Θωμάς Ακινάτης, Ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Ήδη από τον 12ο αιώνα, η ανάδειξη στη βαθμίδα του Magister in Sacra Pagina στο πανεπιστήμιο του Παρισιού, συνεπαγόταν τρία κύρια καθήκοντα: τη διδασκαλία, τη διαλεκτική πραγμάτευση και την ομιλία (lectio, disputatio, praedicatio). Τον Θωμά, ο οποίος κατέκτησε τη βαθμίδα το 1256, τον γνωρίζουμε κυρίως μέσω των πραγματειών του, παραγνωρίζοντας, τουλάχιστον έως πρότινος, το βάθος των ομιλιών που εκφωνούσε στο πανεπιστημιακό περιβάλλον. Η ομιλία του Ecce rex tuus (Ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου) αποτελεί έξοχο παράδειγμα της παραγνωρισμένης αυτής παραγωγής. Ηχεί κάπως απίθανο, μα η ομιλία είχε παραμείνει ανέκδοτη μέχρι το 1946, όταν και αποδείχθηκε η γνησιότητά της. Έχει διασωθεί σε δύο χειρόγραφες παραδόσεις που διαφέρουν ελαφρώς. Η πρώτη εντοπίζεται στην Ισπανία (Σαλαμάνκα και Σεβίλλη) και η δεύτερη στη Γαλλία (Σουασόν). Η μετάφραση που ακολουθεί, όπως και η πρόσφατη γαλλική, στηρίζεται στο κείμενο του Σουασόν, κυρίως επειδή τούτο αποδίδει πολύ πιο πιστά το ύφος του συντάκτη αλλά και το φυσικό συγκείμενο της εκφώνησης (όπως καταγράφηκαν, φυσικά, από τους συγκαιρινούς ακροατές στις σχετικές reportationes). Η ομιλία εκφωνήθηκε στις 29 Νοεμβρίου του 1271, δύο χρόνια πριν από τον θάνατο του Θωμά. Κατά τη συνήθη πρακτική, μέρος της εκφωνήθηκε το πρωί, ενώ αναπτύχθηκε περαιτέρω σε εσπερινή συνεδρία (collatio) της ίδιας ημέρας.

Ο Ακινάτης ακολουθεί αρκετά πιστά τη δομή του λεγόμενου sermo modernus, ενός προτύπου σχολαστικής ομιλίας που καλλιεργήθηκε αρχικά και ιδιαιτέρως στο Παρίσι. Πολύ συνοπτικά, σύμφωνα με αυτό το πρότυπο η ομιλία δομείται πάνω σε ένα «θέμα» (thema ή materies): μια λέξη ή μια φράση, προερχόμενη αποκλειστικά από τη Γραφή. Εξ ορισμού σύντομο, το θέμα περιλαμβάνει, κατά κανόνα, λέξεις που απαντώνται συχνά στη Γραφή και επιδέχεται, έτσι, ικανή και πολύπλευρη ανάπτυξη. Ταυτόχρονα είναι επιδεκτικό συνύφανσης με τη λειτουργική περίσταση που παρέχει το έρεισμα για την ομιλία. Το θέμα ακολουθεί ένας σύντομος «πρόλογος» (prothema), ο οποίος εισάγει το γενικό αντικείμενο της ομιλίας και καταλήγει τυπικά με μια παράκληση προς τον Θεό να συνδράμει τον ομιλητή και τους ακροατές. Το βασικότερο έργο της ομιλίας (fundamentum αποκαλείται στα σχολαστικά εγχειρίδια) είναι η «διαίρεση» (divisio), η οποία καθοδηγεί την επεξεργασία του θέματος λογικά, σημασιολογικά ή/και μεταφορικά. Τούτη μπορεί να συνοδευθεί από μια «διάκριση» (distinctio): εκεί η έμφαση δίνεται στην εκδίπλωση του νοήματος μεμονωμένων λέξεων του θέματος. Ο συντάκτης έπειται αναλαμβάνει το εκτενές έργο της «ανάπτυξης» (prosecutio) συχνά με τη βοήθεια «υποδιαιρέσεων» ή/και «υπο-διακρίσεων».

Στην ομιλία που μεταφράζεται εδώ, «θέμα» αποτελεί η φράση «ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι πραΰς» από το Κατά Ματθαίον. Ο Θωμάς αναλαμβάνει αρχικά να υποσημάνει τις τέσσερις τροπικότητες και στιγμές «έλευσης» (adventus) του Ιησού, συνδέοντας το θέμα με την πρώτη Κυριακή της Παρουσίας (adventus στα λατινικά). Η διαίρεση και διάκριση επί του θέματος στις οποίες επιδίδεται στη συνέχεια, είναι υποδειγματικές.

 ~.~

 ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ

Ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου

Ομιλία για την πρώτη Κυριακή της Παρουσίας  [1]

 

Ιδού ο βασιλιάς σου, έρχεται σε σένα μειλίχιος [2]

[ Πρόλογος ]

Από πολλές απόψεις είναι θαυμαστά τα έργα του Θεού. Όπως λέει και ο Ψαλμωδός, θαυμαστά είναι τα έργα σου[3]. Ωστόσο, κανένα έργο του Θεού δεν είναι τόσο θαυμαστό όσο η κατά σάρκα έλευση του Χριστού. Και τούτο γιατί, ενώ σε όλα τα άλλα έργα του ο Θεός εντύπωσε την ομοιότητά του στο δημιούργημα, στο έργο της Ενσάρκωσης εντύπωσε τον ίδιο του τον εαυτό και ενώθηκε με την ανθρώπινη φύση σε ενότητα προσώπου, ή, για να το πούμε και διαφορετικά, ένωσε τη φύση του ανθρώπου με τον ίδιο. Έτσι, παρόλο που εν γένει τα έργα του Θεού δεν είναι απολύτως ερευνήσιμα, τούτο το έργο, δηλαδή, η Ενσάρκωση, υπερβαίνει κάθε λογική εξήγηση. Για αυτό και ο Ιώβ λέει: κάνεις πράγματα σπουδαία και θαυμαστά και δυσερεύνητα, που δεν έχουν μετρημό[4]. Υπάρχει, όμως, ένα έργο που δεν μπορώ να δω: αν ερχόταν σε μένα, δεν θα τον έβλεπα[5]. Το ίδιο και στον Μαλαχία: ιδού, έρχεται ο κύριος των δυνάμεων, μα ποιος είναι σε θέση να γνωρίζει την ημέρα της έλευσης του[6]; Σαν να λέμε: τούτο υπερβαίνει τη γνώση του ανθρώπου. Και όμως, ο Απόστολος μας εξηγεί πώς θα μπορούσε να γνωρίζει κάποιος την ημέρα της έλευσής του, λέγοντας ότι τούτο είναι δυνατόν όχι επειδή είμαστε οι ίδιοι ικανοί να γνωρίσουμε κάτι από μόνοι μας, αλλά επειδή την ικανότητα αυτή μας τη δίνει εξ ολοκλήρου ο Θεός[7]. Επομένως, στην αρχή θα παρακαλέσω τον Κύριο να μου δώσει ο ίδιος κάτι να πω κ.λπ.

