Ομήρου Ιλιάδος Κ, «Δολώνεια» (Μετάφραση Γιώργου Μπλάνα)

*

Εκεί, πλάι στα καράβια τους, οι ένδοξοι Αχαιοί
κατέρρεαν ένας-ένας τη βαθιά αιχμαλωσία του ύπνου.
Μόνον ο Ατρείδης ξέφευγε τα μάγια των ονείρων,
άγρυπνος στο αδυσώπητο πεδίο των λογισμών του.
Και κάθε που αναστέναζε, στα βάθη της καρδιάς του
άστραφτε λες ο άρχοντας μιας Ήρας εκτυφλωτικής,
έριχνε αλύπητο νερό, χαλάζι, χιόνι,
και σκέπαζε τη μάνα γη κι άνοιγε του πολέμου
τα τρομερά σαγόνια πεινασμένα.
Στέναζε ο ηγέτης και γινόταν μέσα του χαλασμός.
Κοιτούσε κατά τη μεριά των Τρώων· ένας στρατός
ολόκληρος από φωτιές προάσπιζε το Ίλιο
και πίσω άνθρωποι, φωνές, τραγούδια, μουσικές.
Γύριζε αργά το βλέμμα στην κατάντια
των Αχαιών και ξέσπαζε την πίκρα στα μαλλιά του.
Εκλιπαρούσε ο άρχοντας έλεος απ’ τον Δια.
Και στον αγώνα εκείνο της καρδιάς του επικρατούσε
μια μόνο σκέψη, να βρεθεί δίπλα στον άντρα των αντρών,
τον Νέστορα, ν’ απελπιστούν η να χαρούν τουλάχιστον μαζί
την προστασία των Δαναών.
Πετάχτηκε όρθιος, φόρεσε κατάσαρκα χιτώνα,
βασιλικά σανδάλια σε πόδια βασιλιά, στους ώμους λεοντή·
άστραψε η τρίχα του θηρίου ποτάμι πύρινο την ώρα
που άρπαξε το ακόντιο αποφασιστικά.
Στο μεταξύ ο Μενέλαος ξενυχτούσε,
με μάτια ορθάνοιχτα απ’ τον τρόμο, τον τρόμο του χαμού
αντρών που έσπρωξε ασφαλώς πρώτος εκείνος
στην αλμυρή τρέλα της Τροίας – κι ας έπεσαν με τόση προθυμία.
Έριξε στις φαρδιές του πλάτες πλουμιστή
λεοπάρδαλη, στέφτηκε αγέρωχο χαλκό,
άρπαξε το ακόντιο με χέρι στιβαρό
και βγήκε να ξυπνήσει τον αδελφό του: βασιλιά
για τους Αργείους και θεό για τον λαό.
Τον βρήκε να οπλίζεται μπροστά στην πρύμνη
του καραβιού του· χάρηκε πασιφανώς ο Ατρείδης
μα πριν προλάβει να το δείξει, τον πρόλαβε εκείνος σθεναρά:
«Οπλίζεσαι, αγαπητέ; Σκοπεύεις μήπως να εξωθήσεις
κανέναν για κατάσκοπο στους Τρώες;
Πολύ φοβάμαι πως δε θα βρεις εθελοντή.
Ποιος και πως να πλησιάσει τον εχθρό
μέσα στη νύχτα των θεών; Θέλει ψυχή αγρίμι».
Κι ο ηγέτης Αγαμέμνων:
«Εγώ κι εσύ ο ένθεος, Μενέλαε, είναι ανάγκη
κάτι τελέσφορο να σοφιστούμε, που θα σώσει τούς Αργείoυς
και τα καράβια των Αργείων, αφού μας ξέχασε ο Δίας.
Άρχισε φαίνεται να καλοβλέπει τα θύματα του Έκτορα.
Γιατί τουλάχιστον εγώ, δεν είδα ούτε άκουσα ποτέ ένας άντρας
να σπέρνει τόση φρίκη μοναχός του σε μια μέρα,
όση ο ένθεος αυτός στους γιους των Αχαιών,
χωρίς να είναι γιος θεών. Μας τσάκισε σου λέω.
Πόσον καιρό και τι θα πάσχουν οι Αργείοι,
μη προσπαθήσεις να σκεφτείς. Σκέφτηκε εκείνος.
Ναι· αλλ’ ανάλαβε να βρεις τον Αίαντα και τον Ιδομενέα.
Γρήγορα, κόψε δρόμο απ’ τα καράβια· εγώ πηγαίνω
στον ένθεο Νέστορα για να τον παροτρύνω
να σηκωθεί και ν’ αναλάβει τη φρουρά.
Αυτόν τον σέβονται οπωσδήποτε οι γενναίοι·
ο γιος του κι ο ακόλουθος
του Ιδομενέα, ο Μηριόνης είναι επικεφαλής.
Τυχαία δεν τους βάλαμε εκεί». Και πρόθυμα ο Μενέλαος:
«Τι με προστάζουνε τα λόγια σου και τι προστάζεις;
Να πάω εκεί μαζί τους και να σε περιμένω
η να τους δώσω οδηγίες και να ‘ρθω πάλι να σε βρω;»
«Μείνε εκεί» του πρότεινε ο ηγέτης Αγαμέμνων.
«Υπάρχει φόβος να χαθούμε στα στενά
του στρατοπέδου, πήγαιν’ έλα. Τρέξε τώρα,
φώναξε, σήκωσε αγρύπνια
ανάμεσα στους άντρες, χρέωσέ τους την επιφυλακή
με την τιμή των πατρικών τους ονομάτων· και προπάντων
μη γίνεσαι ακατάδεκτος. Θέλει δουλειά σκληρή η κατάντια
που μας έριξε κατάμουτρα ο Δίας για ζωή».
Έτσι είπε κι έδιωξε τον αδελφό του.
Ύστερα ξεκίνησε να βρει τον Νέστορα το στρατηγό.
