Συνομιλία στο δάσος

*

Κείμενα – Φωτογραφίες ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ

*

ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ

«Είμαι τόσο φτωχός», είπα στο δάσος, «τα μόνα υπάρχοντά μου είναι οι λέξεις. Πόσο μακριά μπορώ να πάω;»

«Πολύ μακριά, αν προσπαθήσεις», είπε το δάσος.

Και πρόσθεσε:

«Όσο για τα πλούτη έχω πολλά να σου δώσω και μάλιστα διαφόρων ειδών. Όμως, να ξέρεις, αυτά τα πλούτη δεν ταιριάζουν σε όλους τους βίους των ανθρώπων. Για σένα θα ρίξω στα πόδια σου μια φούχτα χρυσά νομίσματα, δηλαδή λάμψεις των χρυσαφένιων φύλλων μου, που ευδοκίμησαν επάνω στο κλαδί τους. Μ’ αυτά χρωμάτισε τις λέξεις σου. Δος τους μακρόπνοη υπόσταση. Είσαι έτοιμος; Τα πετώ, πιάσε τα».

*

*

ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΦΥΓΩ ΑΠΟ ΕΔΩ

Βγαίνεις για λίγο έξω από το κελί σου και, να, οι αναμίξεις χρωμάτων και συναισθημάτων. Κοιτάζεις γύρω σου και, να, πάλι, τα αναπετάγματα των βλεφάρων σου. Ύστερα ακολουθεί μια εγγενής δυσπιστία, για το αν είναι αληθινό ή απατηλό αυτό που σου προσφέρει η όραση. Όπως και να έχει, όμως, συνειδητοποιείς ότι βρίσκεσαι μπροστά σε μια ονειρική πύλη. Μπροστά σε μια ισορροπία στο χείλος της πραγματικότητας. Και δεν είναι μπροστά σου παρά μόνο μια ταπεινή πλαγιά βουνού, που διαμαρτύρεται με τον τρόπο της, επειδή την προσπερνάμε συχνά ή την αγνοούμε εντελώς. Εν τέλει και η ομορφιά έχει τη μοναξιά της.

Γι’ αυτό και ‒ καταγοητευμένος ‒ «όχι, δεν θέλω να φύγω από εδώ», είπα στην καθομιλουμένη των φυτών.

*

*

ΟΧΙ, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ ΜΙΡΟ

Μοιάζει σαν να είναι πίνακας του Χουάν Μιρό, αλλά δεν είναι. Είναι λεπτομέρεια από το σκοτεινό εσωτερικό του δάσους, εκεί όπου ο ήλιος μόλις και μετά βίας μπαίνει, βοηθούμενος από τις αιφνίδιες αναλάμψεις των φύλλων. Το φως μεταφέρεται από φύλλο σε φύλλο μέχρι που να λιγοστέψει εντελώς και να γίνει ένα μυστικοπαθές ημίφως. Εκεί μπαίνεις και βρίσκεις όχι μόνο την ισορροπία σου, αλλά και την αρχή του νήματος που σε δένει με όλα τα όνειρα.

*

*

ΔΕΝΤΡΟ ΚΑΙ ΣΥΝΝΕΦΟ

«Έλα, κατέβαινε, πιάσε με, δεν βλέπεις που άνοιξα τα φτερά μου και θέλω να πετάξω; Βοήθησέ με, πάρε με μαζί σου», είπε το δέντρο στο σύννεφο, μόλις εκείνο χαμήλωσε λίγο κι άγγιξε τ’ ακρόφυλλά του.

«Μα, να σε πάω πού;» είπε το σύννεφο. «Είσαι τόσο όμορφα θρονιασμένο στο έδαφος. Όλη σου τη ζωή ξεκουράζεσαι, ενώ εγώ περιπλανιέμαι στα ύψη κι αγωνίζομαι να μη διαλυθώ».

«Πάρε με, πάρε με», συνέχισε το δέντρο, «δεν αντέχω άλλο τη σκλαβιά του χώματος, δεν αντέχω την ψευδαίσθηση της ασφάλειας, δεν ξέρεις ότι όσοι βρίσκονται στο έδαφος λαχταρούν την ανύψωση και την αιώρηση; Την άφατη μαγεία της περιπλάνησης;»

«Μάταια μου το ζητάς», είπε το σύννεφο κι έκλεισε τη συζήτηση, «αυτό είναι πάνω από τις δυνάμεις μου κι αυτό που μένει και για τους δυο μας είναι να κρατήσουμε με συνέπεια τις θέσεις μας».

*

*

ΑΠΟΒΡΟΧΟ

Σιωπηλό απόβροχο. Ο ουρανός και η γη ξαποσταίνουν ύστερα από μια ολιγόωρη αψιμαχία. Τα δέντρα στάζουν ακόμα. Τα νερά ψάχνουν για δειλούς αντικατοπτρισμούς και τους βρίσκουν. Ένα μουγκανητό ζώου αυλακώνει την ατμόσφαιρα. Και οι σκέψεις σου, τότε, ακούγονται σχεδόν σαν ένα βαθύ σπάραγμα που διαλύεται στο άπειρο και καταπίνεται από υδρατμούς.

Τότε το ψιθυρίζεις από μέσα σου: «Ποιος αγάπησε περισσότερο από εμάς;»
Κι ύστερα φωναχτά: «Ας βγει να μας το πει.»

*

*

ΦΥΣΙΚΑ ΦΩΤΑ

Όταν κάτι θέλει να προσέξει η μητέρα Φύση δεν προσβλέπει μόνο στο ηλιακό φως. Ανάβει και τα δικά της φαναράκια. Και με αυτά μας κοιτάζει και μας δικάζει.

*

Περιπλανήσεις με λόγο και εικόνα
Επιμέλεια στήλης ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ

*

*