[ Ομιλία ]

Ιδούς ο βασιλιάς σου κ.λπ. Αυτά τα λόγια προέρχονται από το Ευαγγέλιο που διαβάζουμε σήμερα, και είναι παρμένα από τον Ζαχαρία[8], παρόλο που η διατύπωση εκεί διαφέρει ελαφρώς. Με αυτά τα λόγια μας δίνεται ξεκάθαρα μια προφητεία για την έλευση του Χριστού. Και για να μην προχωρήσουμε σε ασαφείς βάσεις, πρέπει να ξεκαθαρίσω ότι η έλευση του Χριστού νοείται με τέσσερις τρόπους. Ο πρώτος αφορά την έλευση του Χριστού κατά σάρκα. Ο δεύτερος αφορά την έλευσή του στον νου. Η τρίτη έλευση του Χριστού είναι εκείνη με την οποία έρχεται κατά τον θάνατο των δικαίων. Και η τέταρτη έλευση του Χριστού είναι εκείνη στην οποία έρχεται ως κριτής.

Η πρώτη, λοιπόν, έλευση του Χριστού είναι η κατά σάρκα. Και τούτο δεν πρέπει να γίνει κατανοητό ωσάν να ήλθε στη σάρκα έχοντας μετατοπιστεί, αφού λέγεται στον Ιερεμία: γεμίζω τον ουρανό και τη γη[9]. Με ποιον τρόπο, λοιπόν, ήλθε στη σάρκα; Λέω ότι ήλθε στη σάρκα κατεβαίνοντας από τον ουρανό, όχι αφήνοντας πίσω τον ουρανό, αλλά προσλαμβάνοντας την ανθρώπινη φύση. Έτσι λέει και ο Ιωάννης: ήλθε στους δικούς του[10]. Και πώς ακριβώς; Λέω ότι ήταν στον κόσμο, αλλά ήλθε στον κόσμο όταν ο λόγος έγινε σάρκα[11].

Και δείτε πώς αυτή η έλευση οδηγεί στην άλλη έλευση του Χριστού, που λαμβάνει χώρα στον νου. Σε τίποτε δεν θα μας ωφελούσε η κατά σάρκα έλευση του Χριστού εάν δεν ερχόταν ταυτόχρονα και στον νου, καθαγιάζοντάς μας, δηλαδή. Για αυτό διαβάζουμε στον Ιωάννη: εάν κάποιος με αγαπά, θα τηρήσει τον λόγο μου, και ο Πατέρας μου θα τον αγαπήσει, και θα έλθουμε σε αυτόν και θα στήσουμε μέσα του μονιά[12]. Στην πρώτη έλευση ο Υιός έρχεται μόνος, αλλά στη δεύτερη, ο Υιός έρχεται μαζί με τον Πατέρα για να εγκατοικήσει στην ψυχή. Αυτή η έλευση, που συμβαίνει μέσω της δικαιωτικής χάρης, ελευθερώνει την ψυχή από το σφάλμα, όχι όμως και από κάθε τιμωρία, γιατί η ψυχή δέχεται μεν τη χάρη, αλλά δεν δέχεται ακόμα τη δόξα.

Και για αυτόν τον λόγο είναι απαραίτητη η τρίτη έλευση του Χριστού κατά τον θάνατο των αγίων, όταν, δηλαδή, τους δέχεται στο πλάι του. Έτσι, λέει στον Ιωάννη: και αν είναι να πορευθώ, στο πάθος μου, και προετοιμάσω το μέρος για εσάς, αφαιρώντας το εμπόδιο, θα έλθω πάλι σε εσάς, τουτέστιν στον θάνατο, και θα σας πάρω κοντά μου, δηλαδή στη δόξα, ώστε όπου είμαι εγώ[13], να είστε και εσείς[14]. Και πάλι στον Ιωάννη λέει: ήλθα για να έχουν ζωή, δηλαδή την παρουσία μου στις ψυχές τους, και να την έχουν σε αφθονία[15], μετέχοντας δηλαδή της δόξας μου.

Η τέταρτη έλευση του Χριστού θα γίνει προκειμένου να κρίνει. Τότε, δηλαδή, θα έλθει ο Κύριος ως κριτής, και η δόξα των αγίων θα κατακλύσει ακόμη και το σώμα, και οι νεκροί θα αναστηθούν. Για αυτό ο Ιωάννης λέει: έρχεται η ώρα -είναι κιόλας εδώ[16]που όλοι όσοι βρίσκονται στα μνήματα θα ακούσουν τη φωνή του Υιού του Θεού, και όσοι έπραξαν το καλό θα βγουν από τα μνήματα και θα αναστηθούν στη ζωή[17].

Οι τέσσερις αυτές ελεύσεις έδωσαν ίσως την αφορμή να εορτάζει η Εκκλησία την Παρουσία του Χριστού σε τέσσερις Κυριακές. Γιορτάζει την πρώτη έλευση του Χριστού αυτήν την Κυριακή και μπορούμε να δούμε τέσσερα πράγματα στα λόγια που παρατίθενται παραπάνω. Πρώτον, την κατάδειξη της έλευσης του Χριστού, και συγκεκριμένα στο: ιδού. Δεύτερον, την ιδιότητα αυτού που έρχεται στο: ο βασιλιάς σου. Τρίτον, ποιος ωφελείται από την έλευση στο: έρχεται σε σένα. Τέταρτον, τον τρόπο με τον οποίο έρχεται, στο: μειλίχιος.

Λέω, λοιπόν, αρχικά, πως μπορούμε να διαπιστώσουμε την κατάδειξη της έλευσης του Χριστού στο: ιδού. Πρέπει δε να σημειώσουμε ότι συνήθως καταλαβαίνουμε τέσσερα πράγματα με το ‘ιδού’. Πρώτον, τη βεβαιότητά μας για το πράγμα. Λέμε ‘ιδού’ για πράγματα που είναι σε εμάς προφανή. Δεύτερον, κατανοούμε μέσω του ‘ιδού’ έναν προσδιορισμό του χρόνου. Τρίτον, τη φανέρωση ενός πράγματος. Και τέταρτον, την ανακούφιση των ανθρώπων.