Πλάι σε καράβι σκοτεινό, μες στη σκηνή του,
σε στρώμα μαλακό τον είδε να κοιμάται. Παραστάτες,
όπλα πολύτιμα, η ασπίδα, δυο ακόντια, κράνος τρίλοφο και δίπλα
η ζώνη εκείνη που άστραφτε στη μέση του, όταν πάνοπλος ξεχνούσε
τα κουρασμένα γηρατειά του και δινόταν στη λατρεία
του ακατάσχετου πολέμου, πρώτος-πρώτος.
Σήκωσε το κεφάλι του, στήριξε στους αγκώνες
τη νύστα του και είπε στον Ατρείδη με απορία:
«Ποιος είσαι εσύ που τριγυρνάς μονάχος μες στη νύχτα
των καραβιών και των αντρών; Κοιμούνται απ’ ώρα
οι θνητοί. Μουλάρι η σύντροφο έχασες;
Μίλα. Μην πλησιάζεις. Τι θέλεις από μένα;»
Κι ο ηγέτης Αγαμέμνονας του απάντησε:
«Τιμή και δόξα των Αχαιών, Νέστορα Νηληιάδη,
έχεις μπροστά σου τον Ατρείδη Αγαμέμνονα, τον πρώτο
στα μαρτύρια του Δια. Όσο χτυπά στα στήθη μου η καρδιά
κι όσο κρατούν στα πόδια μου τα γόνατά μου,
θ’ αγκομαχώ από αγρύπνια σε αγρύπνια
τις τύχες του πολέμου και των Αχαιών τις ατυχίες.
Φοβάμαι για τους Δαναούς, δεν έχω σπλάγχνα πια·
τόπο δεν έχω να σταθώ, ούτε η καρδιά μου στήθη.
Τρέμει κι αυτή, όπως τρέμουνε τα γόνατά μου.
Μα ούτε κι εσύ κοιμάσαι, βλέπω· αν θέλεις δράση,
σήκω και πάμε τώρα στη φρουρά να δούμε
μήπως τους λύγισε η κούραση κι η νύστα
και μας παράτησαν στη φύλαξη του ύπνου.
Υπάρχει φόβος να πλησιάσουν οι εχθροί, απ’ τη στιγμή
που δεν γνωρίζουμε αν σκοπεύουν να πολεμήσουν νύχτα.
Κι ο αρματηλάτης Νέστορας του απάντησε: «Ατρείδη,
πασίγνωστε αρχιστράτηγε Αγαμέμνων,
να είσαι βέβαιος πως ο Δίας μετράει τις σκέψεις του.
Δεν πρόκειται να δώσει εύκολα νόημα στις ελπίδες
του Έκτορα· έχει πολλά ν’ απελπιστεί ακόμη,
αν ο Αχιλλέας απαλλαγεί απ’ την οργή του.
Ακολουθώ λοιπόν· τι στέκεις; Πάμε να ξυπνήσουμε τους άλλους,
τον ακοντιστή Τυδείδη, τον Οδυσσέα,
τον γρήγορο Αίαντα, τον άλκιμο γιο του Φυλέα.
Κι ας τρέξει κάποιος απ’ αυτούς να ειδοποιήσει
τον παντοδύναμο Αίαντα και τον ηγέτη Ιδομενέα.
Γρήγορα όμως. Τα καράβια τους απέχουν.
Όσο για τον Μενέλαο, τον αγαπώ, τον εκτιμώ, αλλά ειλικρινά
θα του θυμώσω κι ας θυμώσεις.
Κοιμήθηκε και σ’ άφησε να βολοδέρνεις, ενώ αυτός
θα έπρεπε να τρέχει και να παρακαλάει·
ξεπεράσαμε τα όρια κάθε έκτακτης ανάγκης προ πολλού».
Κι ο ηγέτης Αγαμέμνων του αντιγύρισε: «Εγώ ο ίδιος,
σύμβουλε, σε προκαλούσα να θυμώνεις
όταν χωνόταν στα βαθιά της απραξίας
από οκνηρία η δειλία, παρατώντας τα πάντα στο φιλότιμό μου.
Απόψε όμως μου ήρθε εκείνος πρώτος.
Τον έστειλα κι εγώ να φέρει αυτούς που λες.
Πάμε τώρα· θα τους βρούμε μπρος στα τείχη
με τους φρουρούς. Εκεί διέταξα να μαζευτούν».
«Έτσι τουλάχιστον, ίσως να μην εξαγριώσει τους Αργείους,
όταν αρχίσει τις γνωστές του προτροπές και διαταγές»
συμφώνησε ο γερήνιος αρματηλάτης Νέστωρ.
Ύστερα φόρεσε κατάσαρκα χιτώνα, βασιλικά σανδάλια σε πόδια βασιλιά
και στήριξε στους ώμους με την πόρπη μανδύα πορφυρό,
διπλό, μακρύ, με πλούσιο κατάσγουρο μαλλί.
Πήρε μαζί του χάλκινο φονιά το ακόντιό του
κι έφυγαν γρήγορα κατ’ όπου έδεναν τα καράβια
οι χαλκοχίτωνες Αχαιοί. Ρίχτηκε πρώτα με φωνές
στον ύπνο του δαιμόνιου Οδυσσέα
και πέτυχε τ’ αυτιά του κατευθείαν· βγήκε εκείνος
απ’ τη σκηνή του και τους είπε:
«Γιατί τρεχοβολάτε μες στη νύχτα των καραβιών και των αντρών;
Τόση ανάγκη πια σας κυνηγάει;»
«Ένθεε Λαερτιάδη, στα δύσκολα Οδυσσέα»
τον πρόλαβε ο γερήνιος αρματηλάτης: «Πάψε
να διαμαρτύρεσαι. Ο πόνος των Αχαιών δεν ησυχάζει.
Πως να ησυχάσεις; Σήκω αμέσως να σηκώσουμε όσους πρέπει,
να σκεφτούν, να συσκεφτούμε, να φύγουμε η να δώσουμε τη μάχη».
