Γεώργιος Πισίδης, Στον αυτοκράτορα Ηράκλειο και τους Περσικούς Πολέμους

*

Μετάφραση ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΣ

~.~

[στ. 66-99]

Τον Όμηρο, που είναι η πηγή των λόγων
(τις αρτηρίες του λόγου αυτός διανοίγει
και της ζωηρής του φρόνησης τις σκέψεις
διαρκώς ποτίζει κι έτσι μεγαλώνουν·
και το νερό ποτέ δεν του τελειώνει)
βλέπεις που τις αυτάδελφες μοιράζει
αρετές – μια σε κάθε ποίημα βάζει
και πώς αλλιώς; Στα χρόνια του δεν ζούσε
κανείς με φρόνηση μαζί κι ανδρεία,
αλλά και με άλλες αρετές λουσμένος.
Μα αν κάποιος του έδινε το πρότυπό σου
θα γνώριζε την τελειότητά σου
κι αφήνοντας τους μύθους κατά μέρος
θα ενστάλαζε παντού τον ψυχισμό σου.
Εικόνα τότε θα έπλαθε σπουδαία·
τέσσερις αρετές συνενωμένες
κι αυτό σ’ εσένα πάνω βασισμένο.

Του Νέστορα τα χείλη ας στάζουν μέλι,
της μέλισσας θυμίζοντας τους κόπους,
κατά τον ποιητή. Λοιπόν φαντάσου
πόσο πολύ θα θαύμαζε τον νου σου
που φτιάχνει μέλι νοητά κι αλήθειες
μ’ ευφράδεια πολλή και χάρη αρθρώνει.
Μέσα σου δηλητήριο δεν έχεις.
Απ’ τα άνθη εσύ το χρήσιμο συλλέγεις
διαρκώς κι όχι την άνοιξη μονάχα.
Έχεις, σαν μέλισσα, κεντρί· τους νόμους.
Μα δεν σκοτώνεις, ούτε καν λαβώνεις,
γιατί όταν βρεις κανέναν που το αξίζει
με το κεντρί –τους νόμους– τον φοβίζεις
μα κατά βάθος έλεος του δείχνεις.
Προτάσσεις το κεντρί και το μαζεύεις.
Δεν βλάπτει πια, τελείως το αχρηστεύεις·
με μια εντολή σου πλέον δεν τρυπάει.
Λες έγινε φιλάνθρωπο κι εκείνο
κι αντί για πίκρα μέλι μας κερνάει.

~.~

[στ. 104-131]

Πηχτό σκοτάδι πλάκωνε τη γη μας
κι εμείς απ’ τους εχθρούς μας κυκλωμένοι.
Ο Πέρσης άπληστος κι οι πόλεις όλες
νεκρές μετά το φονικό του δείπνο.
Ήταν η νύχτα αφέγγαρη, μεγάλη,
μα εσύ ποτέ δεν έκλεισες τα μάτια·
μας πρόσεχες και δεν σου ερχόταν ύπνος
γιατί για εμάς ποιος άλλος θα νοιαζόταν;
Κάποιοι τις καλοζύγιασαν στον νου τους
τις τακτικές που ο πόλεμος ζητούσε
και σου είπαν τότε τι πιστεύαν: πρέπει
κι ο βασιλιάς μες στο πεδίο της μάχης
να ρίχνεται. Δεν συμφωνήσαν άλλοι·
την άποψή τους στήριζαν με πάθος
πως θα ήταν ριψοκίνδυνο με βιάση
στο αβέβαιο της σύγκρουσης να ορμήσεις.
Και μερικοί μια μέση λύση βρήκαν
κι αφού σιωπηρά τη μελετήσαν
με τρόπο περισπούδαστο σ’ την είπαν:
Εδώ να μείνεις και να μας συντρέξεις.
Κανένας λόγος δεν ενείχε δόλο·
ό,τι κι αν πρότειναν πώς να το ψέξεις;
Εσύ όμως, στρατηγέ και βασιλιά μου,
που οι πάντες σου μιλούν με παρρησία,
αφού συνέκρινες τις γνώμες όλων
ζητάς απ’ τον Θεό ν’ αποφασίσει,
τι όποιος προσέρχεται σ’ Αυτόν με πίστη
στολίζεται μ’ ελπίδες που δεν σφάλλουν.