Λέω πρώτα ότι, με τη λέξη ‘ιδού’ είθισται να κατανοούμε τη βεβαιότητα ενός πράγματος. Όταν κάποιος θέλει να καταστήσει κάτι βέβαιο, λέει ‘ιδού’. Για αυτό ο Κύριος λέει στη Γένεση: ιδού εγώ συνάπτω συμφωνία με εσάς και τους απογόνους σας. Τοποθετώ το τόξο μου ανάμεσα σε μένα και σε εσάς[18], ως σημάδι ειρήνης. Ως τόξο σημαίνεται ο Υιός του Θεού, αφού, όπως το (ουράνιο) τόξο γεννάται από την αντανάκλαση του ήλιου στα υδάτινα σύννεφα, έτσι και ο Χριστός γεννάται από τον λόγο του Θεού και την ανθρώπινη φύση, που είναι σαν τα σύννεφα. Και όπως η ψυχή και το σώμα είναι ένας άνθρωπος, έτσι και ο Θεός και ο άνθρωπος είναι ο ένας Χριστός. Και για τον Χριστό λέγεται ότι υψώθηκε σε σύννεφο ελαφρύ[19], δηλαδή στην ανθρώπινη φύση, ενώνοντάς την με τον εαυτό του. Και ο Χριστός ήρθε σε εμάς σε ένδειξη ειρήνης, και ήταν απαραίτητο να καταστεί τέτοιος επειδή κάποιοι αμφιβάλλουν για τη δευτέρα παρουσία του Χριστού. Για αυτό ο Απόστολος λέει: στις έσχατες ημέρες θα βρεθούν δόλιοι χλευαστές, αποσχισμένοι από την πίστη[20], που θα βαδίζουν στο μονοπάτι της φαυλότητας, και θα πουν: ‘Τι απέγινε εκείνη η επαγγελία για την παρουσία του’;[21] Τέτοιοι άνθρωποι θα πουν ότι η ψυχή δεν υφίσταται μετά τον θάνατο του σώματος. Εξαιτίας αυτού, προκειμένου ακριβώς να δηλώσει τη βεβαιότητά του για την έλευση του Χριστού, λέει ο Προφήτης: ιδού. Παρομοίως και στον Αββακούμ: ο Κύριος θα εμφανιστεί στο τέλος, και δεν θα ψευδολογήσει[22]. Και ο Ησαΐας λέει: ο Κύριος των δυνάμεων θα έλθει[23].

Το δεύτερο πράγμα που συνήθως καταλαβαίνουμε με το ‘ιδού’ είναι ο προσδιορισμός του χρόνου. Σε ό,τι αφορά την έλευση του Χριστού ως κριτή, ο χρόνος δεν είναι προσδιορισμένος. Για αυτό ο Ιώβ λέει: Δεν ξέρω πόσο θα βαστάξω και πότε θα με πάρει ο πλάστης μου[24]. Και στον Λουκά: η βασιλεία του Θεού δεν θα έλθει με σημάδια που μπορούν να παρατηρηθούν[25]. Γιατί άραγε δεν προσδιορίστηκε για εμάς ο χρόνος αυτής της έλευσης; Ίσως επειδή ο Κύριος ήθελε να είμαστε πάντοτε σε εγρήγορση. Αλλά για την έλευση του Χριστού κατά σάρκα, ο χρόνος της μας είχε προσδιορισθεί. Για αυτό ο Ιερεμίας λέει: ιδού, έρχονται οι μέρες που θα αναδείξω από τους απογόνους του Δαβίδ έναν βλαστό δίκαιο, που θα βασιλεύσει και θα γίνει σοφός[26].

Το τρίτο πράγμα που συνήθως κατανοούμε στη λέξη ‘ιδού’ είναι η φανέρωση ενός πράγματος. Υπάρχει μια έλευση του Θεού σε εμάς που παραμένει απόκρυφη, η έλευση, τουτέστιν, με την οποία εισέρχεται στον νου, και τούτη δεν μπορεί να γίνει γνωστή με βεβαιότητα. Για αυτό ο Ιώβ λέει: αν έλθει σε μένα, δεν θα τον δω, και αν φύγει, δεν θα το καταλάβω[27]. Αλλά σε αυτήν την έλευση, την κατά σάρκα, ο Χριστός έρχεται φανερός και ορατός. Έτσι, ο Ησαΐας λέει: για αυτό ο λαός μου θα μάθει το όνομά μου, επειδή εγώ είμαι εκείνος που μιλά. Ιδού, είμαι εδώ[28]. Και ο Ιωάννης τον υποδεικνύει, λέγοντας, παρόντος του Ιησού: ιδού, ο αμνός του Θεού[29]. Αλλά ο Ζαχαρίας τον κατέδειξε με το ‘ιδού’ αναφερόμενος στο μέλλον.

Τέταρτον, με το ‘ιδού’ καταλαβαίνουμε συνήθως την ανακούφιση που νιώθουν για κάτι οι άνθρωποι. Και τούτη γίνεται κατανοητή με δύο τρόπους. Εάν ένας άνθρωπος υφίσταται εξευτελισμούς από τους εχθρούς του, και οι εχθροί του υποταχθούν σε αυτόν, λέει, ‘ιδού’. Διαβάζουμε στους Θρήνους: οι εχθροί μου άνοιξαν το στόμα τους, και ήλθε η μέρα που λαχταρούσα. Ομοίως, όταν ένας άνθρωπος αποκτά κάποιο αγαθό που από καιρό επιθυμούσε, λέει ‘ιδού’. Όπως λέει ο Ψαλμωδός: ιδού, πόσο καλό και πόσο ευχάριστο είναι να ζουν οι αδελφοί ενωμένοι[30]. Αυτά τα δύο τα αποκτήσαμε με την έλευση του Χριστού γιατί ο άνθρωπος ελευθερώνεται από τις προσβολές του διαβόλου και χαίρεται με την ελπίδα που ανέκτησε. Όπως λέει ο Ησαΐας: πείτε στους λιπόψυχους ‘αναθαρρήστε και μη φοβάστε: ιδού, ο Θεός σας θα καταφέρει εκδίκηση στους εχθρούς σας. Ο ίδιος ο Θεός θα έλθει και θα σας σώσει’[31].

Τώρα, ας εξετάσουμε την ιδιότητα εκείνου που έρχεται. Η έλευση ενός ατόμου επιτάσσει, αναμένεται ή ανακοινώνεται με, σοβαρότητα ανάλογη της σπουδαιότητάς του (εάν είναι, λόγου χάρη, βασιλιάς ή λεγάτος του πάπα), ή ανάλογη της φιλίας και συγγένειάς μας προς αυτό. Και αυτός που έρχεται είναι βασιλιάς, αλλά είναι και συγγενής και φίλος. Για αυτόν τον λόγο, πρέπει να τον υποδεχθούμε με σοβαρότητα. Γνωρίζετε ότι ένας βασιλιάς κυβερνά με το κύρος της κυριαρχίας του, αλλά δεν ισχύει ότι οποιοσδήποτε είναι ενδεδυμένος με το κύρος της κυριαρχίας μπορεί να ονομαστεί και βασιλιάς. Για αυτό απαιτούνται τέσσερα πράγματα. Αν απουσιάζει οποιοδήποτε εξ αυτών, τότε το πρόσωπο δεν μπορεί να ονομάζεται βασιλιάς. Πρώτον, ένας βασιλιάς πρέπει να έχει αποκλειστικότητα. Δεύτερον, πληρότητα εξουσίας. Τρίτον, ευρεία δικαιοδοσία. Kαι τέταρτον, φιλοδικαιοσύνη.

Πρώτα, λέω ότι ένας βασιλιάς πρέπει να έχει την αποκλειστικότητα, αφού αν υπάρχουν πολλοί κυρίαρχοι σε ένα βασίλειο και η κυριαρχία δεν περιορίζεται σε έναν, τότε λέμε ότι δεν υπάρχει βασιλιάς. Ως εκ τούτου, η βασιλεία αποτελεί ένα είδος μοναρχίας. Και ο Χριστός έχει αυτήν την αποκλειστικότητα. Έτσι ο Ιεζεκιήλ λέει: βασιλιάς θα είναι ένας για όλους μας[32]. Λέει ένας βασιλιάς για να δηλώσει ότι ο βασιλιάς μας δεν θα είναι ένας ξένος, ούτε κάποιος άλλος κυρίαρχος, αλλά ο ένας Κύριος, ο Υιός με τον Πατέρα. Έτσι, λέει ο Χριστός: εγώ και ο Πατέρας είμαστε ένα[33] -ενάντια στον Άρειο που υποστήριξε ότι άλλο πράγμα είναι ο Πατέρας και άλλο πράγμα ο Υιός. Όπως λέει ο Απόστολος: αν και πολλοί -αποκαλούνται- θεοί και κυρίαρχοι, εμείς έχουμε έναν Θεό και Κύριο[34].

Δεύτερον, η λέξη ‘βασιλιάς’ υποδηλώνει πληρότητα εξουσίας[35]. Εάν κάποιος προΐστατο χωρίς πληρότητα εξουσίας και απλώς εφάρμοζε νόμους, θα λεγόταν αρμοστής ή επικεφαλής, αλλά όχι βασιλιάς. Με την έλευση του Χριστού έμελλε να μεταβληθούν από τον Θεό οι τελεστικοί νόμοι, και ο ίδιος ο Χριστός είναι εκείνος που μπορεί να θεσπίσει νόμους. Για αυτό λέει: ειπώθηκε στους αρχαίους ‘ου φονεύσεις’, όμως εγώ λέω[36]. Ωσάν να έλεγε: εγώ έχω την εξουσία και μπορώ να θεσπίσω νόμους. Έτσι ο Ησαΐας λέει: ο Κύριός μας, ο κριτής μας, ο νομοθέτης μας, θα έλθει ο ίδιος και θα μας σώσει[37]. Διαβάζουμε ότι ο Πατέρας παρέδωσε όλη την κρίση στον Υιό[38], ο οποίος είναι, λοιπόν, ο νομοθέτης μας και, κατά συνέπεια, ο βασιλιάς μας. Έτσι, διαβάζουμε στην Εσθήρ: Κύριε, παντοδύναμε βασιλιά, που όλα τα ορίζεις[39]. Και για αυτό λέει ο Υιός: μου έχει δοθεί κάθε εξουσία στον ουρανό και στη γη[40].

Τρίτον, η λέξη ‘βασιλιάς’ υποδηλώνει το εύρος της δικαιοδοσίας. Ο αρχηγός μιας οικογένειας έχει πλήρη εξουσία στο σπίτι του, δεν ονομάζεται, ωστόσο, βασιλιάς. Ομοίως, κάποιος που διαθέτει μια αγρέπαυλη δεν αποκαλείται για αυτό βασιλιάς. Βασιλιάς είναι εκείνος που έχει κυριαρχία πάνω σε πολλές περιοχές και σε μια μεγάλη πολιτεία. Και βλέπουμε ότι αυτό ισχύει για εκείνον που ήλθε σε εμάς, αφού όλα τα πλάσματα υποτάσσονται σε αυτόν, μιας και ο Θεός είναι βασιλιάς όλης της γης[41]. Και ήταν απαραίτητο να έλθει ένας τέτοιος άνθρωπος με τέτοια εξουσία, επειδή ο νόμος είχε δοθεί παλιά μόνον στους Εβραίους και οι Εβραίοι αποκαλούνταν εκλεκτός λαός του Θεού. Όμως έπρεπε να εξασφαλιστεί για όλους η σωτηρία, και ως εκ τούτου έπρεπε να υπάρξει ένας βασιλιάς των πάντων που θα μπορούσε να σώσει τους πάντες. Τέτοιος ήταν αυτός που ήλθε σε εμάς. Για αυτό ο Ψαλμωδός λέει: Ζήτα το από μένα, και εγώ θα σου δώσω κληρονομιά όλα τα έθνη και θα θέσω υπό την εξουσία σου όλη την γη από άκρη εις άκρη[42].

Τέταρτον, είναι απαραίτητο ένας βασιλιάς να έχει φιλοδικαιοσύνη, γιατί διαφορετικά θα ήταν τύραννος. Ο τύραννος μεταχειρίζεται τα πάντα μέσα στο βασίλειο προς ίδιον όφελος, αλλά ένας βασιλιάς αφεντεύει το βασίλειό του με γνώμονα το κοινό καλό. Έτσι οι Παροιμίες λένε: ένας δίκαιος βασιλιάς ανορθώνει τη χώρα του, ενώ ένας άπληστος την καταστρέφει[43]. Αλλά τούτος δεν ήλθε για να ωφελήσει τον ίδιο αλλά εσένα, γιατί ο Υιός του ανθρώπου δεν ήλθε για να τον υπηρετήσουν, αλλά για να υπηρετήσει[44]. Και τι έρχεται να υπηρετήσει; Δίχως αμφιβολία ήλθε για να δώσει την ψυχή του ως λύτρο υπέρ των πολλών[45], και για να οδηγήσει τους απολυτρωμένους στην αιώνια δόξα, στην οποία μακάρι να μας οδηγήσει κ.λπ.

[ Εσπερινή εκφώνηση ]

Ιδού, έρχεται ο βασιλιάς σου, κλπ.

Ειπώθηκε ότι σε αυτά τα λόγια μπορούμε να δούμε την κατάδειξη της έλευσης στο: ιδού. Δεύτερον, την ιδιότητα αυτού που έρχεται, στο: ο βασιλιάς σου. Τρίτον, ποιον ωφελεί αυτός που έρχεται στο: έρχεται σε σένα. Και τέταρτον, τον τρόπο της έλευσης, στο: μειλίχιος. Ειπώθηκε επίσης ότι μέσω του ‘ιδού’ καταλαβαίνουμε συνήθως τέσσερα πράγματα: πρώτον, τη βεβαιότητα του πράγματος, δεύτερον, τον προσδιορισμό του χρόνου, τρίτον, τη φανέρωση ενός πράγματος, και τέταρτον, την ανακούφιση.

Τώρα, για την ιδιότητα του ερχόμενου (που σηματοδοτείται με τα λόγια: ο βασιλιάς σου) ειπώθηκε ότι η έλευση ενός ατόμου απαιτεί, ή αναμένεται ή ανακοινώνεται με, σοβαρότητα ανάλογη της σπουδαιότητάς του (αν είναι βασιλιάς ή λεγάτος) ή ανάλογη της φιλίας και της συγγένειας: και αυτά τα χαρακτηριστικά τα συγκεντρώνει αυτός που ήλθε.