Μίλησε κι ο λογικός Οδυσσέας ξαναμπήκε στη σκηνή του,
φορτώθηκε τη λάμψη της ασπίδας και πήγε γρήγορα μαζί τους.
Έφτασαν στου Τυδείδη Διομήδη και τον βρήκαν
δίπλα στα όπλα του έξω απ’ τη σκηνή. Οι σύντροφοί του
κοιμούνταν ένα-γύρο με ασπίδες για προσκέφαλο· τ’ ακόντια
μπηγμένα ανάποδα στη γη λαμποκοπούσαν
χαλκό αιχμηρό από μακριά, σαν ν’ άστραφτε ο Δίας. Εκεί κοιμόταν
ο ήρωας· δέρμα βοδιού που χόρτασε άγρια βοσκή
το στρώμα του και υπέροχο χαλί το μαξιλάρι.
Πήγε από πάνω ο Νέστορας, του έδωσε μια σκουντιά
με το πόδι και του πέταξε κατάμουτρα επιπλήξεις
και παραινέσεις: «Σήκω πια, γιέ του Τυδέα! Τι ροχαλίζεις
ύπνο μακάριο; Δεν ακούς τους Τρώες στο λόφο;
Μια κατηφόρα τους χωρίζει απ’ τα καράβια».
Μίλησε και τινάχτηκε εκείνος απ’ τον ύπνο.
Τινάχτηκε μαζί κι η απάντησή του:
«Ε πια, δεν υποφέρεται, γέροντα, η αντοχή σου!
Μα δεν κουράζεσαι ποτέ; Γυρνάς ακόμη εδώ κι εκεί,
σαν να μας τέλειωσαν οι νέοι Αχαιοί, να τρέξουν, να ξυπνήσουν
τους βασιλιάδες. Γέροντα, δε γίνεσαι με τίποτε καλά!»
Κι ο Νέστορας του γύρισε αρματηλάτης πάντα:
«Καλά τα λες, αγαπητέ.
Έχω παιδιά ανυπέρβλητα κι αμέτρητο στρατό,
να τρέξουν, να καλέσουν τους στρατηγούς. Μα βλέπεις,
στρίμωξε έκτακτη ανάγκη τους Αχαιούς
κι ακροβατούμε στου ξυραφιού την κόψη·
γκρεμιζόμαστε και πάμε η κοβόμαστε και ζούμε.
Πάρε λοιπόν τα νιάτα σου και τράβα να σηκώσεις
το γρήγορο Αίαντα και το γιο του Φυλέα, αφού νοιάζεσαι για μένα».
Μίλησε· εκείνος έριξε στους ώμους λεοντή· άστραψε η τρίχα
του θηρίου ποτάμι πύρινο την ώρα που άρπαξε το ακόντιο.
Πήγε ο ήρωας, τους βρήκε, τους ξύπνησε και γύρισε μαζί τους
στον τόπο της συνάντησης. Στο μεταξύ, οι άλλοι
αντί να πιάσουνε στον ύπνο τους ηγέτες των φρουρών,
τους βρήκαν οπλισμένους ν’ αγρυπνούν
σαν τα κακά μαντρόσκυλα τριγύρω στο κοπάδι,
μυρίζοντας το αδίστακτο αγρίμι στο βουνό
να κατεβαίνει σέρνοντας πίσω του ορυμαγδό
σκυλιών κι αντρών που ξόδεψαν τον ύπνο τους στις πέτρες.
Έτσι κι εκείνοι ξόδευαν ύπνο γλυκό, φυλάγοντας
τη νύχτα την κακιά, πότε θ’ αρχίσει να ‘ρχεται
σκούζοντας Τρώες στην πεδιάδα.
«Φυλάτε μας, παιδιά μου. Έτσι μπράβο!
Γλεντάτε την αγρύπνια σας, μη μας γλεντήσουν οι εχθροί»
άφησε ο σύμβουλος τα λόγια του γεράκια να πετάξουν
όλο ψυχή κι όλο κουράγιο ανάμεσά τους.
Έδωσε μια και πέταξε πάνω απ’ την τάφρο. Πίσω του
ρίχτηκαν όσοι άρχοντες είχαν κληθεί κι ακόμη
ο Μηριόνης και ο γιος του Νέστορα ο γίγας,
να συσκεφτούν κι αυτοί μαζί τους.
Άφησαν πίσω τ’ όρυγμα και τράβηξαν κατ’ όπου
φέγγιζε γη ανάμεσα στα πτώματα, εκεί ακριβώς
που πρόλαβε τον Έκτορα η νύχτα
να πετσοκόβει Αργείους.
Κάθισαν κι άρχισαν να ρίχνουν τα λόγια του καθένας.
Ο Νέστορας, γερήνιος αρματηλάτης, πρώτος:
«Ποιος θα τολμούσε, φίλοι μου, να εμπιστευτεί
τόσο βαθιά τον εαυτό του, ώστε να πάει
μόνος ανάμεσα στους άγριους Τρώες κι η ν’ αρπάξει
κάποιον που ξέμεινε η να κλέψει λόγια που ξέφυγαν,
τι σκέφτονται, τι λένε, τι σκοπεύουν,
θα μείνουν έξω, πλάι στα πλοία η θα γυρίσουν
στην πόλη τους μετά απ’ αυτή τη συντριβή των Αχαιών;
Ποιος θα τολμούσε; Μ’ αν τολμούσε και κατάφερνε να ζήσει,
δε θα ‘χε δει ο ουρανός να λάμπει άνθρωπος έτσι,
κι ούτε θα είχε δει θνητός τόσο μεγάλες προσφορές.
Γιατί ασφαλώς, οι εκλεκτοί κι άρχοντες καραβιών,
αμέσως θα του χάριζαν καθένας από μια κατάμαυρη προβάτα
με το ανάλογο αρνί. Θα καρπωνόταν περιουσία ολόκληρη
κι ανάμεσά μας θα καθόταν στα γεύματα και στις συνεστιάσεις».
