Day: 05.10.2023

Τάνια Μαλιάρτσουκ, Πίσω στο σπίτι στην εμπόλεμη ζώνη

*

Μετάφραση ΕΛΕΝΑ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ

Την Κυριακή ταξιδεύω για Ουκρανία, μου ανακοινώνει μια δεκαοχτάχρονη φοιτήτρια του πανεπιστημίου οικονομικών της Βιέννης, η ανιψιά μου. Η μητέρα της κατέφυγε το Φλεβάρη στο εξωτερικό και τώρα μαθαίνει διακαώς γερμανικά, χωρίς ωστόσο να διαφαίνεται η παραμικρή ελπίδα επιτυχίας. Ο πατέρας της παρέμεινε με τους δυο σκύλους στο σπίτι, μόνος κι έρημος. «Μπορεί να ταξιδέψει κανείς με την παρούσα κατάσταση;» ρώτησα με φωνή τρεμάμενη, λες και ήμουν εγώ το ανήλικο, ενώ εκείνη ενήλικη κι αγέρωχη. Όντως, αυτή την εντύπωση δίνει η Σοφία ως επί το πλείστον, ατρόμητη, σχεδόν αδιάφορη. Από το ξέσπασμα του πολέμου δεν την είδα να κλάψει ούτε μία φορά – ίσως να το κάνει όταν συναντιέται με τις φίλες της.

Οι κόσμοι μας διαφέρουν όσο η μέρα με τη νύχτα, πράγμα που έχω αποδεχτεί προ πολλού. Η Σοφία είναι ειδική στη στοχευμένη επικοινωνία, τα σόσιαλ μήντια και το μάρκετινγκ μέσω αυτών, ενώ εγώ κατά κύριο λόγο έχω ασχοληθεί με το Ολοκαύτωμα στη Γαλικία, απ’ όπου καταγόμαστε και οι δυο μας. Η Σοφία διαχειρίζεται ορθολογικά τους πόρους της, επενδύοντας 10% των πενιχρών εσόδων της σε δωρεές για τον ουκρανικό στρατό και 30% του ελεύθερου χρόνου της στη βοήθεια των προσφύγων. Εγώ από την πλευρά μου πέρασα ολόκληρο το χειμώνα και την άνοιξη επικοινωνώντας με δημοσιογράφους, γράφοντας κείμενα τις νύχτες, διατρέχοντας τη Γερμανία, την Αυστρία και την Ελβετία και ολοκληρώνοντας επιτυχώς πενήντα «πολεμικές εμφανίσεις». Η αναπόφευκτη κατάρρευση που με ισοπέδωσε τελικά στις αρχές του καλοκαιριού περισσότερο έμοιαζε με σωτηρία.

Δεν μπορώ πια να διαβάσω τίποτα, παρεκτός τον Κόσμο του χθες του Στέφαν Τσβάιχ. Τα πρωινά πηγαίνω για περίπατο στο κανάλι του Δούναβη, κάποτε μαζί με τη Σοφία, που μου διηγείται τα όμορφα, όσο και απαιτητικά σχέδιά της. Εντυπωσιακό, το πώς εξακολουθεί να καταστρώνει σχέδια. Τη λέξη «πόλεμος» δεν την προφέρουν πια τα χείλη μας. Ούτε και για τις απώλειες στο περιβάλλον μας μιλάμε, λες και δεν υπάρχουν, λες και οι σύζυγοι των φιλενάδων μου και οι πατεράδες των συμφοιτητριών της να εξακολουθούν να βρίσκονται εν ζωή. Αντ’ αυτού, ονειροπολούμε για την Ουκρανία και παραδεχόμαστε ότι ποτέ πριν δεν μας έλειψε τόσο, όσο τώρα. Δύο μετανάστριες, οι οποίες άφησαν κάποτε οικειοθελώς την πατρίδα τους από περιέργεια για τα ξένα, νιώθουν τώρα να ασφυκτιούν, να χάνουν το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια τους, λες και τους το έκλεψαν. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει με τα μανιτάρια που αναπτύσσονται σε μια όμορφη κοιλάδα, ενώ το μυκήλιό τους καταστρέφεται χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Στο νου μου καταφθάνει όμως άλλη εικόνα, περισσότερο ταιριαστή: περισσότερο μοιάζουμε με κουμπαράδες. Οι βίαια σκοτωμένοι νεκροί, παλιοί μας γνώριμοι από τα παιδικά χρόνια, πέφτουν μέσα μας σαν χρυσά νομίσματα και ένα αλλόκοτο κουδούνισμα ηχεί σε κάθε βήμα μας. Σε κάθε λέξη μας. (περισσότερα…)