Ραδιοαρβύλες και Σκούπες

*

του ΘΑΝΑΣΗ ΓΑΛΑΝΑΚΗ

Ἕνα ἀπὸ τὰ τελευταῖα θέματα τῆς τρέχουσας ἐπικαιρότητας ἦταν καὶ ἡ διένεξη ποὺ δημιουργήθηκε μεταξὺ τῆς σατιρικῆς/σχολιαστικῆς/κωμικῆς τηλεοπτικῆς ἐκπομπῆς “Ράδιο Ἀρβύλα” καὶ τοῦ ποιητῆ/ἐκδότη Γιώργου Ἀλισάνογλου, ἔπειτα ἀπὸ τὴ διακωμώδηση ποιήματος ποὺ ἀπήγγειλε ὁ τελευταῖος στὴν ΔΕΒΘ. Ὁ Ἀλισάνογλου κατήγγειλε μέσω μαίηλ ποὺ κοινοποίησε διὰ τοῦ προσωπικοῦ του λογαριασμοῦ στὰ μέσα κοινωνικῆς δικτύωσης τὸ ἀπόσπασμα αὐτὸ τῆς ἐκπομπῆς, ζητῶντας τὴν ὑποστήριξη τοῦ εὐρύτερου χώρου τοῦ βιβλίου καὶ τῶν παραγόντων του. Ὣς ἐδῶ τὰ πράγματα εἶναι κατανοητὰ καὶ ἔχουν καλῶς. Κι’ ἔχουν καλῶς διότι δὲν χρειάζεται κανεὶς κάποια ἰδιαίτερη καλλιέργεια (λογοτεχνικὴ ἢ ἄλλη), παρὰ ἐπιστράτευση τῆς κοινῆς λογικῆς, γιὰ νὰ καταλάβει ὅτι οἱ συντελεστὲς τῆς τηλεοπτικῆς ἐκπομπῆς ποὺ κάποτε χάριζαν στιγμὲς γέλιου (τουλάχιστον στὸν γράφοντα) κάνοντας σάτιρα καταστάσεων καὶ κακοδαιμονιῶν τῆς νεοελληνικῆς κοινωνίας (ὡς ΑΜΑΝ τότε), πλέον ἔχουν μετατραπεῖ σὲ ἕναν πολτὸ σαχλῆς ἀναπαραγωγῆς εἰδήσεων καὶ γεγονότων μὲ φαιδρὰ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἀποτελέσματα, παράγοντας στὴν οὐσία μιὰ μαζικῆς στόχευσης ψευδοσάτιρα, ποὺ περισσότερο ἑδραιώνει τὰ στρεβλά (ἂν δὲν τὰ κανονικοποιεῖ κιόλας), παρὰ τὰ ἐξορθολογίζει ἢ/καὶ τὰ κατεδαφίζει, ὡς εἴθισται ‒ ἀπὸ κάτω πρὸς τὰ πάνω· κι’ αὐτὸ τὸ τελευταῖο ἔχει σημασία γιὰ ἐπίδοξους σατιριστές, οἱ ὁποῖοι ἀπὸ θέση ἰσχύος βάλλουν πρὸς τοὺς ἀδύναμους ποὺ ἀνήμποροι ν’ ἀπαντήσουν βυθίζονται στὸ ὄνειδος τῶν πολλῶν, οἱ ὁποῖοι ἕνεκα κύρους τοῦ ἰσχυροῦ σατιρογράφου τρῶνε ἀμάσητη τὴ βολὴ στὸν σατιριζόμενο. Μεγάλο θέμα, ὡστόσο, ποὺ ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ θίγεται.

Ἂς πάρουμε, παρ’ ὅλ’ αὐτά, τὰ πράγματα ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ὁ Ἀλισάνογλου διάβασε μπροστὰ σὲ μιὰ κάμερα, τὸ ποίημα «Σκούπισμα» τοῦ συγγραφέα Ρὸν Πάτζετ (Ron Padget, 1942), τὸ ὁποῖο πάει ὡς ἑξῆς:

ΣΚΟΥΠΙΣΜΑ

Αὐτό ποὺ θέλω νὰ κάνω
εἶναι νὰ ξεχάσω ὅ,τι
μέχρι τώρα ἤξερα γιὰ ποίηση
καὶ νὰ σκουπίσω τὶς πευκοβελόνες
ἀπὸ τὴ σκεπὴ τῆς καλύβας
καὶ νὰ τὶς δῶ νὰ πετοῦν μακριὰ
καὶ νὰ χάνονται στὸ ἀπόγευμα αὐτοῦ τοῦ Ὀκτωβρίου.

