Κάρμεν Λαφορέτ, Η Ροζαμούντα

*

Επιτέλους ξημέρωνε. Το βαγόνι της τρίτης θέσης μύριζε κούραση, καπνό και μπότες φαντάρου. Έβγαινε τώρα απ’ τη νύχτα σαν από μεγάλο τούνελ και κανείς μπορούσε να δει τους κουλουριασμένους ανθρώπους, άνδρες και γυναίκες, να κοιμούνται στα σκληρά καθίσματά τους. Ήταν ένα άβολο βαγόνι της γραμμής, με το διάδρομο φίσκα καλάθια και βαλίτσες. Από τα παράθυρα φαίνονταν ο κάμπος και η ασημένια γραμμή της θάλασσας.

Η Ροζαμούντα ξύπνησε. Είχε ακόμα μια ευχάριστη ψευδαίσθηση βλέποντας το φως μέσα απ’ τα μισόκλειστα ματοκλάδια της. Ύστερα διαπίστωσε ότι το κεφάλι της είχε κρεμαστεί πάνω στην πλάτη του καθίσματος και ότι το στόμα της, που είχε αφήσει ανοιχτό, είχε ξεραθεί. Τακτοποιήθηκε ορθώνοντας το σώμα της. Την πονούσε ο λαιμός – ο μακρύς μαραμένος λαιμός της. Έριξε μια ματιά γύρω της και ένιωσε ανακούφιση βλέποντας ότι οι συνταξιδιώτες της κοιμούνταν. Ένιωσε την ανάγκη να τεντώσει τα μουδιασμένα πόδια της – το τρένο αγκομαχούσε, σφύριζε. Βγήκε πολύ προσεκτικά, για να μην ξυπνήσει, για να μην ενοχλήσει, «με βήματα νεράιδας» –σκέφτηκε– μέχρι την αποβάθρα.

Η ημέρα ήταν λαμπρή. Το πρωινό κρύο μόλις που ήταν αισθητό. Ανάμεσα απ’ τις πορτοκαλιές φαινόταν η θάλασσα. Αυτή απέμεινε υπνωτισμένη απ’ το βαθύ πράσινο των δέντρων, από τον διαυγή ορίζοντα.

—Οι ζηλευτές, οι ζηλευτές πορτοκαλιές…Οι ζηλευτές φοινικιές…Η υπέροχη θάλασσα…

—Τι λέτε;

Πλάι της ήταν ένα φανταράκος. Ένα χλομός φανταράκος. Έδειχνε καλλιεργημένος. Έμοιαζε στο γιο της. Σε έναν γιο της που είχε πεθάνει. Όχι σε αυτόν που ζούσε‧ σε αυτόν που ζούσε, όχι, επ’ ουδενί.

—Δεν ξέρω αν είστε σε θέση να με καταλάβετε, είπε με κάποια έπαρση. Μνημόνευα κάτι δικούς μου στίχους. Αλλά, αν θέλετε, δεν έχω πρόβλημα να απαγγείλω…

Ο νεαρός ήταν έκπληκτος. Έβλεπε μια γυναίκα ώριμη ήδη, αδύνατη, με βαθιές ρυτίδες. Τα μαλλιά οξυζεναρισμένα, το φόρεμα πράσινο, παλιωμένο. Για παπούτσια κάτι παλυκαιρισμένα παπουτσάκια χορού… ναι, κάτι φανταστικά παπουτσάκια χορού σε ασημί, και στα μαλλιά μια επίσης ασημιά κορδέλα, δεμένη φιόγκο… Την κοίταζε από ώρα.

—Τι αποφασίσατε; ρώτησε η Ροζαμούντα ανυπόμονη. Έχετε κέφι να απαγγείλω ή όχι;

—Σε μένα, ναι… Ο νεαρός δεν γελούσε γιατί του προκαλούσε οίκτο το θέαμά της. Ίσως αργότερα να γελούσε. Εξάλλου αυτός ενδιαφερόταν γιατί ήταν νέος, περίεργος. Στη ζωή του λίγα πράγματα είχε δει, και λαχταρούσε να μάθει περισσότερα. Εκείνο το πράγμα ήταν μια εμπειρία. Κοίταξε τη Ροζαμούντα και  είδε ότι ονειροπολούσε. Μισόκλεινε τα γαλανά μάτια. Κοίταζε τη θάλασσα.

