Louise Glück (1943-2023), Περσεφόνη ἡ Περιπλανώμενη

*

Στήν πρώτη ἐκδοχή, ἁρπάζουν
τήν Περσεφόνη ἀπό τή μητέρα της
καί ἡ θεά τῆς γῆς
τιμωρεῖ τή γῆ – κάτι
συνεπές πρός ὅσα γνωρίζουμε γιά τήν ἀνθρώπινη συμπεριφορά,
πώς οἱ ἀνθρώπινες ὑπάρξεις παίρνουν βαθιά ἱκανοποίηση
προκαλώντας κακό, ἰδιαιτέρως
ἀσυναίσθητο κακό:

θά μπορούσαμε νά τό ἀποκαλέσουμε
ἀρνητική δημιουργία.

Ἡ ἀρχική διαμονή τῆς Περσεφόνης
στήν κόλαση συνεχίζει νά διασύρεται
ἀπό τούς μελετητές πού διαφωνοῦν γιά
τίς αἰσθήσεις τῆς παρθένας:

συνέβαλε στόν βιασμό της,
ἤ σύρθηκε, παρά τή θέλησή της,
ὅπως τόσο συχνά συμβαίνει τώρα στά μοντέρνα κορίτσια.

Ὅπως εἶναι πασίγνωστο, ἡ ἐπιστροφή τοῦ ἀγαπημένου
δέν ἐπανορθώνει
τήν ἀπώλεια τοῦ ἀγαπημένου: ἡ Περσεφόνη

ἐπιστρέφει στό σπίτι
κηλιδωμένη μέ κόκκινο χυμό σάν
κάποιο χαρακτήρα τοῦ Χῶθορν –

Δέν εἶμαι σίγουρη πώς θά
κρατήσω τούτη τή λέξη: εἶναι ἡ γῆ
«σπίτι» γιά τήν Περσεφόνη; Nιώθει σπίτι της, ἄς ὑποθέσουμε,
τό κρεβάτι τοῦ θεοῦ; Nιώθει πουθενά
στήν πατρίδα της; Εἶναι ἀπό γεννησιμιοῦ περιπλανώμενη, τουτέστιν
μιά ὑπαρξιακή
ρέπλικα τῆς δικῆς της μητέρας, μέ λιγότερες
ἰδέες μοιραίων ἀπωλειῶν νά τήν παραλύουν;

Ἐπιτρέπεται, ξέρεις,
νά μή σ’ ἀρέσει κανένας. Οἱ χαρακτῆρες
δέν εἶναι ἄνθρωποι.
Ὄψεις ἑνός διλήμματος εἶναι ἤ μιᾶς σύγκρουσης.

Τρία μέρη: ὅπως ἀκριβῶς διαχωρίζεται ἡ ψυχή,
ἐγώ, ὑπερεγώ, ταυτό. Παρομοίως

τά τρία ἐπίπεδα τοῦ γνωστοῦ κόσμου,
ἕνα εἶδος διαγράμματος πού χωρίζει
τόν οὐρανό ἀπό τή γῆ ἀπό τήν κόλαση.

Πρέπει ν’ ἀναρωτηθεῖς:
τώρα ποῦ χιονίζει;

Λευκό τῆς ἀμνησίας,
τῆς ἱεροσυλίας –

Χιονίζει στή γῆ∙ ὁ παγερός ἄνεμος λέει

Ἡ Περσεφόνη κάνει ἔρωτα στήν κόλαση.
Ἀντίθετα μέ τούς ὑπόλοιπους ἐμᾶς, δέν γνωρίζει
τί εἶναι χειμώνας, μόνον πώς
εἶναι αὐτή πού τόν προκαλεῖ.

