*
του ΓΙΑΝΝΗ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
Αναζητεί τη διαφορά ανάμεσα στο αλπικό τοπίο και το παράθυρό της και δεν τη βρίσκει. Βιντεοσκοπεί με το κινητό της τα έλατα που έχουν ακόμα πάνω τους τις στάλες της χθεσινής βροχής, τα ανεβάζει στο Instagram και κοιτάζει τα σχόλια από κάτω. Οι άλλοι βλέπουν λεπτομέρειες που η Άννα δεν μπορεί να εντοπίσει. Κάθε καλοκαίρι, κάθε τοπίο της φαίνεται το ίδιο, μια δοκιμασία. Τα συνέδρια και οι εαρινές ημερίδες είναι η δική της κατασκήνωση, κάθε χρόνο περιμένει την ετυμηγορία, πού θα βρεθεί μαζί του, σε ποιον παράδεισο. Φέτος είναι οι Ελβετικές Άλπεις. Προσκεκλημένος ομιλητής σε ένα συνέδριο με τίτλο Golden Visa: Ένα ζήτημα συνταγματικότητας. Τι σε χρειάζονται εσένα εκεί, τον ρώτησε πριν ξεκινήσουν. Δεν ξέρω, πάμε διακοπές. Κλειδωμένη σε ένα ακριβό δωμάτιο με υπέροχη θέα, πλήττει. Αντιλαμβάνεται ότι δεν διαφέρει από τους ομαδάρχες της (δικηγόρους, μεσίτες, συμβολαιογράφους), όταν αναγκάζεται να μπει στην αίθουσα συνεδριάσεων. Όλοι κοιτάζουν με ανυπομονησία το πρόγραμμα, το ρολόι τους, πόσοι ομιλητές έμειναν, πόσος χρόνος πέρασε, πότε μπορούν να βγουν από εκεί, να διασκεδάσουν, να φάνε και να πιούνε από το μπαρ του ξενοδοχείου. Πριν ο τελευταίος ομιλητής κλείσει την ομιλία του, πριν καν το προεδρείο απευθύνει χαιρετισμό, σκορπίζουν, βγαίνουν τρέχοντας από την αίθουσα.
Το σημερινό πρόγραμμα ξεκινάει με εκδρομή στη φύση πριν τις απογευματινές ομιλίες, μια ιδέα ενός από τους χορηγούς του συνεδρίου. Μια δύναμη που δεν την κατανοούν και μια όρεξη που σβήνει γρήγορα τους βγάζει από το δωμάτιό τους, τους φέρνει πιο κοντά στη θέα που η Άννα βλέπει άυπνη από το παράθυρό της όλη τη νύχτα. Όταν συναντιούνται στη σάλα τα μάτια τους λάμπουν από χαρά, συζητούν για το τοπίο, τα έλατα. Αν μείνουν για λίγο μόνοι, χωρίς συνομιλητή, χωρίς κάποιον για να ανταλλάξουν ένα βλέμμα, μια προσδοκία, βουλιάζουν στον καναπέ και περιμένουν μια κουβέντα για να λάμψουν τα πρόσωπά τους πάλι. Επιτέλους ο ξεναγός δίνει το πρόσταγμα. Πρέπει να ξεκινήσουμε. Την εντολή του την αντιλαμβάνονται ως σύνθημα για να συνεχίσουν τις συζητήσεις τους για την εκδρομή. Θα είναι υπέροχα.
Ο πατέρας της τη σέρνει από το χέρι κακοδιάθετος. Είναι πιο κακοντυμένος από όλους. Φοράει μια ξεθωριασμένη γκρι βερμούδα και ένα κίτρινο πόλο μπλουζάκι και μουρμουρίζει, λάθος, λάθος, λάθος. Ίσως την κρατάει έτσι δεμένη, για να νομίζουν ότι μιλάει σε κάποιον. Βλέπουν ένα ζευγάρι που κατηφορίζει το ίδιο μονοπάτι. Αυτοί δεν μιλούν καθόλου, ούτε κοιτιούνται, δεν τους έφερε κάποιο πρόγραμμα εδώ. Έχουν έναν σκύλο, έναν ποιμενικό, αυτόν φαίνεται να ακολουθούν. Όταν ο σκύλος τους πλησιάζει ο πατέρας της Άννας του κάνει χαρούλες, απλώνει το μπατόν, δήθεν για να τον χαϊδέψει, ξέρει ότι δεν επιτρέπεται εδώ αυτό, παρόλα αυτά προσποιείται το χάδι, πλησιάζει το χέρι στο ζώο και ύστερα το απομακρύνει. Αρκετοί από το γκρουπ που βρίσκονται πίσω του τον μιμούνται, απλώνουν χέρια ή μπατόν στον αέρα, χαμογελάνε, τα παίρνουν πίσω. Το σκυλί συνεχίζει το δρόμο του. Από πίσω το σιωπηλό ζευγάρι. (περισσότερα…)