—Τι δύσκολη είν’ η ζωή!

Εκείνη η γυναίκα ήταν εκπληκτική. Αυτό το ’χε πει με τα μάτια γεμάτα δάκρυα.

—Να ξέρατε, νεαρέ… Να ξέρατε τι σημαίνει για εμένα αυτό το ξημέρωμα, θα με δικαιολογούσατε. Αυτή η τρεχάλα προς τον νότο. Ξανά προς τον νότο… Ξανά στο σπίτι μου. Ξανά να νιώσω αυτή την ασφυξία από την κλειστή μου αυλή, από την έλλειψη κατανόησης από τον άντρα μου… Μην χαμογελάς, παιδί μου‧ εσύ δεν ξέρεις τίποτα γι’ αυτό που μπορεί να είναι η ζωή μιας γυναίκας σαν εμένα. Γι’ αυτή την ατέλειωτη καταιγίδα… Θα μου πεις γιατί σου τα λέω αυτά, πού βρήκα την όρεξη να κάνω εκμυστηρεύσεις, εγώ, που είμαι επιφυλακτική εκ φύσεως… Λοιπόν, επειδή τώρα δα μιλώντας σου κατάλαβα ότι έχεις καρδιά και αισθήματα και γιατί αυτό είναι η εξομολόγησή μου. Γιατί μετά από σένα με περιμένει, που λέει ο λόγος, ο τάφος… Να μην μπορώ να μιλήσω πια σε κανένα… σε κανένα ανθρώπινο όν που να με καταλαβαίνει.

Σταμάτησε, κουρασμένη ίσως, για μια στιγμή. Το τραίνο πήγαινε, πήγαινε… Η ατμόσφαιρα σιγά σιγά όλο και γινόταν πιο ζεστή, χρυσαφένια. Προοιώνιζε μια μέρα αποπνικτικής ζέστης.

—Θα σου αρχίσω την ιστορία μου, μια και νομίζω ότι σε ενδιαφέρει… Ναι. Φαντάσου μια νέα ξανθιά, με μεγάλα γαλανά μάτια, μια νέα παθιασμένη με την τέχνη… Με το όνομα Ροζαμούντα… Ροζαμούντα, άκουσες; Λέω αν άκουσες το όνομα και πώς σου φαίνεται.

Ο στρατιώτης κοκκίνησε μπροστά στον αυταρχικό τόνο.

—Καλό μου φαίνεται… καλό.

—Ροζαμούντα…, συνέχισε εκείνη, λίγο διστακτική. Το αληθινό της όνομα ήταν Φελίσα‧ αλλά, άγνωστο γιατί, το απεχθανόταν. Μέσα της ήταν πάντα η Ροζαμούντα, ήδη από την εφηβεία της, Εκείνη η Ροζαμούντα είχε μετατραπεί στη μαγική συνταγή που την έσωζε από τη στενότητα του σπιτιού της, τη μονοτονία των ωρών της‧ εκείνη η Ροζαμούντα είχε μεταμορφώσει τον άξεστο και κατακόκκινο αρραβωνιαστικό σ’ έναν πρίγκιπα του παραμυθιού. Το Ροζαμούντα ήταν για εκείνη ένα όνομα λατρεμένο, με εξαιρετικές ιδιότητες. Αλλά γιατί εξηγούσε στον νεαρό τόσα πράγματα;

Η Ροζαμούντα διέθετε μεγάλο θεατρικό ταλέντο. Έφτασε να παίζει με καταπληκτική επιτυχία. Ήταν και ποιήτρια. Είχε ήδη μεγάλη φήμη από τα νιάτα της. Φαντάσου, σχεδόν κοπελίτσα, παινεμένη, χαϊδεμένη απ’ τη ζωή και, ξαφνικά, η καταστροφή… Σου είπα ότι ήταν διάσημη; Ήταν μόλις δεκατριών ετών, αλλά περιτριγυριζόταν παντού από θαυμαστές. Σ’ ένα από τα ρεσιτάλ απαγγελίας είδε τον άνδρα που της έφερε την καταστροφή. Τον… τον σύζυγό μου, αφού η Ροζαμούντα, όπως θα κατάλαβες, είμαι εγώ. Παντρεύτηκα χωρίς να ξέρω τι έκανα, μ’ έναν άντρα βάναυσο, αισχρό και ζηλότυπο. Με είχε φυλακισμένη χρόνια και χρόνια. Εμένα!… Αυτή τη χρυσαφένια πεταλούδα που ήμουν εγώ… Καταλαβαίνεις;»

Ναι, είχε παντρευτεί αν και όχι στα δεκαέξι, στα είκοσι τρία‧ αλλά, τέλος πάντων!

