*
του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ
Η ζωή είναι ο εφιάλτης των ονείρων μας.
Το να χάνεις την δουλειά σου, είναι σαν να χάνεις την ζωή σου. Και στις δύο περιπτώσεις, δεν ξέρεις αν υπάρχει άλλη. Κι αν υπάρχει, δεν ξέρεις αν είναι καλύτερη απ’ την προηγούμενη.
Το να ξεμένεις από δουλειά στην Αθήνα, είναι σαν να κολυμπάς με αλιγάτορα σε πισίνα. Και το να ψάχνεις για δουλειά, είναι «σαν να ρίχνεις ένα ροδοπέταλο στο Γκραντ Κάνυον και να περιμένεις ν’ ακουστεί ο αντίκτυπός του».
Όταν έχασα την δουλειά μου, φράκαρε η πόρτα απ’ τους λογαριασμούς, άδειασε το ψυγείο, δυο-τρία τσιγάρα στο πακέτο, η μηχανή στην ρεζέρβα και πήρα τους δρόμους ποδαράτο…
Έλειωσα σόλες. Χτύπησα πόρτες, «έφαγα πόρτα». Πείνασα, δίψασα, νύσταξα. Κοιμήθηκα σε λεωφορεία, σε τρόλεϊ, σε παγκάκια.
Κατέληξα σ’ ένα εργοστάσιο τενεκέδων στην Ιερά Οδό. Ούτε Ιερά μου φάνηκε ούτε Οδός όπως την περιγράφει ο Σικελιανός. Ένας κωλόδρομος πηγμένος στ’ αμάξια ήτανε, πυρακτωμένη άσφαλτος, και τα πόδια μου γεμάτα φουσκάλες και ξεπετσαλιασμένα δάχτυλα. (περισσότερα…)
