Άγριο σώμα

*

Την τρίτη νύχτα επιτέλους στάθηκε ένα σύννεφο μπροστά στο φεγγάρι και κινήσαμε να φύγουμε – ο Θεός ξέρει για πού. Ο αδελφός Δομήνικος ξεπετάχτηκε μπροστά και βάλθηκε να προχωρά στα τυφλά, λες και στην άλλη άκρη του απόλυτου σκοταδιού θα έβρισκε τη σωτηρία μας. Του ψιθύρισα μια και δυο, αλλά στο τέλος έκλεισα το στόμα μου κι απλά τον ακολούθησα, παρότι ήξερα πως δεν είχε ιδέα πού πήγαινε. Το άγριο σώμα του άνοιγε δρόμο μέσα στη βλάστηση.

Πίσω από τα δέντρα με τα άθεα ονόματα άκουγα όλο ήχους και πατημασιές. Δεν άντεχα καν να πλάσω στο μυαλό τις χλωμές φάτσες αυτών που ήθελαν να μας βλάψουν. Υπάρξεις με πρόσωπα αξεχώριστα, που δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να μάθουν τον Λόγο του Θεού, τώρα είχαν γίνει οι κυνηγοί μας. Κοιτούσα από δω κι εκεί μήπως και κατάφερνα να φυλαχτώ αν ορμούσαν, αλλά με φρίκη σκέφτηκα πως απλώς μας έσπαγαν τα νεύρα. Μπροστά μου, σε σταθερή απόσταση όσο είχα αντοχή, ο αδελφός Δομήνικος ξάνοιγε δρόμο, ίδιος πανικόβλητη αντιλόπη.

Κατάρα, άρχισε να βρέχει! Η ζέστη μού σκάει τους πνεύμονες. Κάπου κει πίσω θα στέκουν τώρα, με την πλάτη στους κορμούς και τις παλάμες στην κοιλιά και θα γελάνε τα δαιμόνια. Τέτοιες στιγμές φέρνεις στον νου τους αιρετικούς που η τύχη έβαλε στο διάβα σου. Εκείνο τον Καθαρό συλλογιέμαι, που κούναγε τον αυχένα πάνω κάτω και φώναζε: «Σαταναήλ!» Τι λες του λέω, αντίχριστε; Γιατί λατρεύεις τον άρχοντα του σκότους; Αχ, αδελφέ μου, τίποτα δεν έμαθες! Μέσα στους τοίχους της μονής σου είν’ ωραία, φαγάκι, ύπνος, προσευχή. Τώρα που κινάς για την Ανατολή θα δεις ποιος έφτιαξε τον κόσμο. Τώρα θα νιώσεις και τον πόνο που τόσα χρόνια διάβαζες στις Πράξεις.

Μη μου μιλάς εσύ για πόνο, Καθαρέ! Ξέρεις εσύ; Είδες εσύ τον αδελφό Ιγνάτιο στραγγισμένο από τον πυρετό, να σβήνει για πάντα μέσα σε μία άμορφη στοίβα με κορμιά; Γι’ αυτό μη μου λες… Πού ήταν τότε ο Θεός; Ξεκίνησα από τη Δύση γεμάτος πίστη. Δεν θα ξεκινούσα αλλιώς. Ούτε ο αδελφός Δομήνικος. Ούτε ο Ιγνάτιος. Ποιος άνθρωπος είναι στα καλά του αν ταξιδεύει μες στην Κόλαση χωρίς πίστη; Μα πού ήταν ο Θεός όταν όρμησαν οι στρατιώτες στο χωριό και σφαγιάσαν μανάδες και μωρά; Πού ήταν όταν όλοι στο καραβάνι προσποιούνταν τους μοναχούς με την ελπίδα να τους προσπεράσουν οι ληστές, κι εκείνοι πέρασαν εμάς γι’ απατεώνες και μας έσπασαν στο ξύλο; Όταν στοιβαζόμασταν στα πανδοχεία, διαλυμένοι στα ποδάρια, με ύπνο δύσκολο γιατί οι αρουραίοι ροκάνιζαν τα κεριά μας;

