ἐρώτημα σὲ ἐκείνη τὴν παλιὰ διαβεβαίωση: ἄλλαξε ἄραγε καὶ πόσο τὸ τοπίο τῶν γραμμάτων μας ἀπὸ τὸ πέρασμα αὐτῶν τῶν τριῶν προσώπων στὸν τόπο μας;…
Δὲν εἶναι εὔκολη καὶ κυρίως εὔκολα ἀποδεκτὴ ἡ ἀπάντηση… Καὶ ἴσως δὲν ἦρθε ἡ ὥρα της…
Θὰ ἀπαντήσουν, ὡστόσο, αὐτοὶ ποὺ γυρεύουν ἀσυμβίβαστα στὰ βαθιὰ κι ἀφανῆ ὑπόγεια ρεύματα τοῦ φενακισμένου ‘πολιτισμοῦ’ μας, τὸ λίγο νερὸ ποὺ θὰ παρατείνει τὶς ἀντοχές τους στὸ ζοφερὸ μέλλον μας…
ΙΙ.
Στὶς 6 Ἀπριλίου 2009, ὁ Νίκος Λεβέντης, μοῦ ἐνεχείρισε ἕνα δακτυλόγραφο (ἀσυνήθιστος τρόπος γραφῆς γιὰ τὸν ἴδιο) γράμμα του μὲ χρονολογία «Καλοκαίρι 2008», ἀπευθυνόμενο σὲ κάποιον ἄγνωστό μου «Γιῶργο». Στὸ τέλος του ὑπῆρχε ἕνα χειρόγραφο ὑστερόγραφο:
Idem. Φίλος ποιητὴς μοῦ ζήτησε δυὸ-τρία πράγματα διευκρινιστικά, μ’ ἀφορμὴ τὴ συγκεντρωτικὴ ἔκδοση τῶν ποιημάτων μου. Ἀπὸ τὸ γράμμα αὐτὸ προέκυψε ἕνα εἶδος συνεπτυγμένης ποιητικῆς ἢ ποιητικῆς διαδρομῆς.
Δὲν ξέρω ἂν ἐτοῦτο τὸ κείμενο, μὲ τὸν χειρόγραφο τίτλο «ΕΝΑ ΓΡΑΜΜΑ», δημοσιεύτηκε κάποτε κάπου… Τὸ σίγουρο εἶναι πὼς ὁ Νίκος Λεβέντης θὰ ἤθελε νὰ μείνει. Γι’ αὐτὸ τὸ παραθέτω στὴ μνήμη του ἐδῶ:
*
*
*
*
III.
Ὁ Νίκος Λεβέντης, μειλίχιος κι ἀνεξίκακος ἄνθρωπος, ἀπὸ τοὺς λιγότερο τοξικοὺς τῆς συντεχνίας, γυναιμανής κι ἀνεπρόκοπος, φουμαδόρος καπνιστὴς καὶ πότης ἐν προόδῳ τοῦ βίου, λαϊκὸς αἰσθητὴς καὶ φιλέταιρος, γλωσσομαθὴς μὲ λαμπρὴ καὶ βαθειὰ καλλιέργεια ἑλληνικὴ καὶ εὐρωπαϊκή, ἰσάξια τῆς λαμπρῆς παιδείας τῶν δύο ἄσπονδων προαποθανόντων φίλων του, ὑπάρχει τελικῶς ὡς ποιητὴς τῶν ἡμερῶν του ἰδιαιτέρου καὶ ἀσυνήθους διαμετρήματος.