Μίλησε κι όλοι σώπασαν, ώρα πολλή,
μέχρι που όρμισε η φωνή του ενάρετου Διομήδη:
«Θες από τόλμη, θες από θυμό, εγώ θα επιχειρούσα,
Νέστορα, να εισχωρήσω ανάμεσα στους άγριους Τρώες·
δεν είναι δα και μακριά. Μ’ αν είχα κι άλλον έναν
μαζί μου θα ένοιωθα οπωσδήποτε ασφαλής.
Δυο-δυο σκεφτόμαστε καλύτερα η εν τέλει
κάνουμε λάθος δυσκολότερα· ενώ μόνοι:
ένα μυαλό λιγότερο, μια σκέψη μείον στο ζύγι.
Μίλησε κι ήθελαν πολλοί να τον ακολουθήσουν.
Ήθελαν οι Αίαντες κι οι δυο οι αιμοβόροι,
ο Μηριόνης κι ειδικά του Νέστορα ο γιος,
ο ακοντιστής Μενέλαος Ατρείδης κι ο Οδυσσέας ανένδοτος·
αυτός κι αν ήθελε να εισβάλλει στη συμμορία των Τρώων.
«Γιέ του Τυδέα, πάντα σε είχα στην καρδιά μου»
ύψωσε ο ηγέτης Αγαμέμνων τη φωνή του.
«Διάλεξε εσύ, Διομήδη, το σύντροφό σου. Ναι·
ας είναι ο πιο γενναίος. Προσφέρονται πολλοί.
Και μην ντραπείς να τον προκρίνεις επειδή
κάποιος χειρότερος έτυχε να ‘χει καλύτερη γενιά
και κάποιος παραπίσω να προηγείται σ’ εξουσία».
Μιλούσε και σκεπτόταν τον ροδαλό Μενέλαο,
μέχρι που όρμισε η φωνή του ενάρετου Διομήδη:
«Μ’ αν διατάσσομαι ο ίδιος να επιλέξω
το σύντροφό μου, πως να προσπεράσω τον ένθεο Οδυσσέα;
Τον θέλει η τόλμη, τον ζητάει η αντοχή,
τον απαιτεί η ορμή και τον λατρεύει η Αθηνά. Μαζί του
θα πέρναγα αλώβητος και μέσα απ’ τη φωτιά
για να επιστρέψω· όλο και κάτι κατάλληλο θα σοφιζόταν».
Κι ο Οδυσσέας του γύρισε σκληρά:
«Τυδείδη, μην ξοδεύεις τα λόγια σου για μένα·
ξέρουν ποιος είμαι οι Αργείοι.
Πάμε! Δε θα μας περιμένει η νύχτα όλη νύχτα
κι η αυγή δεν μακριά· προχώρησαν τ’ αστέρια,
ένα τρίτο σκοτάδι απομένει».
Είπαν ό,τι είχανε να πουν κι οπλίστηκαν φαρμακερά.
Στον Τυδείδη, που είχε αφήσει το σπαθί του στο καράβι,
έδωσε ο ακούραστος στη μάχη Θρασυμήδης το δίκοπο δικό του,
ασπίδα κι ένα κράνος από γερή βακέτα ταύρου,
χωρίς λοφίο και κέρατα – κατέτυκα το λένε
και προστατεύει τα κεφάλια των νεαρών καταδρομέων.
Ο Μηριόνης έδωσε στον Οδυσσέα τόξο, φαρέτρα και σπαθί·
του έβαλε στο κεφάλι κράνος δερμάτινο με δυνατά λουριά πλεγμένα μέσα,
κάτασπρα δόντια γουρουνιού στερεωμένα γερά-πυκνά απ’ έξω
κι ανάμεσα χοντρό κετσέ. Πραγματικό έργο τέχνης!
Το έκλεψε ο Αυτόλυκος, στα χρόνια τα παλιά,
εισβάλλοντας στο απρόσβλητο σπίτι του Αμύντορα Ορμενίδη
στην Ελεώνα, το έδωσε του Κυθηριώτη Αμφιδάμαντα στη Σκάνδια,
το έκανε εκείνος ξένιο αντίδωρο στον Μόλο
κι ο Μόλος το παρέδωσε στο γιο του Μηριόνη,
για να ταιριάξει τώρα στο κεφάλι του Οδυσσέα.
Αφού οπλίστηκαν καλά, άφησαν μόνους τους ηγέτες
και προχώρησαν. Εκεί, κάπου μέσα στη νύχτα,
ένα πουλί φτερούγιζε το δρόμο τους σταλμένο απ’ την Παλλάδα.
Δεν το είδαν σκοτεινό μες στα σκοτάδια, όμως το άκουσαν να κράζει.
Φτερούγισε η ψυχή του Οδυσσέα κι ύψωσε προσευχή:
« Εισάκουσέ με, κόρη του άρχοντα της αστραπής.
Εσύ που παραστέκεσαι τους κόπους μου και δεν ξεχνάς
πως ζω, ανασαίνω, προσπαθώ. Μείνε κοντά μου τώρα.
Κάνε, Αθηνά, να ξαναδώ τα όμορφα καράβια,
περήφανος για έργα που θα φέρουν στους Τρώες απελπισία».
Ύστερα είπε δυνατά ο ενάρετος Διομήδης:
«Εισάκουσε και μένα, κόρη του Δια υπέρμαχε· οδήγησέ με
όπως οδήγησες τον ένθεο πατέρα μου Τυδέα
στη Θήβα, όταν εκτελούσε χρέη αγγελιοφόρου.
Άφησε πίσω του κι αυτός στον Ασωπό τους χαλκοχίτωνες Αχαιούς,
για να πάει στους Καδμείους φορτωμένος λόγια ειρήνης
και να επιστρέψει κουβαλώντας έργα ολέθρου.
Ήσουν μαζί του, έτοιμη και για τα δυο, Θεά μου!