Πλαγιάζει στό κρεβάτι τοῦ Ἅδη.
Τί ἔχει στό νοῦ της;
Φοβᾶται; Κάτι ἔχει
ἐξαλείψει τήν ἰδέα
τοῦ νοῦ;

Γνωρίζει καλά πώς ἡ γῆ
κυβερνιέται ἀπό μητέρες, τόσο μόνο
εἶναι βέβαιο. Ἐπίσης γνωρίζει πώς
πιά δεν εἶναι αὐτό πού ὀνομάζεται
κορίτσι. Ὅσον ἀφορᾶ
τόν ἐγκλεισμό , πιστεύει πώς
παραμένει ἔγκλειστη στή φυλακή ἀπό τότε πού εἶναι κόρη .

Οἱ τρομερές ἐπανενώσεις πού τῆς ἐπιφυλάσσονται
θά καταλάβουν τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς της.
Ὅταν τό πάθος γιά ἐξιλέωση
εἶναι μονίμως, ἀνυπόφορα, σφοδρό δέ διαλέγεις
τόν τρόπο πού ζεῖς. Δέν ζεῖς·
δέν σοῦ ἐπιτρέπεται νά πεθάνεις.

Περιπλανιέσαι ἀνάμεσα γῆς καί θανάτου
πού τελικά, μοιάζουν,
παραδόξως ὅμοια. Οἱ μελετητές μᾶς λένε

πώς εἶναι ἄσκοπο νά γνωρίζεις τί θέλεις
ὅταν δυνάμεις ἀντιμαχόμενες γιά σένα
θά μποροῦσαν νά σέ σκοτώσουν.

Λευκό τῆς ἀμνησίας
Λευκό τῆς ἀσφάλειας _

Λένε πώς
ὑπάρχει ἕνα ρῆγμα στήν ἀνθρώπινη ψυχή
πού δεν φτιάχτηκε γιά ν’ ἀνήκει
ἀποκλειστικά στή ζωή. Ἡ Γῆ

μᾶς ζητάει ν’ἀρνιόμαστε αὐτό τό ρῆγμα, ἀπειλή
μεταμφιεσμένη σέ ὑπόδειξη _
ὅπως ἔχουμε δεῖ
στό μύθο τῆς Περσεφόνης
πού θά ἔπρεπε νά διαβάζεται

ὡς διαφωνία μεταξύ μητέρας καί ἐραστῆ _
ἡ κόρη εἶναι μόνο σάρκα.

Ὅταν ἔρχεται ἀντιμέτωπη μέ τό θάνατο, δέν ἔχει δεῖ ποτέ
τό λιβάδι δίχως τίς μαργαρίτες.
Αἴφνης παύει πιά νά τραγουδάει
τά παρθενικά της τραγούδια
γιά τῆς μητέρας της
τήν ὀμορφιά καί τή γονιμότητα. Ὅπου
τό ρῆγμα, ἐκεῖ καί τό θρυμμάτισμα.

Τραγούδι τῆς γῆς, τραγούδι
τοῦ μυθικοῦ ὁράματος τῆς αἰώνιας ζωῆς –

Ψυχή μου
κομματιασμένη ἀπό τήν ἔνταση
τῆς προσπάθειας ν’ ἀνήκεις στή γῆ –

Τί θά κάνεις,
σάν ἔρθει ἡ σειρά σου στό λιβάδι μέ τόν θεό;

Μετάφραση ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ

~.~

Ἀπό τήν συλλογή Averno, 2006. Ἐδῶ ἡ πρώτη ἀπό τίς δύο ἐκδοχές τοῦ μύθου.
* facilis descensus Averno : Ἡ κάθοδος στό Ἀβέρνο εἶναι εὔκολη. Ἀπό τήν Αἰνειάδα τοῦ Βιργιλίου· ἀναφορά στό Avernus, μετωνυμία γιά τήν εἴσοδο στόν Κάτω Κόσμο, καί τήν ὁμώνυμη λίμνη-ἡφαιστειακό κρατήρα, στήν Καμπανία τῆς Ἰταλίας. Ἀπό τήν ἀρχαία ἑλληνική λέξη ἄορνος, δίχως πτηνά.

~.~

*