Ἐκκινώντας ἀπὸ τὸ ἀδιάβροχο μιᾶς ὑψηλῶν περγαμηνῶν ἀλλὰ μᾶλλον χλιαρῆς καὶ ἀδιάφορης μετασυμβολιστικῆς ποίησης γαλλικῆς κοπῆς, στὴν δεύτερη ποιητική του περίοδο ἀπὸ τὸ 1979/80 καὶ μετά, καὶ διαμέσου τῶν περισσότερο πρόσγειων Ποικιλμῶν του, κατακρημνίζεται, θεματολογικῶς καὶ ὑφολογικῶς, αὐτοβούλως καὶ ἡδονικῶς, μαζὶ μὲ τὸν πάταγο τῆς Πτώσης τοῦ Τείχους τοῦ ’89, στὸν κόσμο τῶν ταβερνείων καὶ τῶν ἐμπλουτισμένων ἐξ ἀνατολικῆς Εὐρώπης πορνείων τῆς δεκαετίας τοῦ ’90 —τῆς δεκαετίας τοῦ Μαύρου Χρήματος, τῆς Ἐπικράτειας τῶν Καναλαρχῶν, τῶν Προσκυνημένων στὸ Χρηματιστήριο Πολιτικῶν καὶ τῆς Κλικαδόρικης Ξεπουλημένης Δημοσιογραφίας— πορευόμενως ἔκτοτε Ἄστυδε τελεσιδίκως.
Ἅλλὰ κατέπεσε μέσα στὸν Ἐφιάλτη τοῦ Πραγματικοῦ, τοῦ Νεοελληνικοῦ Πραγματικοῦ, μαζὶ μὲ ὅλη τὴν βαρειὰ καὶ πλούσια σὲ πνευματικὰ βιώματα φιλολογική του σκευή, τὸ χιοῦμορ του καὶ τὴν βαθειὰ ἱστορική του αἴσθηση τοῦ τραγικοῦ συγκιρνῶντας το μὲ τὸ κωμικό, καθὼς τὸ βαρὺ μὲ τὸ ἐλαφρὀ, τὸ ταπεινὸ μὲ τὸ ὑψηλό, συχνὰ σὲ τρόπο ἀπαράμιλλο. Ἑνώνοντας ὡς ἐλάσσων σωκρατικὸς στὴν ἴδια ματιὰ καὶ στὸν ἴδιο ἐπίμονο στιχικό του ρυθμὸ τὴν Λαϊκὴ Ἀγορὰ καὶ τὴν Λογοτεχνικὴ Συντεχνία!
Καὶ ἔτσι μένει στὰ μάτια μου καὶ στὸ αἴσθημά μου, στὰ καλύτερά του ποὺ δὲν εἶναι καὶ λίγα, ὁ Νίκος Λεβέντης: ἕνας δυνατὸς ποιητὴς μιᾶς Παλατινῆς Ἀνθολογίας ποὺ συνεχίζει νὰ γράφεται σὲ πεῖσμα τῶν ἀναφρόδιτων καὶ ἀποστειρωμένων σὲ ἀνθρώπινα ἀγγίγματα καιρῶν μας.
* * *
Κλείνω στὴ μνήμη του μὲ τρία ποιήματά του, τὸ ἕνα ἀπὸ τὴν τραγικὴ καθημερινότητα τῶν δελτίων, τὰ ἄλλα δύο ἀπὸ τὸ κωμικὸ πανηγύρι τῆς ματαιότητας τῶν λογοτεχνῶν μας – τὸ δεύτερο ἐξ αὐτῶν αὐτοσκωπτικό του ἐξαίρετο!
Σύνθεση τοῦ ποιητῆ Πέτρου Εὐαγγελίδη
α΄
Πῶς νὰ γράψεις ἕνα ποίημα γενναῖο
γιὰ τὸν ἀποκεφαλισμὸ τῆς Σαντορίνης
ποὺ ἔκανε τὸ γύρο τοῦ κόσμου
ἕνας μπαλτᾶς νὰ γεφυρώνει τοὺς αἰῶνες
ὁ Πενθέας, ἡ Ἀγαύη ἐκτὸς φεστιβὰλ
ζῆσε τὸ μύθο σου στὴν Ἑλλάδα
ἀνάμεσα σὲ θεοὺς καὶ ἡμίθεους
θεοπάλαβους ἥρωες, μανιακοὺς μαγείρους
ποὺ περιμένουν τὴν ὥρα νὰ δράσουν.
β΄
Φαίνεται πὼς τὸν εἶχε ἐκνευρίσει
μόλις εἶχε γυρίσει ἀπ’ τὴν κουζίνα τῆς ταβέρνας
καὶ στὸ νοῦ τοῦ εἶχαν κολλήσει
τὸ ραγοῦ, ἡ πιστωτική, ἡ ἀνορεξία
κι ἄρχισε τὸ συνηθισμένο παραμιλητό
«πῆρες τροφὴ γιὰ τὸ σκυλάκι μας
πεινάει ποὺ θὰ μᾶς χυμήξει στὸ τέλος
κοίτα τί σοῦ φυλάω γιὰ τὸ βραδάκι
κοκκίνησε πολὺ ἡ ρωγίτσα, δές την!»
γ΄
Σὰν καλὸς μάγειρος πῆρε τὸ σύνεργό του
κι ὄρμηξε πρῶτα στὸ ἐνοχλητικὸ γάβγισμα
παράξενο πῶς τὸ ζωάκι ἄλλαξε στάση
κι ἔγινε δράκαινα πάνω ἀπ’ τὸ τραπέζι
μὲ μιὰ δυνατὴ κι ἀνάερη πράξη
σταμάτησε τὴ γκρίνια ἐν τῇ γενέσει
μάλιστα τώρα ποὺ κείτονταν στὸ πάτωμα
τοῦ φάνηκε σὰ μοσχαροκεφαλὴ
ἕτοιμο γιὰ τὸ φοῦρνο ἢ καὶ τὸ φουρνάκι
δ΄
Ἀλίμονο οἱ φωνὲς ξαναρχίσανε
«Δὲς πῶς λέρωσες τὰ πλακάκια
ἀπ’ τὸ πρωῒ σφουγγαρίζω κι ἔχω
καὶ τὶς ἐκθέσεις τῶν παιδιῶν νὰ διορθώσω
πῆρες τὰ φάρμακά σου ἢ πάλι ἀρνιέσαι
ἐγὼ θὰ σὲ κάνω καλὰ μὲ τὶς προσευχές μου!»
τότε πιὰ σὰν ἀστραπή, σὰ δέον
πρὸς τὸ ψυχόρμητο ποὺ κυβερνάει
ἔδωσε μιὰ δεύτερη ἀποφασιστική.
ε΄
Σὰν κάποιος ἄλλος νὰ κράταγε τὸ χέρι
κι ἕνα φῶς μυστήριο νὰ τὸν χτύπησε
ἦταν ὅπως χθὲς μὲ τὸ φεγγάρι
τό ‘θελε ὁλάκερο νὰ φέγγει στὴν αὐλὴ
κι αὐτὸ χάνονταν πίσω ἀπ’ τὰ σύννεφα
κάθε χάση καὶ μιὰ ζαλάδα δυνατὴ
κάθε σμπρώξιμο κι ἕνας μισὸς κύκλος
μὰ τὸν κύκλο τὸν ζωγράφιζε στὸν ἀέρα
μὲ τὸν σουγιὰ νὰ γίνει ἀκέραιη λάμψη!
ζ΄
Ὁ κύκλος ὁλάκερος μὲς στὴ μέρα
ἕνα παρθένο φεγγάρι τόλμησε νὰ βγεῖ
Τί ὡραῖα ποὺ λύθηκαν τὰ μαλλιὰ
σὰ νά ‘χεῖ ἀδυνατίσει τὸ προσωπάκι
πρέπει ὅλοι στὸ χωριὸ νὰ τὸ χαροῦν
νὰ στάζει αἷμα ἀντὶ γιὰ σάλιο τὸ στόμα
ἄγαλμα βουβό, ματωμένο βραβεῖο
οἱ μαθητὲς τὴ δασκάλα νὰ ἰδοῦνε
Κυρία, κυρία, πετάει, πετάει τὸ κεφάλι!