Ἡ πένα εἶναι πιὸ δυνατὴ ἀπὸ τὸ σπαθί,
ἀλλὰ σήμερα ἡ σκούπα
εἶναι πιὸ δυνατὴ ἀπὸ τὴν πένα. [1]

Σὲ μιὰ πρώτη ἀνάγνωση καταλαβαίνει κανεὶς τὸ αὐταπόδεικτο· τὸ ποίημα δὲν εἶναι κακό. Κι’ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ δὲν εἶναι οὔτε κὰν εὐτράπελο ἢ ἀστεῖο, ὅπως ἄλλα ποιήματα, ποὺ ὅλοι μας κάπου-κάπου ἔχουμε διαβάσει κι’ ἔχουμε μειδιάσει ἀπὸ τὴν κακοτεχνία ἢ τὴν “εὐκολία” τους ‒ καὶ δὲν μιλῶ γιὰ τὰ λεγόμενα «ἁπλὰ ὑλικά», τὸ διευκρινίζω, παρὰ γιὰ τὴν πολτώδη εὐκολία παραγωγῆς ποιητικῶν βιβλίων, ποὺ ἀκόμα κι’ ὁ πιὸ καλόπιστος ἀναγνωρίζει πλέον μετρῶντας τὰ ἐτήσια δελτία τύπου τῶν έκδοτῶν στὴν Ἑλλάδα, τὴν Εὐρώπη καὶ τὸν κόσμο. Ἐπιπλέον, τὸ ποίημα δὲν εἶναι γλυκερό, ὡστε νὰ διακωμωδηθεῖ ὁ ξέχειλος λυρισμός του, ὅπως στὶς ἀσπρόμαυρες ἑλληνικὲς ταινίες ἢ κι’ ἀλλοῦ. Τέλος, τὸ ποίημα δὲν περιέχει κάποιο φοβερὰ παρὰ προσδοκίαν στοιχεῖο ὡς πρὸς τὸ θέμα του. Ἀκόμα καὶ στὸν ὑψηλὸ μοντερνισμὸ ἢ τὴ δημοτικὴ ποίηση θὰ βρεῖ κανεὶς ἀπίθανα θέματα, λέξεις, καταστάσεις καὶ τύπους προσώπων ποὺ θὰ ἔλεγε κατὰ τὴν παραδεδεγμένη “σοβαρὴ” ἀντίληψη περὶ ποιήσεως ὅτι ἀνατρέπουν τὸν ἀναγνωστικὸ ὁρίζοντα τοῦ ἀναγνώστη/ἀκροατῆ/τηλεθεατῆ. Περνῶντας στὸν ἀπαγγέλοντα Ἀλισάνογλου, ἐπίσης δὲν ξαφνιάζει ἡ ἀπαγγελία ἢ ὁ ἐπιτονισμός, τὸ πάθος ἢ ἡ ἔνταση τῆς ἀνάγνωσης.[2] Εἰδικά, ἐν προκειμένῳ, ὅπου ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ μιὰ μετρημένη, μὲ παύσεις, σωστὴ —ἂς τὸ ποῦμε ἔτσι— ἀπαγγελία ἑνὸς σύντομου ποιήματος ποὺ χωρίζεται σὲ δύο μέρη: (α) στὸ τί θέλει νὰ κάνει μιὰ δοθεῖσα ἡμέρα τὸ ποιητικὸ ὑποκείμενο καὶ (β) στὴ διδακτική, ἀποφθεγματικὴ κατακλείδα τῆς δεύτερης στροφῆς. Ποῦ ξεκινᾶ καὶ ποῦ καταλήγει, λοιπόν, τὸ πρόβλημα αὐτῆς τῆς διένεξης; Μαγικά, τὸ ἴδιο τὸ ποίημα ἔρχεται νὰ ἀπαντήσει τόσο στοὺς τηλεπαρουσιαστὲς ὅσο καὶ στὴν καταγγελία τοῦ ἀποσπάσματος ἀπὸ τὸν Ἀλισάνογλου.

