Day: 27.08.2023

Ενύπνιο μήπως;


*

Ενύπνιο μήπως;

Από το παράθυρο αγνάντευα μια συστάδα δέντρων. Φόντο γενικά πράσινο με μια κιτρινάδα χορταριών στη μέση. Στρωμένα χορτάρια κάτω, πατημένα. Ακινησία. Κάτι σαν η ακινησία του πρωινού. Θα ήταν περίπου 7. Ο ήλιος, άφαντος ακόμη, πρέπει να κρυβόταν κάπου πίσω από το σπίτι. Εξοχή. Ύπαιθρος. Βουνό. Πέρα η θάλασσα. Απλωσιά. Όλα ακίνητα. Γιατί μιλούν διαρκώς για κίνηση;

*

Ήμουν μισοξύπνιος πριν κάμποση ώρα και δεν ήξερα αν βλέπω όνειρο ή συμβαίνει κάτι άλλο παράξενο. Κάτι σαν εισβολή, μέσα στον ύπνο ή στο μισοξύπνιο, μιας σειράς εικόνων, μιας συρροής όπου υπήρχαν και μερικές με χρώμα. Ωστόσο, δέσποζε κυρίως μια μορφή. Ένας προχωρημένης ηλικίας άνθρωπος, γύρω στα ογδόντα, που εκινείτο συνέχεια σ’ ένα χώρο σαν κατάστημα ή αίθουσα εκθεμάτων, όπου όμως δεν υπήρχαν πίνακες αλλά διάφορα αντικείμενα: ρούχα, βιβλία, περιοδικά ίσως και κάποια άλλα που δεν κατάλαβα.

Ο άνθρωπος ήταν μετρίου αναστήματος είχε ένα κάπως μυτερό γένι, ή μάλλον γένια αραιά αλλά όχι γενάκι, φορούσε γυαλιά και διατηρούσε κάμποσα μαλλιά. Σε κοιτούσε μέσα από τα γυαλιά του σα να σε έψαχνε, να γύρευε να βρει έως που φτάνει το μυαλό σου και οι αισθήσεις σου, τι «πιάνεις».

Στάθηκα μπροστά σε ρούχα. Τα είχε κάπως στοιβαγμένα σε μια γωνιά, αλλά και σαν εικαστικά αντικείμενα. Έδειξα ένα χρωματιστό. Το ξεδίπλωσε κι ήταν μια φόρμα ριγωτή για νέο κορίτσι. Στο πλάι φορέματα μακριά, άλλης εποχής. Ρώτησα: «Αυτά;». Αποκρίθηκε: «Είναι ακριβά».

Μετακινήθηκα. Προχώρησα προς έναν πάγκο, όπως αυτούς στα καφέ-μπαρ, και πάνω εκεί υπήρχαν λευκώματα, βιβλία, περιοδικά. Άρχισα να κοιτάζω ένα που σχετιζόταν με την «Μικρή μας πόλη». Χατζιδάκις. Αυτό το κατάλαβε και σαν να συγκατένευσε ότι αξίζει τον κόπο, ψιθυρίζοντας ότι «δεν υπάρχουν σήμερα τέτοια». Καθώς το ξεφύλλιζα πήρε το μάτι μου ένα κείμενο με την υπογραφή του ζωγράφου Παρθένη.

Πήρα ύστερα στα χέρια μου δύο μικρά βιβλία με χοντρά σκούρα εξώφυλλα, στενόμακρα και τα κοιτούσα. Μού άρεσε η έκδοση. Σκέφτηκα να τα αγοράσω. Τον άκουσα να λέει τον αριθμό 10. Υπέθεσα πως είναι η τιμή τους. «Θα τα πάρω», είπα.
Αυτός τότε άρχισε να ετοιμάζει αποδείξεις αλλά το έκανε κατά τέτοιο τρόπο που ήταν σαν να επρόκειτο να γράψει κανένα ποίημα ή διήγημα. Κάποια στιγμή είπε: «πενήντα τρία ευρώ».

Δεν κατάλαβα. «Μα τί λέτε;» είπα. «Προηγουμένως είπατε δέκα». «Όχι. Αυτό ήταν για τις σελίδες», αποκρίθηκε. «Δεν είμαστε καλά. Αυτά τα δυο βιβλιαράκια κάνουν 53 ευρώ;», φώναξα. «Δεν μπορώ να τα πάρω, με συγχωρείτε, αλλά πρόκειται για απάτη».

Με κοιτούσε ατάραχος. Είχε πάψει τις ετοιμασίες για ποίημα ή διήγημα –τις αποδείξεις– και περίμενε ακίνητος.

Τελικά μήπως όλοι εξαπατούμε; Μήπως μας έχει χτυπήσει κάτι σαν αρρώστια όπου εδώ δεν ανακατεύονται γιατροί, δεν είναι όπως στον κορωνοϊό, αλλά κάτι βαθύτερο, πιο ύπουλο και σκοτεινό. Να ξεγελάσεις τον άλλο. Να θεωρείς ότι είσαι πιο έξυπνος, πιο καπάτσος, πιο ικανός. Να τον κάνεις να πιστέψει ότι όλα είναι κανονικά. Ότι κι αυτός κάπως έτσι είναι αλλά σε άλλο επίπεδο εργασίας ή απασχόλησης. Να μοιραστείς μαζί του την αρρώστια της απατεωνιάς.

Δεν ξέρω πως έφυγα από εκεί. Εξακολουθώ να βλέπω μπροστά μου αυτόν τον ηλικιωμένο άνθρωπο με τα γένια, τα γυαλιά, τα μαλλιά –τι φορούσε δεν θυμάμαι– και τον τρόπο που κοιτούσε. Μοναδικός. (περισσότερα…)