Και ήταν αλήθεια ότι τον είχε γνωρίσει μια μέρα που απήγγειλε στίχους της στο σπίτι μιας φίλης. Αυτός ήταν κρεοπώλης. Όμως θα μπορούσαν να τον νοιάζουν όλα αυτά εκείνον τον νεαρό; Το σίγουρο ήταν εκείνο το δικό της μακρόχρονο μαρτύριο. Δεν είχε μπορέσει να απαγγείλει ούτε στίχο, ούτε να αναφερθεί στις παλιές της επιτυχίες –επιτυχίες ίσως επινοημένες, αφού δεν θυμόταν και καλά, αλλά… Ο ίδιος της ο γιος συνήθιζε να της λέει ότι θα τρελαινόταν απ’ την πολλή σκέψη και από το πολύ κλάμα. Αυτό ήταν χειρότερο απ’ τα χαστούκια και τις φωνάρες εκείνου όταν γύριζε πιωμένος. Δεν είχε κανέναν άλλον από εκείνον τον γιο, γιατί οι κόρες ήταν ξετσίπωτες και ανόητες και έκαναν πλάκα μαζί της, και ο άλλος γιος, ίδιος ο άντρας της, είχε προσπαθήσει να τη φυλακίσει.

—Είχα έναν γιο μονάκριβο. Μοναχογιό. Καταλαβαίνεις; Τον έβγαλα Φλορισέλ… Μεγάλωνε αδυνατούλης, χλομός, σαν εσένα. Ίσως γι’ αυτό σου τα διηγούμαι αυτά. Εγώ του εξιστορούσα την υπέροχη προηγούμενη ζωή μου. Μόνο εκείνος ήξερε ότι κρατούσα ένα φόρεμα από τούλι, όλα μου τα κολιέ… Και αυτός με άκουγε, με άκουγε… όπως εσύ τώρα, μαγεμένος.

Η Ροζαμούντα χαμογέλασε. Ναι, ο νεαρός την άκουγε με αμέριστη προσοχή.

—Μου πέθανε. Κι εγώ δεν μπόρεσα να το αντέξω. Εκείνος ήταν το μόνο που με έδενε μ’ εκείνο το σπίτι. Ξέσπασα, πήρα τις βαλίτσες μου και γύρισα στη μεγάλη πολιτεία της νιότης μου και των επιτυχιών μου… Αχ! Πέρασα μέρες θαυμάσιες και πικρές. Έγινα δεκτή με ενθουσιασμό, αποθεώθηκα και πάλι απ’ το κοινό, ξαναλατρεύτηκα… Καταλαβαίνεις το δράμα μου; Γιατί ο άντρας μου, μόλις το πήρε χαμπάρι, άρχιζε να μου γράφει θλιμμένα και σπαρακτικά γράμματα: δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς εμένα. Δεν μπορεί, ο έρμος. Εξάλλου είναι ο πατέρας του Φλορισέλ, και η θύμησή του χαμένου γιου βρισκόταν στο βάθος όλων μου των θριάμβων πικραίνοντάς με.

Το παλικάρι έβλεπε εκείνη την αδύνατη και εκκεντρική φιγούρα να ζωντανεύει κάπου κάπου. Μίλησε πολύ. Αναπόλησε ένα φανταστικό ξενοδοχείο, τη μεγάλη πολυτέλεια στο θέατρο την ημέρα της «επανεμφάνισής» της‧ αναπόλησε παραληρηματικές επευφημίες και τη δική της φιγούρα, μια φιγούρα «κουρασμένης συλφίδας», να τις εισπράττει.

—Και όμως, τώρα επιστρέφω στο καθήκον… Μοίρασα τα λεφτά μου στους φτωχούς και επιστρέφω στο πλευρό του συζύγου μου σαν μελλοθάνατος που οδεύει στον τάφο.