Τὸ ποιητικὸ ὑποκείμενο ἔρχεται ἐντὸς τοῦ ποιήματος νὰ ἀρνηθεῖ τὶς παραδεδεγμένες ἀπόψεις περὶ ποιήσεως. Ξεχνᾶ ὅ,τι ξέρει γι’ αὐτὴν καὶ ἐπιδίδεται στὸ σκούπισμα, ἢ ἀκόμα καλύτερα στὸ σάρωμα, ὅπως λέγαμε παλιότερα. Σαρώνει ὅ,τι μεγαλεπήβολο ἐνδεχομένως εἶχε κατὰ νοῦ καὶ περνᾶ στὴν ἁπλή, καθημερινή, λαϊκή (ἂς μὴ φοβηθοῦμε τὴ λέξη) λειτουργία τῆς ποίησης. Ἡ σκούπα, αὐτὸ τὸ ἀναθεωρητικὸ ἐργαλεῖο τῆς καθεμέρας ἔρχεται ὄχι ἁπλὰ νὰ σαρώσει τὶς πευκοβελόνες, ἀλλὰ νὰ ἀνατρέψει μιὰν ἐξυψωτική, θείᾳ ἐμπνεύσει διαδικασία ποιητικῆς παραγωγῆς, καὶ στὴν οὐσία νὰ θέσει τὴν ποίηση κάτω ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τῆς ζωῆς, κι’ ὄχι τὴ ζωὴ κάτω ἀπὸ τὸν ἐξιδανικευτικὸ ἢ καταβαραθρωτικὸ μηχανισμὸ τῆς ποίησης. Ἡ ποίηση γίνεται τὸ μέσο τοῦ μέσου ποὺ λέγεται «σκούπα», καὶ τελικὰ ὑποτάσσεται σὲ αὐτήν. Ὅπως ἐπίσης καὶ στὴ σφουγγαρίστρα, στὸ σίδερο, καὶ στ’ ἄλλα ὄργανα ποὺ ἀνόητα —νομίζοντας ὅτι παράγουν γέλιο— ἔθεσαν οἱ τηλεκωμωδοὶ τῆς Ραδιοαρβύλας στὸ κλιπάκι τους. Ἀκόμα κι’ ἂν διαφωνεῖ κανείς (αἴφνης ὁ γράφων), ὅτι ἡ πένα εἶναι δυνατότερη ἀπὸ τὸ σπαθί, σίγουρα ὀφείλουμε —ἂν ἀγαπᾶμε τὴν ποίηση— νὰ πιεστοῦμε (;) καὶ νὰ συμφωνήσουμε στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ σκούπα μπορεῖ πράγματι νὰ εἶναι δυνατότερη ἀπὸ τὴν πένα. Ἡ ὑψηλὴ λειτουργία τῆς ποίησης καὶ τοῦ ποιητῆ ἔχει πλέον ὑποχωρήσει στὸν βαθμὸ ποὺ μπορεῖ νὰ ἐπιτρέψει στὴν ποίηση τὴν ἐπιστροφὴ σὲ μιὰ τέχνη ποὺ θ’ ἀπευθύνεται τόσο στοὺς ἐπαΐοντες ὅσο καὶ σὲ ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς ἀναγνῶστες ‒ ὄχι μαζικοδημοκρατικὰ καὶ ἰσοπεδωτικά, μὰ ἐξυπηρετῶντας τὸ ζητούμενο μιᾶς ἐλάχιστης δυνατῆς ἀξίας ποὺ δὲν μετατρέπει τὴν τέχνη σὲ κάτι τόσο κοινό, ὅπου τελικὰ παύει νὰ ξεχωρίζει ἀπὸ τὴν ἁπλὴ καταδήλωση τοῦ «ἐγώ, τώρα, σκουπίζω».

