Day: 18.08.2023

Παναγιώτης Κονδύλης, Περί εαυτού

*

Αποσπάσματα από τις σημειώσεις του Π.Κ. για το ημιτελές έργο του Το Πολιτικό και ο άνθρωπος. Κάποιες από αυτές, όθεν η παρούσα επιλογή, είδαν το φως της δημοσιότητας σε παλαιότερο αφιερωματικό τεύχος της Νέας Εστίας σε επιμέλεια του π. Ευάγγελου Γκανά.

~ . ~

Δυο βασικές σχολές για την υφή του Εαυτού: α) υπάρχουν τόσοι εαυτοί στον καθένα όσα και κοινωνικά πρόσωπα ή ομάδες. β) Ο Εαυτός είναι ενιαίος, μια ιδιαίτερη αυτοτελής εξελικτική διεργασία. Ανάλογα εκτιμάται ο ρόλος του κοινωνικού ελέγχου, του αυτοελέγχου, του εκκοινωνισμού κτλ. Η προσπάθεια  να αποδείξει κανείς τη μια από τις δυο αυτές αντιλήψεις ισοδυναμεί με τετραγωνισμό του κύκλου. Τα πολλά πρόσωπα τα υποδύεται κανείς ακριβώς επειδή ζητά ένα πράγμα: την αναγνώριση. Για να είναι ένας, πρέπει να είναι πολλοί. Συχνά το ίδιο πρόσωπο ξέρει ότι υποδύεται πολλά. Το αντίτιμο για να είναι επιτυχής προς τα έξω είναι να εξασθενίζει προς τα μέσα – μπορεί όμως να κάνει και το αντίθετο.

* * *

Η σχέση μεταξύ υποκειμένων είναι διαπραγμάτευση των ταυτοτήτων τους. Αν δεν είναι δυνατό να αποδεχτεί το ένα ολότελα την αυτοκατανόηση του άλλου (γιατί αυτό θα συνεπαγόταν την υιοθέτηση μιας κλίμακας αξιών επικίνδυνης για την δική του ταυτότητα), τότε εξετάζεται εφόσον θεωρείται πλεονεκτικότερη η διατήρηση σχέσεων – ποια σημεία θα εξουδετερωθούν-αγνοηθούν και ποια θα μεταβληθούν εκατέρωθεν (είτε μόνιμα είτε ad hoc, δηλ. ενόψει αυτής της σχέσης, μολονότι μπορούν να παραμείνουν ενεργά ως προς μιαν άλλη). Αλλά ακόμα και όταν επιτευχθεί μια πρώτη ισορροπία, είναι δυνατό, στη βάση των κεκτημένων θέσεων, να επιχειρηθεί ανακατάληψη του εδάφους που χαρίστηκε αρχικά. Έτσι γεννιέται σ’ ένα κατοπινό στάδιο η σύγκρουση που αποφεύχθηκε αρχικά.

* * *

Κατά πόσο το Εγώ του δεκάχρονου ανθρώπου είναι το ίδιο με του πενηντάχρονου; Μήπως αλλάζει ολοκληρωτικά, όπως το πλοίο, που κάθε τόσο αντικαθίσταται ένα μέρος του και στο τέλος δεν κρατά παρά το όνομα – οπότε είναι το ίδιο μόνο και μόνο γιατί κάποιοι το θεωρούν ως ίδιο; Αν η κοινωνία δεν θεωρούσε ένα άτομο ως ταuτόσημο με τον εαυτό του μέσα στην διαδοχή του χρόνου, κατά πόσο θα είχε το ίδιο συναίσθηση της ταυτότητας αυτής; Ήτοι: αν ο πενηντάχρονος δει τον δεκάχρονο εαυτό του σε ποιόν βαθμό θα επαναγνωρίσει ένα συνεχές εγώ; Κι ακόμη περισσότερο: αν μπορούσα να δω τον τωρινό μου εαυτό να φέρεται και να κινείται, θα τον αναγνώριζα, σε περίπτωση που δεν τον είχα δει στον καθρέφτη;

Γιατί μερικές φορές φαίνεται το παρελθόν σαν όνειρο, δηλ. ποιος είναι ο βαθμός αλήθειας στην ανάπλαση περασμένων βιωμάτων; Μήπως η έλλειψη πάγιου εγώ δεν επιτρέπει παρά σκόρπιες διασταυρούμενες παραστάσεις από το παρελθόν; Κατά πόσο το παρελθόν ως οργανωμένη ιστορία βίου είναι αναγκαία μυθοπλασία, που την χρειαζόμαστε για το παρόν;