Πρέπει να σκεφτούμε επίσης ότι ο ίδιος είναι ο βασιλιάς όλης της πλάσης. Για αυτό η Ιουδίθ λέει: δημιουργός των υδάτων και βασιλιάς όλης της πλάσης[46]. Αλλά αποκαλείται συγκεκριμένα βασιλιάς σου, δηλαδή, του ανθρώπου, για τέσσερις λόγους. Πρώτον, λόγω της ομοιότητας της εικόνας του. Δεύτερον, λόγω της ιδιαίτερης αγάπης του. Τρίτον, λόγω της ιδιαίτερης φροντίδας και επιμέλειας. Και τέταρτον, λόγω της εγγύτητας προς την ανθρώπινη φύση.

Πρώτον, λέω ότι ο Χριστός λέγεται βασιλιάς σου, δηλαδή του ανθρώπου, λόγω της ομοιότητάς σου προς την εικόνα του. Γνωρίζετε ότι αναγνωρίζουμε όσους συνδέονται πιο χαρακτηριστικά με έναν βασιλιά μέσω των διακριτικών τους, ωσάν να ήταν η εικόνα του. Και ενώ κάθε πλάσμα είναι του Θεού, είναι πάντως ξεχωριστός ο τρόπος με τον οποίο ένα πλάσμα είναι του Θεού όταν φέρει την εικόνα του: και αυτό είναι ο άνθρωπος. Έτσι λέει η Γένεση: ας πλάσουμε τον άνθρωπο σύμφωνα με την εικόνα μας και όμοιό μας[47]. Σε τι συνίσταται αυτή η ομοιότητα; Λέω ότι δεν συνίσταται στη σωματική ομοιότητα, αλλά στο νοητό φως του νου. Τώρα, η πηγή του νοητού φωτός βρίσκεται στον Θεό, και εμείς διαθέτουμε ένα σημάδι αυτού του φωτός. Έτσι ο Ψαλμωδός λέει: σημαδεύτηκε πάνω μας το φως του προσώπου σου, Κύριε[48]. Ο άνθρωπος φέρει τη σφραγίδα αυτού του φωτός. Και έτσι αυτή η εικόνα δημιουργείται στον άνθρωπο, όμως γίνεται να μαυρίσει και να επισκοτιστεί από την αμαρτία. Λέει ο Ψαλμωδός: θα αφανίσεις την εικόνα τους[49]. Για αυτόν τον λόγο, ο Θεός έστειλε τον Υιό του για να αναμορφώσει την εικόνα που παραμορφώθηκε από την αμαρτία. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να αναμορφωθούμε, ακολουθώντας τον Απόστολο, ο οποίος λέει: απεκδυθέντες τον παλαιό άνθρωπο, ενδυθείτε τον καινούργιο άνθρωπο, ο οποίος δημιουργήθηκε όμοιος με τον Θεό, και ο οποίος ανατάσσεται κατά την εικόνα του δημιουργού του[50]. Και πώς ανατασσόμαστε; Δίχως άλλο, καθόσον μιμούμαστε τον Χριστό. Διότι η ίδια εικόνα που παραμορφώνεται μέσα μας, παραμένει τέλεια στον Χριστό. Για αυτό πρέπει να φέρουμε την εικόνα του Χριστού, και έτσι ο Απόστολος λέει στην προς Κορινθίους: όπως φορέσαμε την εικόνα του χοϊκού, έτσι ας φορέσουμε και την εικόνα του επουράνιου[51]. Και όπως λέει και η επιστολή που διαβάζουμε σήμερα: ενδυθείτε τον Χριστό[52], δηλαδή, μιμηθείτε τον Χριστό. Σε αυτό συνίσταται η τελειότητα της Χριστιανικής ζωής.

Δεύτερον, ο Χριστός λέγεται βασιλιάς σου, δηλαδή του ανθρώπου, λόγω της ιδιαίτερης αγάπης του προς τον άνθρωπο. Είθισται σε κολλήγια κληρικών, όταν ένας επίσκοπος αγαπά ορισμένους με πιο ιδιαίτερο τρόπο από άλλους, να αποκαλείται ‘ο επίσκοπός τους’[53]. Ο Θεός αγαπά όλα τα πράγματα που υπάρχουν, αλλά αγαπά ιδιαιτέρως τους ανθρώπους. Για αυτό και ο Ησαΐας λέει: Πού είναι, Κύριε, ο ζήλος σου και η ισχύς σου, η αμέτρητη ευσπλαχνία σου για μένα[54]; Παρατηρήστε ότι ο Θεός αγαπά ιδιαιτέρως την ανθρώπινη φύση. Διότι, αν και συναντάμε διαφορετικές βαθμίδες φύσης, δεν βλέπουμε ποτέ τον Θεό να ανυψώνει μια κατώτερη βαθμίδα φύσης σε μία ανώτερη, όπως, ας πούμε, τη βαθμίδα των αστέρων σε εκείνη του ήλιου ή τη βαθμίδα των κατώτερων αγγέλων σε εκείνη των ανώτερων. Αλλά ο Θεός ανύψωσε τον άνθρωπο στη βαθμίδα των αγγέλων, ως ίσο προς αυτούς. Εξ ου και στον Λουκά: γιοι της Ανάστασης, οι άγιοι, θα είναι ίσοι με τους αγγέλους[55]. Επομένως, ο Θεός αγαπά ιδιαιτέρως τους ανθρώπους. Και δεν πρέπει, λοιπόν, να στεκόμαστε αχάριστοι απέναντι σε τόσο μεγάλη αγάπη, αλλά πρέπει να μεταβιβάζουμε ολοκληρωτικά την αγάπη μας προς αυτόν. Αν ένας βασιλιάς αγαπούσε κάποιον φτωχό, ο φτωχός θα θεωρούσε τον εαυτό του άθλιο αν δεν ανταπέδιδε στον βασιλιά την αγάπη του όσο περισσότερο μπορούσε. Από απέραντη αγάπη ο Θεός είπε στον άνθρωπο: η χαρά μου είναι να είμαι με τους γιους των ανθρώπων[56]. Επομένως, πρέπει να του ανταποδίδουμε αυτήν την αγάπη.