Ἑπομένως, τὸ ποίημα μέσω τῶν ἀνοικειωτικῶν του μηχανισμῶν πέτυχε τὸν στόχο του. Ἔστω καὶ διακωμωδούμενο, λειτούργησε ἀνατρεπτικὰ ἀπέναντι σὲ ὅ,τι οἱ πολλοὶ λογίζουν ὡς ποίηση ‒ ἄσχετα μὲ τὸ γεγονὸς ποὺ οὔτε τὴ μία ἐκδοχὴ διαβάζουν (λαϊκὴ ποίηση τῆς καθεμέρας), οὔτε τὴν ἄλλη (ὑψηλὴ ποίηση τῶν νεοκαθαρολόγων). Ἄρα, σὲ κάθε περίπτωση, ἀκόμα κι’ ἂν θέλουμε νὰ μιλήσουμε μὲ ἐμπορικοὺς ὅρους, περισσότερο καλὸ μπορεῖ νὰ γίνει ἀπὸ ἕνα διακωμωδούμενο ποίημα, παρὰ ἀπὸ τὴν κάποτε σαχλὴ διακωμώδηση τοῦ μετανάστη, τοῦ ἀναπήρου, τοῦ ὁμοφυλόφιλου. Ἔτσι δὲν εἶναι; Ἐγὼ πάντως, μιὰ φορά, ἔσπευσα νὰ διαβάσω καὶ τὰ ὑπόλοιπα ποιήματα τοῦ ἄγνωστου σὲ μένα συγγραφέα, καὶ ὁμολογῶ ὅτι μόλις βρῆκα τὸν ἑπόμενο ποιητῆ ποὺ θὰ ἤθελα νὰ βάλω στὰ ράφια μου.

Ὁπωσδήποτε, θὰ πεῖ κανείς, οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἔχουν ἕνα κοινὸ ποὺ μπορεῖ νὰ ἐπηρεαστεῖ ἀπὸ αὐτὴ τὴν “σάτιρα” καὶ ν’ ἀποθαρρυνθεῖ ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση ποίησης. Θὰ ἦταν μιὰ εὔλογη ὑπόθεση, ἀλλὰ ἂς μὴν κοροϊδευόμαστε. Ἂς διάβαζε αὐτὸ τὸ κοινὸ ἀκόμα καὶ τὸν τηλεφωνικὸ κατάλογο. Ψυχωφελέστερο θὰ ἦταν ἀπὸ τὸν Κανάκη καὶ τοὺς παλαμοκροτητὲς συμπαρουσιαστές του. Ἂν θέλουμε, λοιπόν, νὰ κρατήσουμε κάτι γιὰ ν’ ἀναστοχαστοῦμε εκκινῶντας ἀπ’ ὅλη αὐτὴ τὴ συνθήκη, νομίζω ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἡ γενικότερη ἀπαξίωση ὄχι μόνο τῆς ποίησης (μιᾶς καὶ αὐτὴ εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ δεδομένη, καὶ μάλιστα προκληθείσα ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς ποιητές), ἀλλὰ γενικότερα τοῦ πολιτισμοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν καταφέρνει νὰ ἰσορροπήσει ἀνάμεσα στὴν ἀπόλυτη ἐξαχρείωση τῆς μάζας καὶ στὸν χρυσελεφάντινο πύργο τῶν παραγωγῶν του. Ποιήματα σὰν τὸ «Σκούπισμα» θέτουν τὸ πρόβλημα ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΑΛΑΝΑΚΗΣ

 


[1] Ρὸν Πάτζετ, Πέρασα ὡραῖα μαζί σου, (μτφρ.: Βασίλης Παπαγεωργίου), Σαιξπηρικόν 2020. Μιὰ προδημοσίευση: https://www.hartismag.gr/hartis-20/metafrash/ron-patzet-poihmata
[2] Γι’ αὐτὸ καὶ προσωπικὰ θὰ διαφωνήσω στὰ περὶ διαπόμπευσης καὶ διακωμώδησης τοῦ ἰδίου. Ὁποιοσδήποτε ἐκ τοῦ χώρου κι’ ἂν τὸ διάβαζε, θαρρῶ πὼς δὲν θὰ ἄλλαζε τὴν πρόθεση διακωμώδησης, ἑπομένως δὲν τίθεται θέμα προσωπικοῦ ἐξευτελισμοῦ ‒ ἐκτὸς κι’ ἂν ἐπρόκειτο γιὰ κάποια ἐφιαλτικὴ ἀνάγνωση σὰν αὐτὲς τῆς Καραμπέτη.

*