Δείξε την ίδια προθυμία να με φυλάξεις και σου τάζω
σιδεροκέφαλο χρονιάρικο δαμάλι που δεν ξέρει
τι πάει να πει ζυγός ανθρώπου·
χρυσάφι θα στολίσω το μέτωπό του πριν στο σφάξω».
Αφουγκραζόταν η Αθηνά, ένιωθε η Παλλάδα,
πρόσεχε του κυρίαρχου Δια η κόρη. Τέλειωσαν·
σιωπή, σκοτάδι, δυο λιοντάρια να χάνονται στο βάθος,
μες σε νεκρούς, όπλα νεκρών, αίμα, μια νύχτα αίμα…
Μα ούτε και ο Έκτορας άφησε τους γενναίους
Τρώες στον ύπνο τους. Συγκέντρωσε τους επικεφαλής
εκπρόσωπους και ηγέτες για να θέσει
στην κρίση τους το σχέδιο που είχε καταστρώσει:
«Για να δω, ποιός θα μπορέσει ν’ αναλάβει
και να τελειώσει το έργο αυτό, οπωσδήποτε με ανάλογο μισθό;
Μιλώ για ένα ολόκληρο άρμα και δυο περήφανα
άλογα σαν κι αυτά που μόνο στα γρήγορα καράβια
των Αχαιών υπάρχουν. Φτάνει να θέλει η να μπορεί
να φτάσει μέχρι εκεί και να κατασκοπεύσει·
φυλάνε ακόμη τα πολύτιμα καράβια τους
η κάνανε τα χέρια μας καλή δουλειά και τσακισμένοι
ψάχνουν την έξοδο κινδύνου στα όνειρά τους,
αφήνοντας την κούραση της μέρας στο έλεος των σκοταδιών;»
Έτσι είπε κι όλοι σώπασαν, ώρα πολλή.
Έτυχε τώρα ανάμεσά τους κάποιος Δόλων,
γιος του ιερού και πλούσιου κήρυκα Ευμηδέα,
άσχημος άνθρωπος μα γρήγορος στα πόδια,
το μόνο αγόρι ανάμεσα σε πέντε αδελφές.
Είπε λοιπόν στους Τρώες και στον Έκτορα: «Έκτωρ,
θες από τόλμη, θες από θυμό, εγώ θα επιχειρούσα
να προσεγγίσω τα πολύτιμα καράβια και να κατασκοπεύσω.
Σήκωσε όμως το σκήπτρο σου κι ορκίσου
πως θα μου δώσεις τ’ άλογα κι εκείνο το άρμα
με τον περίτεχνο χαλκό που περιφέρει ο άρχοντας Πυλάδης·
Και να είσαι βέβαιος, άσκοπο κατάσκοπο δε στέλνεις, ούτε ανεπαρκή.
Ένα σου λέω, θα περάσω όσο στρατό κι αν χρειαστεί
μέχρι να φτάσω στο καράβι του Αγαμέμνονα που οι ηγέτες
θ’ αποφασίζουν προφανώς πόλεμο η άτακτη φυγή».
Δεν άκουγε άλλο ο Έκτορας. Είχε σηκώσει ήδη το σκήπτρο:
«Μάρτυράς μου ο κύριος της Ήρας κι άρχοντας της βροντής.
Τρώας δεν πρόκειται άλλος να καμαρώσει πίσω από εκείνα τ’ άλογα.
Είναι δικά σου ήδη, απόλαυσέ τα».
Έτσι τον ξεσήκωσε με όρκο αβάσιμο εκ των πραγμάτων.
Εκείνος πέρασε στους ώμους σταυρωτά καμπύλα τόξα,
τυλίχτηκε γκριζόλυκο, φόρεσε στο κεφάλι
κουνάβι, άρπαξε ακόντιο φονιά κι άφησε πίσω
ολόκληρο στρατό για κάποια λόγια
θαλασσινά, που δεν θα έφερνε στον Έκτορα ποτέ.
Όταν βγήκε από το πλήθος των άντρων και των αλόγων,
ανέπτυξε ταχύτητα. Πρώτος τον αντιλήφθηκε
ο ένθεος Οδυσσέας και είπε στον Διομήδη:
«Για κοίτα, κάποιος έρχεται απ’ την πλευρά τους.
Λες να μας στέλνουνε κατάσκοπο η βγήκε
για να σκυλέψει τους νεκρούς;
Άφησέ τον και μόλις προσπεράσει
χιμάμε και τον πιάνουμε από πίσω·
το νου σου, αν κάνει πως ξεφεύγει,
απώθησέ τον προς τα πλοία
με το ακόντιο, μη στραφεί κατά την πόλη».
Έτσι συνεννοήθηκαν κι έπεσαν πρηνηδόν
ανάμεσα στα πτώματα· εκείνος τους προσπέρασε
ανύποπτος, αλλ’ όταν ξεμάκρυνε μέχρι ένα αυλάκι
που βγάζει μονοκοπανιά μουλάρι αξιόπιστο,
καλύτερο από βόδι στ’ όργωμα των χερσότοπων,
του ρίχτηκαν κι εκείνος ακούγοντας τα ποδοβολητά,
φτερούγισε πως ο Έκτορας άλλαξε γνώμη
κι έρχονται οι Τρώες να τον γυρίσουν πίσω.
Ένα κοντάρι απόσταση τους χώριζε, όταν είδε
τους ένθεους άνδρες κι άρχισαν
να σπαρταρούν φυγή τα γόνατά του.
Λύθηκαν πίσω του αυτοί σαν κυνηγάρικα σκυλιά ξεσαλιασμένα
που απελπίζουν ελαφάκι η λαγό σε δασωμένη ερημιά
κι αφρίζουν και λυσσάνε στις κραυγές του.
Τέτοιο κυνήγι του έκαναν ο πολιορκητής
Οδυσσέας κι ο Τυδείδης, αφού πια
τον είχαν αποκόψει απ’ τις γραμμές του. Έφευγε εκείνος
και θα ‘πεφτε στους φύλακες των καραβιών, αν η Αθηνά δεν έδινε ανάσα στον Τυδείδη, μη τύχει και πετύχουν
οι χαλκοχίτωνες Αχαιοί πρώτοι το θήραμά του. Φώναξε τότε ο γίγαντας, κραδαίνοντας το ακόντιο:
«Στον τόπο, αλλιώς σε πέτυχα. Δε μου ξεφεύγεις.
