Day: 29.07.2023

Μάρτιν Βάλζερ (1927-2023)

*

«Ένας άνθρωπος που ήταν η Γερμανία η ίδια». «Μια μορφή του αιώνα». «Ο μεγάλος συγγραφέας των ταπεινών ανθρώπων». «Γραφομανής», «προβοκάτορας», «ταχυδακτυλουργός της γλώσσας», ο «έσχατος μεγάλος της μεταπολεμικής γερμανικής λογοτεχνίας». Με αυτά τα λόγια αποχαιρέτησαν τα ