Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Τέσσερα σονέτα

*

Απόδοση ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ

~.~

127

Το μαύρο στους παλιότερους δεν άρεσε πολύ,
κι αν άρεσε της ομορφιάς τ’ όνομα δεν του δίναν·
μα τώρα έχει του θρόνου της την πλήρη κατοχή,
οι νέοι σκηπτούχοι τ’ όμορφο το νόθευσαν, το αισχύναν.

Στο άσχημο η Τέχνη δάνεισε πρόσωπο νέο, πλαστό,
της Φύσης σφετερίστηκε τη νόμιμη εξουσία
και πια δεν έχει η ομορφιά όνομα ή ιερό
και μέσα στην ασέβεια ζει ή και στην ατιμία.

Έχει η κυρά μου ίσως γι’ αυτό σαν πένθιμα πουλιά
μάτια και φρύδια ολόμαυρα: για να πενθεί κι εκείνη
όσους αλαζονεύονται με κάλλη τεχνητά
και δυσφημούν την πλάση αυτή με την ψευδή τους φήμη.

Μα τόσο τούτο το βαρύ το πένθος τής ταιριάζει
που όλα τα χείλη έχουν να πουν: η ομορφιά έτσι μοιάζει.

~.~

128

Τη μουσική σου όταν μου παίζεις, μουσική μου,
κι απ’ το καλότυχο το ξύλο τ’ απαλά
τα δάχτυλά σου μου μεθούν την ακοή μου,
πόσες φορές η ζήλια μου άγρια με κεντά

γι’ αυτά τα πλήκτρα που οι χορδές τους τόσο ευφραίνουν
και την παλάμη σου την τρυφερή φιλούν
ενώ τα χείλη τα δικά μου άτολμα μένουν
και τη σοδειά που έχουν εμπρός τους σπαταλούν;

Για να τ’ αγγίξεις, στη στιγμή θ’ άλλαζαν θέση
μ’ αυτά τα ξύλινα κουμπιά: είναι νεκρά
μα για ζωή τους την αφή σου έχουν φορέσει
κι είν’ απ’ τα χείλη μου που ζουν πιο τυχερά.

Δώσ’ τα τα χέρια σου στα πλήκτρα σου τα αυθάδη,
κράτα για μένα των χειλιών σου όμως το χάδι.

Άσ’ τα να χαίρονται τ’ αδιάντροπα πολύ –
δώσε μου εμένα των χειλιών σου το φιλί.

~.~

129

Το ξέβρασμα του πνεύματος στον βόθρο της ντροπής
είναι η λάγνα η πράξη· όμως και πριν την πράξη
είναι η λαγνεία επίορκη, φόνισσα, αιμοσταγής,
είν’ άγρια, βάναυση, σκαιά, κτήνος που ’χει λυσσάξει.

Την ίδια απόψε αν σε μεθά, τη φτύνεις το πρωί,
ξέφρενα την πολιορκείς μα μόλις την αλώσεις
ξέφρενα τη μισείς ξανά, φάουσα μοχθηρή,
δόλωμα που θα τρελαθείς έτσι και το δαγκώσεις.

Τρελαίνει κι όποιον την ποθεί κι όποιον την αποκτά,
ακραία σαν θέλει ή θέλησε ή θα θελήσει κάτι,
μακάρια όταν μάχεται, δύσμοιρη όταν νικά,
πρώτα υπόσχεση ιλαρή, μετά σκιά φευγάτη.

Όλοι τα ξέρουν όλ’ αυτά· κι όμως κανείς το πώς
τούτο τον Άδη ν’ αρνηθεί που φαίνεται Ουρανός.

~.~

130

Δεν καιν τα μάτια της σαν του ήλιου τη φωτιά·
δεν έχει χείλη πορφυρά σαν το κοράλλι·
έχει τα στήθη μελαψά, κι όχι χιονόλευκα·
μαύρα, συρμάτινα μαλλιά έχει στο κεφάλι.

Άλικα ρόδα και λευκά έχω θεσπέσια δει
μα τέτοια δεν θα βρω στα μάγουλά της·
γεύτηκα αρώματα τερπνότερα πολύ
απ’ την ανάσα που βυζαίνω τη δικιά της.

Ευφραίνομαι όταν μου μιλάει
κι ας ξέρω ότι γλυκύτερη είναι η μουσική:
ποτέ μου δεν αντίκρισα θεά να περπατάει,
μα αυτή βαδίζοντας πατάει στη γη.

Τόσο όμως στη ζωή μου βασιλεύει,
που κάθε σύγκριση άλλη περιττεύει.

Τόσο όμως τη ζωή μου κυβερνά
που ανούσια είν’ όλα τ’ άλλα εμπρός της – και κενά.

*

*