Είσαι νεκρός, με τέτοια κόψη που κρατάω»
κι έριξε το ακόντιο ξυστά πάνω απ’ τον ώμο του,
να καρφωθεί επίτηδες στη γη. Έμεινε αυτός στον τόπο·
έτρεμε ολόκληρος, χτυπούσανε τα δόντια του, πρασίνισε απ’ το φόβο
κι όταν τον άρπαξαν λαχανιασμένοι από τα χέρια, άρχισε να κλαψουρίζει:
«Μη με σκοτώσετε, πιάστε με αιχμάλωτο κι εγώ θα εξαγοράσω
τη ζωή μου με χαλκό, χρυσάφι, σίδερο κατεργασμένο·
σωρούς θα δώσει ο πατέρας μου όταν μάθει
πως ζω στα πλοία των Αχαιών».
Κι ο Οδυσσέας πονηρός του απάντησε:
«Ησύχασε· κανείς δεν πρόκειται να σε σκοτώσει. Έλα, πες μου,
έρχεσαι απ’ το στρατόπεδο και πας για τα καράβια,
έτσι δεν είναι; Λέγε λοιπόν, τι σκοτεινό γυρεύεις
μες στη γαλήνια νύχτα των θνητών;
Βγήκες να σκυλέψεις τους νεκρούς, εδώ τριγύρω στα ρηχά
των σκοταδιών η να ψαρέψεις λόγια στα βαθιά
των καραβιών; Πες την αλήθεια! Σ’ έστειλε
ο Έκτορας η μόνος σου ξεθάρρεψες;»
Κι ο Δόλων, σαν να τον χτύπαγε σεισμός:
«Μου πήρε τα μυαλά πως θα μου δώσει
τα υπέροχα άλογα και το άρμα του υπέροχου Πηλάδη,
μ’ όλα τα χάλκινα στολίδια, φτάνει να τρυπώσω
στη νύχτα σας και να κατασκοπεύσω·
φυλάτε ακόμη τα πολύτιμα καράβια σας
η κάνανε τα χέρια μας καλή δουλειά και τσακισμένοι
ψάχνετε έξοδο κινδύνου στα όνειρά σας,
αφήνοντας την κούραση της μέρας στο έλεος των σκοταδιών;»
Κι ο Οδυσσέας, ο πονηρός, του είπε χαμογελώντας:
«Έτσι μάλιστα, σπουδαία δώρα έβαλες στο μάτι,
τ’ άλογα του ακατάβλητου Αιακίδη. Ξέρεις,
άλλος θνητός δεν μπόρεσε να τα δαμάσει
και να τα τρέξει. Μόνο αυτός που έχει αθάνατη μητέρα!
Μα πες μου τώρα ειλικρινά,
που άφησες τον Έκτορα, που έχει ο στρατηγός
τον οπλισμό και τ’ άλογά του αφημένα;
Που στρατοπέδευσαν οι Τρώες, που έβαλαν σκοπιές,
τι σκέφτονται, τι λένε, τι σκοπεύουν,
θα μείνουν έξω πλάι στα πλοία η θα γυρίσουν
στην πόλη τους μετά απ’ αυτή τη συντριβή των Αχαιών;»
«Μα την αλήθεια, όλα θα στα πω»
τον πρόλαβε ο Δόλονας ο γιος του Ευμηδέα.
« Ο Έκτορας συγκάλεσε βουλή
των εκπροσώπων ηγετών στον τάφο του ένθεου Ίλου, ήρωά μου,
μακριά απ’ τις γλώσσες του πολέμου. Όσο για τις φρουρές,
δεν έκριναν πως είναι ανάγκη να βάλουν κάποια πρόσθετη·
Μόνο όπου βλέπεις φωτιές να καίνε.
Βέβαια αυτοί αγωνιούν κι είναι αναγκασμένοι
να ξαγρυπνούν και να κρατούν άγρυπνους και τους άλλους.
Εξ άλλου οι περιβόητοι σύμμαχοι το ’ριξαν στον ύπνο κι ανέθεσαν τη φύλαξη στους Τρώες. Δεν έχουν γυναικόπαιδα μαζί τους!».
Κι ο Οδυσσέας ο πονηρός συνέχισε: «Πως δηλαδή
κοιμούνται; Ανάμεσα στους Τρώες ασφαλείς
η κάπου μόνοι τους; Θέλω να ξέρω. Μίλα!»
«Μα την αλήθεια, όλα θα στα πω»
βιάστηκε ο Δόλονας ο γιος του Ευμήδη.
«Προς τη μεριά της θάλασσας βρίσκονται οι Κάρες,
κι οι Παίονες τοξότες, οι Λέλεγες, οι Καύκονες, οι ένθεοι Πελασγοί
και προς τη Θύμβρη Λύκιοι, αγέρωχοι Μυσοί,
Φρύγες ιππότες, Μαίονες αρματηλάτες. Μα γιατί
ρωτάς; Τι νόημα έχουν αυτές οι λεπτομέρειες; Εκτός…
αν είναι να τρυπώσετε στων Τρώων την ποντικοφωλιά,
ορίστε, εκεί στην άκρη, σταθμεύουνε οι Θράκες.
Μόλις πριν λίγο έφτασαν υπό την ηγεσία του βασιλιά τους Ρήσου,
γιου του Ηιονέα… δεν έχω ξαναδεί άλογα σαν τα δικά του:
μεγάλα, όμορφα, λευκά, θε μου, σαν χιονοθύελλα! Κι αν πεις
για το άρμα του, όλη η τέχνη του χρυσαφιού και του ασημιού
πάνω του μεγαλούργησε. Τα όπλα του, χρυσά,
γιγάντια, να τα φορούν οι αθάνατοι θεοί
και να κοιτάζουν θαμπωμένοι οι ασήμαντοι θνητοί.