~.~

[στ. 170-220]

Νοτιάς φυσά κι αντίθετο το ρεύμα
στη θάλασσα και δύσκολο για πλεύση.
Με αφέγγαρη νυχτιά και βίαιο κύμα
ήταν διπλά επικίνδυνη η φουρτούνα.
Άγρυπνος όπως πάντα βασιλιά μου
ήσουν κι εκείνη τη βραδιά – μα βράδυ
δεν θύμιζε, γιατί έλαμπες στο σκότος.
Κι αλάργα ακούστηκε οιμωγή και θρήνος
που τάραξαν την ευσεβή καρδιά σου.
Τα κύματα γραπώσαν ένα σκάφος
και το έριξαν με ορμή στα βράχια επάνω.
Χτυπούσε το νερό στο στέρεο σώμα
και σήκωνε εκκωφαντικό έναν ήχο
κι από τη σύγκρουση να φτύνεται άλμη
και πύργοι υγροί να εγείρονται με τρόμο·
το κύμα λες χαστούκιζε τα βράχια
κι εκείνα πάλι πέρα το απωθούσαν.
Τόσο πολύ ταράχτηκαν οι ναύτες
που δεν θυμίζαν ζωντανούς ανθρώπους
αλλά νεκρούς που σύντομα θα θάβαν.
Τέτοιο κακό τους πίεζε το στέρνο.

Και ξαφνικά μια ελπίδα καταφτάνει·
το αστέρι σου τη θάλασσα φωτίζει
κι οι ακτίνες του τον ήλιο υπερνικάνε
(αυτός τα σώματά μας καψαλίζει
μα εσύ μ’ ευσέβεια δροσιά χαρίζεις).
Χωρίς ν’ αργείς κινάς για το καράβι
κι εθελοντές πολλούς μαζί σου βρίσκεις
– ντραπήκαν, βασιλιά, να σου αρνηθούνε,
τόσο πολύ που σ’ είδαν να κοπιάζεις.
Και ιδού• σε λίγο τρέχουν τόσα πλοία
που παραβγαίνουν λες με το δικό σου!
Θαρρώ στρατιώτης δεν υπήρξε τότε
που να κρατάει το τόξο ή την ασπίδα
ακόμα• στο νερό ριχτήκαν όλοι
στη μάχη την υγρή για ν’ αριστεύσουν.
Κι επίσης έσπευσαν να σε συντρέξουν
όσοι όργανα γεννητικά δεν είχαν
–τι μ’ εύνοια τους τα είχαν αφαιρέσει–
μα κι έτσι ακόμα θαρραλέοι κι ανδρείοι.
Όλοι μαζί λοιπόν, συντεταγμένα,
ήρθαν στους κόπους σου αρωγοί και φίλοι
μ’ ευγνωμοσύνη περισσή για εσένα,
τον αρχηγό κι οργανωτή της δράσης.
Ξέρω πως τούτο παίδευε τον νου σου,
ποιος θα μπορούσε τι να συνεισφέρει
για να λυθεί το πρόβλημα τελείως.
Κι οι στρατιώτες έσπρωχναν το πλοίο
μήπως και ξεκολλήσει από τα βράχια,
κι οι ναυτικοί σκοινιά σφιχτοκρατώντας
με δύναμη τραβούσαν και με πείσμα.
Ιδρώσαν μα το πέτυχαν στο τέλος·
τα βράχια απελευθέρωσαν το σκάφος.

~.~

[στ. 248-252]

Κι όπως απόδιωξες απ’ το καράβι
τη συμφορά της φοβερής φουρτούνας,
έτσι να σώσει και το πλοίο της Πλάσης,
μ’ εσένα που είσαι το πιστό οργανό Του,
ο Θεός που πάντοτε σε προστατεύει.

Kατά την έκδοση Pertusi

~.~

*