Τρίτον, ο Χριστός λέγεται βασιλιάς σου, δηλαδή του ανθρώπου, λόγω της ξεχωριστής φροντίδας και μέριμνάς του προς αυτόν. Είναι αλήθεια ότι ο Θεός δείχνει φροντίδα απέναντι σε όλα τα πράγματα. Έτσι, στη Σοφία λέγεται πως φροντίζει τα πάντα[57]. Δεν υπάρχει, άλλωστε, τίποτα τόσο ασήμαντο ώστε να μπορεί να παραβλεφθεί από τη θεία πρόνοια. Αφού κάθε πράγμα προέρχεται από τον Θεό, έτσι και η τάξη του ορίζεται από τον Θεό, και η πρόνοια ταυτίζεται με την τάξη. Ωστόσο, οι άνθρωποι υπάγονται στη θεία πρόνοια με έναν ξεχωριστό τρόπο. Έτσι ο Ψαλμωδός λέει: ανθρώπους και θηρία θα σώσεις, Κύριε, εννοώντας τη σωματική σωτηρία, αλλά τα παιδιά των ανθρώπων εναποθέτουν τις ελπίδες τους στην προστασία των φτερών σου[58]. Και σε τι ελπίζουν; Λέω, λοιπόν, ότι, όχι μόνον πνευματικά, αλλά και αιώνια αγαθά επιφυλάσσονται από τον Θεό σε όσους οδηγεί στην αιώνια ζωή, και, ως προς αυτό, η φροντίδα του Θεού δεν αφορά άλλους. Έτσι ο Απόστολος λέει: Η φροντίδα του Θεού δεν αφορά τα βόδια[59]. Ο Θεός δεν αφήνει ανεξέταστες τις πράξεις των ανθρώπων, για αυτό γράφεται στο βιβλίο της Σοφίας: αλλά εσύ, κύριε, κρίνεις την αμαρτία με μεγάλη ψυχραιμία[60].

Τέταρτον, ο Χριστός λέγεται βασιλιάς σου, δηλαδή του ανθρώπου, λόγω της εγγύτητάς του προς την ανθρώπινη φύση. Έτσι, διαβάζουμε στο Δευτερονόμιο: δεν θα κάνεις βασιλιά σου κάποιον αλλοεθνή, κάποιον που δεν είναι αδελφός σου[61]. Σε αυτό ενυπάρχει μια προφητεία για τον Χριστό. Ο Κύριος κανόνισε να ορίσει βασιλιά για τους ανθρώπους, και δεν ήθελε αυτός να είναι αλλοεθνής, δηλαδή άλλης φύσης, κάποιος που δεν θα ήταν αδελφός μας. Έτσι ο Απόστολος λέει για τον Χριστό: δεν καταγίνεται με τους αγγέλους, αλλά με τους απογόνους του Αβραάμ[62]. Από αυτό φαίνεται ότι ο άνθρωπος είναι πιο προνομιούχος από τους αγγέλους. Ο Χριστός είναι ο βασιλιάς των αγγέλων και είναι άνθρωπος, όχι άγγελος. Οι ίδιοι οι άγγελοι υπηρετούν τον άνθρωπο. Έτσι ο Απόστολος λέει: είναι πνεύματα διακονίας[63]. Τώρα, χρειαζόταν να γίνει ο Χριστός άνθρωπος για χάρη, βέβαια, εκείνου που έμελλε να σώσει. Για αυτό και ο Απόστολος λέει στην προς Εβραίους: αυτός που αγιάζει και αυτός που αγιάζεται έχουν την αυτή καταγωγή, για αυτόν δε τον λόγο δεν έχει κανέναν ενδοιασμό να τους αποκαλεί αδελφούς του, λέγοντας: θα αναγγείλω το όνομά μου στους αδελφούς μου[64]. Έχουν τώρα ειπωθεί αρκετά για τη φανέρωση και την ιδιότητα εκείνου που έρχεται.

Στη συνέχεια, θα πρέπει να εξετάσουμε ποιος ωφελείται από την έλευση, πράγμα που δηλώνεται μέσω της φράσης έρχεται σε σένα. Ο Χριστός δεν ωθείται, δηλαδή, από ένα κίνητρο να ωφελήσει εαυτόν, αλλά εμάς. Τώρα, έρχεται για τέσσερις λόγους. Πρώτον, έρχεται να εκφάνει τη θεία μεγαλοπρέπεια. Δεύτερον, για να μας συμφιλιώσει με τον Θεό. Τρίτον, για να μας ελευθερώσει από την αμαρτία. Και τέταρτον, για να μας δώσει αιώνια ζωή.

Πρώτον, λέω ότι ο Χριστός ήρθε για να εκφάνει τη θεία μεγαλειότητα. Ο άνθρωπος διακαώς επιθυμεί να γνωρίσει την αλήθεια, και η αλήθεια που πρέπει πρωτίστως να εξεταστεί είναι εκείνη που αφορά τον Θεό. Αλλά οι άνθρωποι είχαν βρεθεί σε τόση άγνοια που δεν γνώριζαν τι είναι ο Θεός. Μερικοί ισχυρίζονταν ότι ήταν σώμα, άλλοι έλεγαν ότι δεν νοιαζόταν για τα ατομικά πράγματα. Και για αυτό ο Υιός του Θεού ήλθε για να μας διδάξει την αλήθεια. Έτσι λέει: εγώ για αυτό γεννήθηκα, και για αυτό ήλθα στον κόσμο: για να δώσω μαρτυρία για την αλήθεια[65]. Και στον Ιωάννη: κανείς δεν έχει δει ποτέ τον Θεό[66] και για αυτό ήλθε ο Υιός του Θεού: για να γνωρίσεις την αλήθεια. Οι πρόγονοί μας βρίσκονταν  σε τόσο μεγάλη πλάνη ώστε αγνοούσαν τη θεία αλήθεια. Αλλά εμείς, μέσω της έλευσης του Υιού του Θεού, επανήλθαμε στην αλήθεια της πίστης.

Δεύτερον, ο Χριστός ήρθε για να μας συμφιλιώσει με τον Θεό. Θα μπορούσες να πεις πως ‘ο Θεός ήταν εχθρός μου εξαιτίας της αμαρτίας. Και ήταν προτιμότερο για εμένα να τον αγνοώ παρά να τον γνωρίζω’. Εξαιτίας αυτού, ο Χριστός δεν ήλθε μόνο για να εκφάνει τη θεία μεγαλειότητα, αλλά και για να μας συμφιλιώσει με τον Θεό. Εξ ου και ο Απόστολος λέει στην προς Εφεσίους: και ερχόμενος ανήγγειλε το χαρμόσυνο μήνυμα της ειρήνης σε όσους είναι μακριά αλλά και σε εκείνους που βρίσκονται κοντά[67]. Και αλλού ο Απόστολος λέει: συμφιλιωθήκαμε με τον Θεό, με τον θάνατο του Υιού του[68]. Για αυτό και κατά τη γέννηση του Χριστού οι άγγελοι έψαλλαν τον ύμνο: δoξασμένος ας είναι ο Θεός που βρίσκεται στους ουρανούς[69]. Και μετά την ανάσταση ο Κύριος έφερε την ειρήνη στους μαθητές του, λέγοντας: ειρήνη σε εσάς[70].

Τρίτον, ήλθε για να μας ελευθερώσει από τη σκλαβιά της αμαρτίας. Έτσι ο Απόστολος λέει: ο Ιησούς Χριστός ήλθε στον κόσμο για να σώσει τους αμαρτωλούς[71]. Αυτός που διαπράττει αμαρτία είναι δούλος της αμαρτίας[72]. Επομένως, πρέπει να ελευθερωθεί. Λέγεται: αν ο υιός σας ελευθερώσει, θα είστε πραγματικά ελεύθεροι[73]. Και: ο Υιός του ανθρώπου ήρθε για να αναζητήσει και να σώσει αυτό που ήταν χαμένο[74].