Η Ροζαμούντα ξανάπεσε σε μελαγχολία. Τα σκουλαρίκια της ήταν μακριά, φτηνά‧ το αεράκι τα έκανε να κυματίζουν… Ένιωσε άτυχη, πολύ «μεγάλη κυρία»… Είχε ξεχάσει εκείνες τις φοβερές μέρες χωρίς ψωμί στη μεγάλη πόλη. Οι γέλωτες των φίλων της με το φόρεμα από τούλι, τις χάντρες της και τα φανταστικά της πλάνα. Είχε ξεχάσει εκείνη τη μεγάλη τραπεζαρία με τα τραπέζια από πλαναρισμένες πευκοσανίδες όπου έτρωγε το ψωμί των φτωχών ανάμεσα σε ζητιάνους που τσακώνονταν και έβηχαν‧ τα κλάματά της, τον τρόμο της απόλυτης εγκατάλειψης τόσον καιρό που ακόμα και τα βρισίδια του συζύγου της της είχαν λείψει. Τα φιλιά του προς εκείνη σε εκείνο το γράμμα του συζύγου στο οποίο, με το άξεστο και αυταρχικό συνάμα ύφος, καθώς της θύμιζε το νεκρό γιο, της ζητούσε συγγνώμη και τη συγχωρούσε.

Ο στρατιώτης απέμεινε να την κοιτάζει. Τι παράξενος τύπος, Θεέ μου! Ήταν η ώρα του πρωινού, από το πανδοχείο του σταθμού ερχόταν μια δελεαστική μυρωδιά… Η Ροζαμούντα κοίταζε προς τους πωλητές με τους λουκουμάδες.

—Μου επιτρέπετε να σας κεράσω, κυρία; Στο μυαλό του φανταράκου άρχισε να παρεισφρέει μια πικάντικη ιστορία. Και αν διηγούταν στους φίλους του ότι είχε συναντήσει μια φανταστική γυναίκα και ότι…;

—Να με κεράσεις; Καλή ιδέα, νεαρέ… Μάλλον είσαι το τελευταίο άτομο που με κερνάει… Και μην μου φέρεσαι με τόσο σεβασμό, παρακαλώ. Μπορείς να με λες Ροζαμούντα… Δεν θα θυμώσω.

Μετάφραση ΒΑΣΩ ΧΡΗΣΤΑΚΟΥ

~.~

Η Carmen Laforet γεννήθηκε στη Βαρκελώνη το 1921. Σε ηλικία δύο ετών η οικογένειά της μετακόμιζε στα Κανάρια Νησιά. Στα δεκαοχτώ της  επέστρεψε στη Βαρκελώνη για να σπουδάσει Φιλοσοφία και Νομική, αν και δεν τελείωσε τίποτα από τα δύο. Απογοητευμένη από το πέρασμά της από το πανεπιστήμιο και σε ηλικία εικοσιένα ετών, πήγε να ζήσει στη Μαδρίτη. Το 1944,  παρουσίασε το μυθιστόρημα Άβυσσος (Nada) το οποίο της χάρισε το Βραβείο Ναδάλ. Το 1948 η Ισπανική Βασιλική Ακαδημία της απένειμε το Βραβείο Φάστενραθ για το πρώτο της μυθιστόρημα, ενώ αυτή συνέχιζε ασταμάτητα να γράφει διηγήματα και δημοσιογραφικά άρθρα.Το 1952 δημοσίευσε το μυθιστόρημα Το νησί και οι δαίμονες. Τρία χρόνια μετά παρουσιάστηκε το βιβλίο La mujer nueva, που της χάρισε το Βραβείο Μενόρκα ντε Νοβέλα και το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας της Ισπανίας. Το 1963 δημοσιεύτηκε το έργο της La insolación. Για τα επόμενα χρόνια συνέχισε να γράφει μικροδιηγήματα, άρθρα, καθώς επίσης ένα ταξιδωτικό (Paralelo 35, 1967). Όμως το αστέρι της είχε αρχίσει να σβήνει. Η δεκαετία του ’70 σημαδεύτηκε από τις συχνές καταθλιπτικές της κρίσεις, τον χωρισμό από τον σύζυγό της και την αρνητική υποδοχή του έργου της από τους ομοτέχνους και το κοινό. Ποτέ δεν έπαψε να γράφει, αλλά οι αντιξόητες την οδήγησαν στην οικειοθελή απόσυρση από τη δημοσιότητα. Νικημένη από το αλτσχάιμερ, πέθανε στις 28 Φεβρουαρίου του 2004.

~.~

*