Η βροχή σταμάτησε. Ο ουρανός καθάρισε. Δόξα τω Θεώ! Έτσι είναι το κλίμα εδώ, ανώμαλο, στους ανθρώπους ταιριαστό. Τσαλαβουτάμε στις λασπόγουβες και κάθε βήμα μας ρουφάει και λίγη πίστη. Ο Δομήνικος έχει χάσει την ψυχή του και το λογικό. Τον βλέπω. Έχει γίνει νευρόσπαστο. Είναι ένα αντικείμενο που περιμένει να βαρέσει πουθενά με την ελπίδα να σπάσει. Ανάμεσα στις φυλλωσιές οι γνωστές πατημασιές, μα πια δεν φυλαγόμαστε. Ίσως και να τον θέλουμε τον θάνατο. Ο Καθαρός έλεγε πως μόνο στον θάνατο υπάρχει Θεός.

Αδελφέ! φωνάζει ο Δομήνικος. Πού είναι ο Ιγνάτιος; Εδώ, του κάνω, μαζί μου! Α, όλα καλά λοιπόν; Όλα καλά! Αρχίσαμε ν’ ανεβαίνουμε. Το μονοπάτι αυτό λες μας το έστειλε ο Θεός, δόξα Σοι. Εκεί πάνω μπορεί να είμαστε ευάλωτοι. Να μας ρίξουν δυο βέλη και να κοιμηθούμε. Μπορεί όμως να φεύγει κανένας δρομάκος ή να φανεί καμιά πόλη απρόσμενα. Ποιος τα γνωρίζει αυτά εκτός από τον Θεό;

Ο ουρανός καθάρισε και το φεγγάρι μας δείχνει. Όλο ανεβαίνουμε. Αν το θέλει η Χάρις Του πάμε χαμένοι, αν δεν το θέλει μένουμε ζωντανοί. Η ασημένια σιλουέτα του Δομήνικου διαγράφει μια μαγική ευθεία. Ξυπνάει στα μάτια μου μια βραδιά σπαρμένη μάγια. Δεκάδες ολόγυμνα κορμιά λούζονταν στη λίμνη, αγόρια και κορίτσια υγιή, ξωτικά που χαριεντίζονταν, αχόρταγα στον έρωτα και τον Απρίλη. Πάνε τόσα χρόνια, αλλά να ’μαι, με βλέπω πίσω από τον ευκάλυπτο κρυμμένο να τους παρακολουθώ.

Αυτός είμαι εγώ, φυλαγμένος μακριά τους, το ευαγγέλιο ασπίδα στα χέρια μου. Τα κατσικάκια χοροπηδούν, αλληλοβρέχονται, φιλιούνται. Πιο πολύ μαγνήτισε το βλέμμα μου τούτη η Αρτέμιδα, οι σφιχτοί μηροί της, το σίγουρο πάτημα πάνω στα πέλματα, η γραμμή που χωρίζει τα οπίσθια σε δυο ζουμερά ροδάκινα. Πίνει νερό αμέριμνη, σαν ελαφάκι, κι όταν κατά λάθος πατάω ένα κλαράκι τα αυτάκια της τεντώνονται προσεκτικά. Θα ήθελα να μάθω το όνομά της… Πάνε σχεδόν τρία χρόνια από τότε.

Αδελφέ! φωνάζει ο Δομήνικος κι η φωνή του είναι ο πανικός και η παραίτηση. Ορμάω στις πέτρες και τα χαλίκια, δρασκελίζω τα εμπόδια και κατακτώ την κορυφή. Ο Δομήνικος έχει διπλωθεί στα δύο. Η κουλουριασμένη του υπόσταση βγάζει αναφιλητά. Τρέχω και τον αγκαλιάζω. Τι έχεις, αδελφέ μου; Δεν μας ξέχασε ο Θεός, έτσι δεν είναι; Κοίτα ψηλά του λέω: κατάμαυρος ο ουρανός και στη μέση η λευκή σελήνη· ένα θαύμα. Γίνεται να μας ξεχάσει ο Θεός; Ο Δομήνικος ρούφηξε τη μύτη του και σαν να γαλήνεψε. Θα νόμιζε ότι ξέρω την απάντηση.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΣ

*