Τέταρτον, ο Χριστός ήρθε για να μας δώσει τη ζωή της χάρης στο παρόν και τη ζωή της δόξας στο μέλλον. Έτσι, διαβάζουμε στον Ιωάννη: εγώ ήλθα για να τους δοθεί η ζωή[75], δηλαδή η ζωή της χάρης στο παρόν, αφού ο δίκαιος ζει χάρις στην πίστη[76]. Αλλά και για να την έχουν σε αφθονία[77], δηλαδή τη ζωή της δόξας στο μέλλον, μέσω της χάρης. Έτσι, λέει ο Ιωάννης: γνωρίζουμε ότι περάσαμε από τον θάνατο στη ζωή, επειδή αγαπάμε τους αδελφούς[78] <…> και ας ζήσουμε κάνοντας πράξεις αγαθές. Και πάλι στον Ιωάννη: αυτή, λοιπόν, είναι η αιώνια ζωή, να γνωρίζουν οι άνθρωποι εσένα, τον μόνο αληθινό Θεό, καθώς και τον Ιησού Χριστό, που έστειλες στον κόσμο[79].

Πώς έρχεται όμως; Λέω ότι έρχεται μειλίχιος. Αυτό είναι σημαντικό. Διαβάζουμε στις Παροιμίες: όπως ο βρυχηθμός ενός λιονταριού, έτσι είναι και η οργή ενός βασιλιά, και η καλοκεφιά του είναι σαν τη δροσιά στο χορτάρι[80]. Η μειλιχιότητα είναι μετριασμένη οργή. Τώρα μεν ο Θεός έρχεται με μειλιχιότητα, αλλά στο μέλλον θα έλθει με οργή. Έτσι ο Ησαΐας λέει: ιδού, το όνομα του Κυρίου επανέρχεται μετά από καιρό, και λες πως είναι η οργή του πύρινη[81]. Και ο Ιώβ: διότι και τώρα ο Κύριος δεν εκδηλώνει την οργήν του, και ούτε εκδικείται υπέρμετρα[82]. Γιατί τώρα ο Χριστός έρχεται μειλίχιος και εμείς οφείλουμε να τον υποδεχθούμε με μειλιχιότητα, για αυτό και γράφει ο μακάριος Ιάκωβος: με μειλιχιότητα δεχθείτε τον λόγο που σπάρθηκε μέσα σας, και που μπορεί να σώσει τις ψυχές σας[83].

Προσέξτε, τώρα: τη μειλιχιότητα του Χριστού μπορούμε να τη διαπιστώσουμε σε τέσσερα πράγματα. Πρώτον, στον τρόπο ζωής του. Δεύτερον, στις αποκρίσεις του. Τρίτον, στην εγκάρδια υποδοχή των συνανθρώπων του. Και τέταρτον, στο Πάθος του.

Πρώτον, λέω ότι μπορούμε να δούμε την μειλιχιότητα του Χριστού στη στάση ζωής του, γιατί όλη του η ζωή ήταν ειρηνική. Δεν επεδίωκε τις προστριβές, αλλά απέφευγε τελείως όλα όσα θα μπορούσαν να τον οδηγήσουν σε κάποια φιλονικία. Έτσι είπε: διδαχθείτε από μένα, γιατί είμαι μειλίχιος και ταπεινός στην καρδιά[84], και σε αυτό πρέπει να τον μιμηθούμε. Ο Χριστός ανεβαίνοντας στην Ιερουσαλήμ καβαλούσε ένα γαϊδουράκι, που είναι ένα ζώο μειλίχιο, και γέννημα υποζυγίου[85], και όχι ένα άλογο. Για αυτό πρέπει να είμαστε μειλίχιοι. Και για αυτό στη Σειράχ διαβάζουμε: υιέ μου, να πράττεις πάντοτε τα έργα σου με μειλιχιότητα και έτσι θα αγαπηθής από κάθε άνθρωπο χρηστό[86].

Επιπλέον, η μειλιχιότητα του Χριστού φαίνεται στις αποκρίσεις του. Υπέστη πολλούς χλευασμούς από τους διώκτες του, ωστόσο δεν απάντησε σε αυτούς με οργή ή διάθεση φιλονικίας. Σχετικό με αυτό, είναι το εδάφιο από τους Ψαλμούς: για χάρη της αλήθειας και της μειλιχιότητας[87] κ.λπ. Εξηγώντας αυτό, ο Αυγουστίνος λέει ότι όταν ο Χριστός μιλούσε, μπορούσες να αναγνωρίσεις την αλήθεια. Όταν απαντούσε υπομονετικά στους εχθρούς του, εξυμνείτο η μειλιχιότητά του[88]. Όπως λέει ο Ψαλμωδός: η μειλιχιότητα ήλθε σε μας, και θα την αδράξουμε[89]. Και ο Ησαΐας: ούτε γρύλισε ούτε φώναξε[90].

Τρίτον, η μειλιχιότητα του Χριστού εμφανίζεται στην εγκάρδια υποδοχή των ανθρώπων. Μερικοί άνθρωποι δεν ξέρουν να καλοδέχονται τους άλλους με μειλιχιότητα. Αλλά ο Χριστός δέχθηκε εγκάρδια τους αμαρτωλούς και έφαγε μαζί τους και τους δεχόταν στις συνεστιάσεις του ή πήγαινε στις δικές τους. Πράγμα για το οποίο σάστιζαν οι Φαρισαίοι, λέγοντας: γιατί ο κύριός σας τρώει με τελώνες[91]; Επομένως, ήταν μειλίχιος. Θα μπορούσε, μάλιστα, η Εκκλησία η ίδια να δηλώσει αυτό που διαβάζουμε στο δεύτερο των Βασιλειών: η μειλιχιότητά σου πύκνωσε τις τάξεις μου[92]. Επομένως, εκείνοι που εξουσιάζουν άλλους πρέπει να είναι μειλίχιοι.

Τέταρτον, η μειλιχιότητα του Χριστού φαίνεται στο πάθος του, αφού οδηγήθηκε σαν πρόβατο στη σφαγή[93], και όταν τον καταχλεύαζαν, δεν ανταπέδιδε τον χλευασμό[94], παρόλο που θα μπορούσε να έχει παραδώσει τους πάντες στον θάνατο. Για αυτό λέει στον Ιερεμία: εγώ είμαι σαν αρνί άκακο, που οδηγείται στη θυσία[95]. Ο Άγιος Ανδρέας μιμήθηκε καλά τη μειλιχιότητά του, γιατί όταν τον έβαλαν στον σταυρό και ο κόσμος παρακαλούσε να τον κατεβάσουν, εκείνος τους παρότρυνε και τους παρακαλούσε με προσευχές να μην τον κατεβάσουν, αλλά να τον ακολουθήσουν οι ίδιοι στο πάθος. Έτσι εκπληρώνεται και σε αυτόν η προφητεία: τούτος ο άνδρας φάνηκε να είναι ο πιο μειλίχιος ανάμεσα στους ανθρώπους[96]. Οι μειλίχιοι θα κληρονομήσουν τη γη την ευλογημένη. Εξ ου και στον Ματθαίο: μακάριοι οι μειλίχιοι, γιατί αυτοί θα κληρονομήσουν τη γη[97]. Που είθε να αξιωθούμε και όλοι όσοι τασσόμαστε με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα κ.λπ[98].