*
Valse hésitation
Πῶς θὰ χορέψω μὲ τὴ Βασίλισσα;
ἀναρωτιόταν ὁ ποιητὴς ὑπὸ βράβευση
χρόνια τώρα περιμένει τὴν ὑπέρτατη διάκριση
παρακολουθεῖ τὶς ἐτήσιες ἀπονομὲς
κάνει καὶ κάποιο ταξιδάκι στὴ Στοκχόλμη
γυροφέρνει τὰ κτίρια, φαντάζεται τὴ στιγμὴ
τῆς δίκαιης κατὰ τὰ λοιπά. Διστάζει
θέλει νὰ προωθήσει τὴν πρόοδο τῆς ἐκλογῆς
ἀπὸ τότε ποὺ ὁ κριτικὸς ἀπεφάνθη
«τὸ τρίτο Νόμπελ θά ’ρθει ἀπὸ τὸ Νησί»
δὲν βλέπει τὴν ὥρα μὲ τὸ ἀεροπλάνο νὰ πετάξει!
Τὰ βράδια προσθέτει λίγα λόγια
στὸν ἐπίσημο λόγο, ἔξοχα φροντισμένο
μιὰ Berlitz μέθοδο τῆς σουηδικῆς
ἄκοπη φιλοφροσύνη στὸν γραμματέα
τῆς Ἀκαδημίας ἢ στὸν ἁπλὸ κλητήρα
ἕνα εὐχαριστῶ γιὰ τὴν τιμὴ
τὸ ἔνδυμα, τὴ συνοδεία, ὅλ’ αὐτὰ
ἔρχονται τελευταῖα καὶ βέβαια
ἕνας καλὸς Ἑλλαδίτης φωτογράφος
ν’ ἀποθανατίσει ἔπειτα τόση προσμονὴ
διστάζει σὰν τὸ βὰλς μὲ λίγα βήματα
νὰ κάνει τὸ μεγάλο, γράφοντας ἀπευθείας
νὰ ζητήσει ταπεινὰ τὴν ἐπίσπευση.
*
Ὁ ποιητὴς καὶ ἡ τροφή του
Μεγάλη ταραχὴ κατέλαβε
τὸν γεραρὸ ποιητὴ Παραμασκαλίδη
ὅσο φυλλομετροῦσε στὰ κρυφὰ μὲ τρόπο
μέσα στὸ φιλόξενο, εὐάερο βιβλιοπωλεῖο
τὴ νέα ἀνθολογία πὤκανε τόσο ντόρο
τό ’πιανε τὸ βιβλίο ἀπ’ τὴ μιὰ
τὸ γύριζε ἀπὸ τὴν ἄλλη σὰ μπριτζόλα
κι ἔπειτα τ’ ἁλάτιζε στὸ οἰκεῖο λῆμμα
ἴσαμε νὰ πέσει στὸ τηγάνι καὶ ν’ ἁρπάξει
ἐνῶ ἡ φωτιὰ σιγόκαιγε στὰ στήθη
— «Ὥστε λοιπὸν τσουρουφλιζόμαστε δῶ μέσα»
Τ’ ὄνομά του ἤτανε ἄφαντο παραμερισμένο
καὶ κανένα λογομαγειρικὸ λάθος
δὲν θὰ διόρθωνε τοὺς στίχους τὴν ὥρα
ποὺ διάβαινε τὴν ἔξοδο μὲ θλίψη:
— «Σύγχρονη ποιητικὴ ἀνθολογία
ἀνθ’ ἡμῶν ἡ Ἀνθή…»
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΤΙΛΗΣ
Ἡ κηδεία τοῦ Νίκου Λεβέντη θὰ γίνει τὴν Δευτέρα 29 Ἰανουαρίου στὶς 12:00 στὸ Πρῶτο Νεκροταφεῖο Ἀθηνῶν.
*
*
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
-
17.09.1999: Ὁ Νίκος Λεβέντης στὸ γραφειάκι τοῦ Πλανόδιου, Γενναδίου 7, Κάνιγγος.
-
23.10.2017: Ὁμαδικὴ φωτογραφία. Τὸ reunion τῆς γενιᾶς τοῦ ’70, μὲ τὸν γραμματολογικό της ποιμενάρχη (διακρίνονται καὶ μερικοὶ ποὺ κανονικὰ δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ἦσαν ἐκεῖ).
-
15.06.2014: Μὲ τὸν Νίκο Λεβέντη. Ὁδὸς Δράκου, Κουκάκι.
*
*