Όσο για μένα, άντε λοιπόν, τραβήξτε με στα γρήγορα καράβια
η δέστε με γερά κι αφήστε με εδώ,
– μη με λυπάστε – μέχρι να πάτε οι ίδιοι
και να διαπιστώσετε αν λέω αλήθεια».
Τον κάρφωσε κατάματα ο αλύγιστος Διομήδης.
«Ήταν ευχάριστα τα λόγια σου, Δόλωνα, μα δε βγαίνεις
ζωντανός απ’ την αρπάγη των χεριών μας.
Γιατί είτε σ’ ανταλλάξουμε με λύτρα, είτε σ’ αφήσουμε να φύγεις,
αργά η γρήγορα θα έρθεις πάλι στα καράβια
των Αχαιών, κατάσκοπος η επιδρομέας· το ίδιο κάνει.
Αν όμως σε σκοτώσουμε επί τόπου, δεν πρόκειται να κάνεις
άλλη ζημιά» του είπε και την ώρα
που άπλωνε εκείνος το χοντρόχερο ν’ αγγίξει
τα γένια του και να τον ικετεύσει, του ’φερε μια με το σπαθί
στη μέση του αυχένα και κόπηκαν οι τένοντες ακαριαία.
Κάτι ψιθύρισε αυτός, κάτι ήθελε να πει, μα το κεφάλι κύλησε
κι άκουσε μόνο η σκόνη. Του πήραν το κουνάβι,
του άρπαξαν τον γκριζόλυκο, τα δουλεμένα τόξα και το μακρύ ακόντιο.
Τα σήκωσε ο ένθεος Οδυσσέας να τα δει και να χορτάσει
το ανήμερο αγρίμι η Αθηνά και προσευχήθηκε με λόγια σαν κι αυτά:
«Γλέντα, Θεά μου, είναι δικά σου! Γιατί απ’ όλους
τους Ολύμπιους αθάνατους, εσένα προτιμούμε. Οδήγησέ μας
κατ’ όπου τ’ άλογα, οι Θράκες κι η φωλιά τους».
Έτσι είπε και τα έκρυψε σ’ ένα αρμυρίκι.
Πήρε καλάμια κι έπλεξε στα θαλερά κλαδιά
σημάδι, μη τα χάσουν μες στης νύχτας
την κατασκότεινη βιασύνη. Βιαστικοί
χύθηκαν ύστερα στο δρόμο των σπαθιών και των θανάτων.
Άγγιξαν γρήγορα το σώμα των Θρακών. Κοιμούνταν
κατάκοποι εκείνοι και τα όπλα
αργούσαν δίπλα τους, ωραία, βαλμένα τακτικά
σε τρεις σειρές. Καθένας κι ένα ζευγάρι άλογα.
Στο κέντρο αναπαυότανε ο Ρήσος με τα γρήγορα δικά του,
δεμένα από τα γκέμια στις άντυγες του δίφρου.
Τον είδε από μακριά ο Οδυσσέας και σκούντησε τον Διομήδη:
«Να, κοίτα, αυτός με τ’ άλογα
που έλεγε ο Δόλωνας πριν τον σωπάσεις.
Δείξε μου τώρα το φονιά που κρύβεις μέσα σου. Δεν είναι
ώρα ν’ αργούν τα όπλα. Λύνε εσύ
τ’ άλογα η σκότωνε τους άντρες κι άφησ’ τα σε μένα».
Έτσι είπε και η Αθηνά έκανε ανάσα του τη λάμψη των ματιών της.
Έπεσε πάνω τους και ξύπνησε το κτήνος της σφαγής
με το σπαθί του, σπέρνοντας αίμα το χώμα, τα όνειρα κραυγές.
Σαν το λιοντάρι που χιμάει
πάνω στο αφύλαχτο κοπάδι διψώντας μακελειό,
ενέσκηψε στους Θράκες το θηρίο του Τυδέα.
Πίσω του ερχόταν ο Οδυσσέας
υπολογίζοντας τα πάντα, όπως πάντα και πέταγε στην άκρη
τα σφάγια του Τυδείδη από το πόδι,
ώστε να μην αναγκαστούν άλογα με τέτοιες χαίτες
να προσπεράσουν πτώματα και να τρομάξουν.
Βλέπεις, ήταν αμάθητα. Δώδεκα έσφαξε ο Τυδείδης.
Δέκατος τρίτος έτυχε ο βασιλιάς τους.
Του στέρησε το δώρο της ζωής, καθώς αγκομαχούσε
τον εφιάλτη ενός φονιά Ονείδη να χιμάει μέσα στη νύχτα.
Έτσι το σκέφτηκε η Αθηνά. Ο Οδυσσέας, ψύχραιμος,
έλυσε τα πολύτιμα άλογα, τ’ άρπαξε απ’ τα γκέμια
και τ’ απομάκρυνε χτυπώντας στα καπούλια με το τόξο,
γιατί δε σκέφτηκε να κλέψει το αστραφτερό μαστίγιο
απ’ του άρματος το θησαυρό.
Ύστερα σφύριξε στον ένθεο Διομήδη,
μα εκείνος ήθελε να εξευτελίσει τους Τρώες εντελώς
και δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει· να τραβήξει το άρμα απ’ το τιμόνι
όπως ήταν φορτωμένο με τον υπέροχο οπλισμό, να το σηκώσει
στα χέρια όρθιο και να το πάρει η να πάρει ακόμη μερικές ζωές.
Έσπαζε το κεφάλι του κάτι ν’ αποφασίσει. Ξαφνικά,
ήρθε κοντά του η Αθηνά και του είπε:
«Γιέ του μεγαλόκαρδου Τυδέα, θυμήσου
πως πρέπει να επιστρέψεις στη σιγουριά των καραβιών.