~.~

[1] Η μετάφραση βασίζεται στην κριτική έκδοση του L. Bataillon. Sermo V: ‘Ecce rex tuusεις S. Thomae de Aquino, Opera omnia iussu Leonis XIII P. M. edita, τ. 44/1, Ρώμη-Παρίσι, 2014, 57-72 (αριστερή στήλη).
[2] Μτ. 21:5. Όλες οι αποδόσεις χωρίων της Γραφής βασίζονται στη Vulgata.
[3] Ψλ. 137 [138]:14.
[4] Ιώβ 5:9.
[5] Ιώβ 9:11.
[6] Μαλ. 3:1-2.
[7] Β Κορ. 3:5.
[8] Πρβλ. Ζαχ. 9:9.
[9] Ιερ. 23:24.
[10] Ιω. 1:11.
[11] Ιω. 1:14.
[12] Ιω. 14:23.
[13] Πρβλ. Ιω. 12:26, 17:24.
[14] Ιω. 14:3.
[15] Ιω. 10:10.
[16] Ιω. 5:25.
[17] Ιω. 5:29-30.
[18] Γεν. 9:9, 9:13.
[19] Πρβλ. Πραξ. 1:9.
[20] Α Τιμ. 4:1.
[21] Β Πε. 3:3-4.
[22] Αβ. 2:3.
[23] Ησ. 3:14.
[24] Ιώβ 32:22.
[25] Λκ. 17:20.
[26] Ιερ. 23:5.
[27] Ιώβ 9:11.
[28] Ησ. 52:6.
[29] Ιω. 1:29. Πρβλ. 1:36.
[30] Ψλ. 132 [133]:1.
[31] Ησ. 35:4.
[32] Ιεζ. 37:22.
[33] Ιω. 10:30.
[34] Α Κορ. 8:5-6.
[35] Η plenitudo potestatis αποτελούσε τον κατεξοχήν Κανονικό τρόπο αναφοράς και σύλληψης της παπικής εξουσίας κατά τον 13ο αιώνα.
[36] Μτ. 5:21.
[37] Ησ. 33:22.
[38] Ιω. 5:22.
[39] Εσθ. (Vulgata) 13:9.
[40] Μτ. 28:18.
[41] Ψλ. 46 [47]:8.
[42] Ψλ. 2:8.
[43] Παρ. 29:4.
[44] Μτ. 20:28.
[45] Ό.π.
[46] Ιδθ. 9:12.
[47] Γεν. 1:26.
[48] Ψλ. 4:7.
[49] Ψλ. 72 [73]:20.
[50] Εφ. 4:24 / Κολ. 3:9-10.
[51] Α Κορ. 15:49.
[52] Ρωμ. 13:14. Κατά τη λειτουργία της πρώτης Κυριακής της Παρουσίας διαβάζεται η Ρωμ. 13:11-14.
[53] Πρβλ τις συχνές προσφωνήσεις episcopus tuus και episcopus vester.
[54] Ησ. 63:15.
[55] Λκ. 20:36.
[56] Πρμ. 8:31.
[57] Σολ. 12:13.
[58] Ψλ. 35 [36]:7-8.
[59] Α Κορ. 9:9.
[60] Σολ. 12:18.
[61] Δτ. 17:15.
[62] Εβρ. 2:16.
[63] Εβρ. 1:14.
[64] Εβρ. 2:11-12.
[65] Ιω. 18:37.
[66] Ιω. 1:18.
[67] Εφ. 2:17.
[68] Ρωμ. 5:10.
[69] Λκ. 2:14.
[70] Ιω. 20:21.
[71] Α Τιμ. 1:15.
[72] Ιω. 8:34.
[73] Ιω. 8:36.
[74] Λκ. 19:10.
[75] Ιω. 10:10.
[76] Γαλ. 3:11.
[77] Ιω. 10:10.
[78] Α Ιω. 3:14.
[79] Ιω. 17:3.
[80] Πρμ. 19:12.
[81] Ησ. 30:27.
[82] Ιώβ 35:15.
[83] Ιακ. 1:21.
[84] Μτ. 11:29.
[85] Μτ. 21:5.
[86] Σειρ. 3:19 (=Ο’ 3:17).
[87] Ψλ. 44:5.
[88] In Ioannis evangelium, 33, 4.
[89] Ψλ. 89 [90]:10.
[90] Ησ. 42:2.
[91] Μτ. 9:11.
[92] Β Βασ. 22:36.
[93] Πραξ. 8:32.
[94] Α Πετ. 2:23.
[95] Ιερ. 11:19.
[96] Αρ. 12:3. Ο εορτασμός της μνήμης του Αγίου Ανδρέα συμπίπτει προφανώς με την πρώτη Κυριακή της Παρουσίας.
[97] Μτ. 5:5.
[98] Για τον αναγνώστη που ενδιαφέρεται να εμβαθύνει στη θεματολογία της praedicatio και δη της θωμιστικής, οι ακόλουθες μελέτες αποτελούν ένα καλό σημείο εκκίνησης: J. Leclercq, ‘Un sermon inédit de Saint Thomas sur la royauté du Christ’, Revue thomiste, 46, 1946, 152-166. L-J. Bataillon, La prédication au XIIIe siècle en France et en Italie. Etudes et documents, Μπρούκφιλντ, 1993. N. Bériou, L’avènement des maîtres de la Parole. La prédication à Paris au XIIIe siècle, τ. Ι-ΙΙ, Παρίσι, 1998. M. Schürer, Das Exemplum oder die erzählte Institution. Studien zum Beispielgebrauch bei den Dominikanern und Franziskanern des 13. Jahrhunderts, Βερολίνο, 2005. R.B. Smith, ‘How to Read a Sermon by Thomas Aquinas’, Nova et Vetera, 3, 2012, 775-803. A. Oliva, ‘Philosophie et théologie en prédication chez Thomas d’Aquin’, Revue des sciences philosophiques et théologiques, 97, 2013, 397-444. Thomas d’ Aquin, Sermons, Παρίσι, 2014. S. Wenzel, Medieval ‘Artes Praedicandi’: a Synthesis of Scholastic Sermon Structure, Τορόντο, 2015. A. ten Kloster, ‘The Preaching of the Master: Thomas Aquinas’s University Sermons on Happiness’, Medieval Sermon Studies, 63, 2019, 60-73.

~.~

*