* * *

Ο άνθρωπος αγωνίζεται αδιάκοπα για να παρουσιάζει προς τα έξω μια προσωπικότητα συνεπή και ολοκληρωμένη. Συνεχώς απατά τον εαυτό του για τον εαυτό του. Η συμπεριφορά του ρυθμίζεται ανάλογα με την εικόνα που θέλει να δώσει, γι’ αυτό κι ανάμεσα στην συμπεριφορά και στον πραγματικό εαυτό υπάρχει ένα χάσμα (η ευγένεια συνίσταται στο να το παραβλέπεις – στους άλλους). Η επιθετικότητα αυξάνεται, όταν οι άλλοι βλέπουν το χάσμα και προπαντός όταν εμείς ξέρουμε πως το βλέπουν. Τότε προσπαθούμε να βρούμε τι ποταπά κίνητρα έχει η συμπεριφορά του άλλου απέναντί μας.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ

*

*

Ἡ φύση κι ἐμεῖς

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση

Τὸ καλοκαίρι εἶν’ ἡ ὥρα τῆς φύσης. Ὁ ἥλιος δὲν εἶναι ἀπόμακρος κι ἀκατάδεχτος. Κατεβαίνει κοντά μας. Κι ἀπὸ τοῦτο τὸ πλησίασμά του ὅλ’ ἀλλάζουνε γύρω μας: Τὰ σύννεφα, τοῦτοι οἱ σκυθρωποί, σταχτιοὶ κυρίαρχοι τοῦ χειμωνιάτικου οὐρανοῦ, ἀποτραβιοῦνται στὰ καταφύγιά τους, πέρα ἀπὸ τὶς μακρινὲς βορεινὲς χῶρες. Ἀνεμπόδιστο τὸ φῶς κουρνελίζει πάνω στὴ στεριὰ καὶ τὸ νερό, στὸ βουνὸ καὶ τὸν κάμπο, ποτίζει τὰ πάντα καὶ τὰ κάνει πιὸ χαρούμενα, πιὸ φιλικά. Τὰ δέντρα ἀνοίγουνε τὶς πράσινες ἀγκαλιές τους νὰ μπεῖ ὁ ἐραστής τους, ὁ ἥλιος, νὰ τὰ γεμίσει ἐρωτικὰ λουλούδια ποὺ θὰ γίνουνε χρυσοὶ καρποί. Ἡ θάλασσα γαληνεύει, παύει νὰ θωρεῖ σὰν ἐχθρό της τὸν ἄνθρωπο· ἀφήνει, ἀνεξίκακα, τὰ καράβια νὰ ὀργώνουνε τὸ κορμί της, παιζογελᾶ μὲ τοὺς κολυμβητές. Κι ἡ νύχτα, ἡ μαύρη μάγισσα, ἡ γεμάτη φαντάσματα καὶ κακὰ πνεύματα, ὁ τρόμος τοῦ ἀδύναμου πρωτόγονου, ἀκόμη κι αὐτὴ γίνεται κρυστάλλινα διάφανη ἡ δροσιά της εἶναι καλοδεχούμενη, ὕστερ’ ἀπὸ τὴ ζέστα τῆς μέρας.

Κι ἐμεῖς, οἱ ἄνθρωποι τῆς πολιτείας μὲ τὴν κονσερβαρισμένη ζωή, βγαίνομε, σὰν μᾶς τὸ ἐπιτρέπουν οἱ δουλειές μας, νὰ περάσομε μερικὲς ὧρες μέσα στὴ φύση. Στὸ ὕπαιθρο, ὅπου ὅλα  ἔχουνε μιὰ ἀπροσποίητη ἁπλότητα, ὅπου ὅλα εἶναι νεανικά, καὶ δυνατὰ καὶ ξέγνοιαστα, νιώθομε σιγὰ σιγὰ κάτι ν’ ἀλλάζει μέσα μας. Γινόμαστε πιὸ νέοι, λιγότερο τυπικοί, λιγότερο ὑποκριτές, πιὸ χαρούμενοι. Τὸ συναίσθημα, τὸ καταπιεσμένο ἀπὸ τὴ λογική, ξαναβρίσκει τὴ θέση του στὴν καρδιά μας. Ἀνακαλύπτομε τὴν ὀμορφιά.

Ὅσοι ἀπὸ τὸ εἶδος τῆς δουλειᾶς τους, στερηθήκανε τὸ ἀχνὸ πλησίασμα τῆς φύσης, αὐτοὶ ἴσως χαίρονται πιὸ βαθιὰ τὴν ἐπαφή μαζί της. Γίνονται οἱ ἐκστατικοί, οἱ ἐραστὲς τοῦ ἥλιου καὶ τοῦ ἀέρα, τῆς θάλασσας καὶ τοῦ λουλουδιοῦ. Θυμοῦμαι τώρα τὸν Παλαμᾶ. Τὶς σπάνιες φορὲς ποὺ ἄφησε τὴν «ἀσάλευτη ζωὴ» τοῦ γραφείου του, ποὺ βγῆκε ὄξω ἀπὸ τὴν ἄσφαλτο τῆς Ἀθήνας, ἀντίκρυσε τὸν κόσμο γύρω σὰν ἐρωτευμένος ἔφηβος: «Ὦ, Φύση, ὁλάκερη ζωὴ κι ὁλάκερη σοφία!».[1] (περισσότερα…)