Τρέξε τώρα μην τραπείς σε άτακτη φυγή, αν ξυπνήσει
άλλος θεός τους Τρώες». Γνώρισε εκείνος τη φωνή της
και ρίχτηκε αμέσως επάνω στ’ άλογα. Τους έδωσε ο Οδυσσέας
βιτσιά και πέταξαν να φτάσουν τα γρήγορα καράβια.
Μα είχε μάτια του ανοιχτά ο αργυρός τοξότης
Απόλλωνας από ψηλά κι είδε την Αθηνά στο πλάι του Τυδείδη
και θύμωσε και χώθηκε στο πλήθος
των Τρώων και σκούντησε το Θράκα σύμβουλο Ιπποκόωντα,
αγαπημένο ξάδελφο του Ρήσου. Πετάχτηκε απ’ τον ύπνο του εκείνος
κι είδε εκεί που έσφυζαν δύναμη τ’ άλογα ερημιά,
κι εκεί που αναπαύονταν οι άντρες σφάγια φρικτά.
Ούρλιαξε, θρήνησε με τ’ όνομά του το φίλο συμπολεμιστή.
Αλάλαξαν οι Τρώες ταραχή και πανικό και φρίκη,
βλέποντας την καταστροφή που έσπειραν οι τρομεροί
άντρες πριν καταφύγουν στη σιγουριά των καραβιών τους.
Την ίδια ώρα έφταναν εκείνοι στο σημείο που βρισκόταν
του Έκτορα ο κατάσκοπος νεκρός κι ο εκλεκτός του Δια Οδυσσέας
έκοψε τη φόρα των αλόγων· κατέβηκε ο Τυδείδης να μαζέψει
τα ματωμένα λάφυρα. Του τα ‘δωσε, καβάλησε ξανά,
μαστίγωσε και τ’ άλογα πέταξαν πρόθυμα προς τα καράβια,
σαν να ‘ξεραν βαθιά τους πως ανήκαν μόνο εκεί.
Πρώτος άκουσε θόρυβο ο Νέστορας και φώναξε:
«Ω φίλοι, των Αργείων εκπρόσωποι και ηγέτες,
αλήθεια η ψέματα, κάτι μου λέει πως αυτός
ο θόρυβος που ακούω μοιάζει καλπασμός.
Να ‘τανε λέει ο Οδυσσέας και το θηρίο ο Διομήδης
που έρχονται, τόσο γρήγορα, μ’ άλογα δυνατά.
Τρέμει η καρδιά μου όμως, μ’ αυτή την ταραχή
των Τρώων, μη χάσουμε τους πιο γενναίους!»
Δεν πρόλαβε ν’ αποτελειώσει και ξεπέζεψαν μπροστά τους.
Όρμησαν όλοι πάνω τους, άνοιξαν οι αγκαλιές,
τους γέμισαν φιλιά ζεστά και λόγια τρυφερά, απ’ τη χαρά τους.
Πρώτος άρχισε ο Νέστορας, αρματηλάτης πάντα:
«Λέγε λοιπόν, καμάρι των Αχαιών, ένδοξε Οδυσσέα,
που βρήκατε τα άλογα; Τρυπώσατε ανάμεσα στους Τρώες
η σας τα χάρισε κανένας θεός που συναντήσατε στο δρόμο;
Μα την αλήθεια λάμπουν σαν τον ήλιο.
Εγώ συμπλέκομαι συνέχεια με τους Τρώες. Δεν κούρνιασα ποτέ
στη σιγουριά των καραβιών, παρ’ όλα τα γεράματα και όμως
τέτοια άλογα ούτε είδα ούτε φαντάστηκα πως θα ‘βλεπα ποτέ.
Γι’ αυτό πιστεύω πως σας τα χάρισε θεός.
Σας αγαπούν ο άρχοντας της συννεφιάς κι η κόρη
του άρχοντα της αστραπής, η ξάστερη Αθηνά».
Κι ο Οδυσσέας του γύρισε στοχαστικά:
«Τιμή και δόξα των Αχαιών, Νέστορα Νηληιάδη,
θεός αν θέλει μας χαρίζει καλύτερα· είναι βλέπεις
οι θεϊκές δυνάμεις πολύ ανώτερές μας.
Όσο γι’ αυτά, έφτασαν μόλις απ’ τη Θράκη.
Το βασιλιά που έφεραν, τον σκότωσε ο ενάρετος Διομήδης
και άλλους δώδεκα μαζί, όλους επίλεκτους πολεμιστές.
Δέκατο τρίτο σφάξαμε κάποιον κατάσκοπο, εδώ
κοντά στα πλοία, καθώς ερχόταν σκοτεινά,
σταλμένος απ’ τον Έκτορα και τους γενναίους Τρώες».
Τέλειωσε και οδήγησε τις δυνατές οπλές πάνω απ’ την τάφρο,
καγχάζοντας· οι άλλοι Αχαιοί έτρεξαν πίσω απ’ τη χαρά του,
κατ’ όπου είχε ορθώσει ο Τυδείδης τη δυνατή σκηνή του
και τα ‘δεσαν με άψογα λουριά, εκεί που ο Διομήδης
τάιζε στα γρήγορα δικά του κόκκινο μέλι ολόγλυκο.
Τα ματωμένα λάφυρα του Δόλωνα, τ’ άφησε ο Οδυσσέας
στου καραβιού την πρύμνη, να ετοιμαστούν κατάλληλα
για προσφορά στην Αθηνά. Μπήκαν οι δυο τους
στη θάλασσα και ξέπλυναν κνήμες και πλάτες και μηρούς
απ’ τον ιδρώτα. Καθάρισαν τα σώματα στο κύμα, δρόσισαν οι ψυχές
κι ύστερα λούστηκαν σε αστραφτερές λεκάνες.
Έτσι λουσμένοι κι αλειμμένοι λάδια μυρωδικά,
ήρθαν στο δείπνο κι άδειασαν ολόκληρο κρατήρα
κρασί ολόγλυκο σαν μέλι, σπονδή στην Αθηνά.

Μετάφραση ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

*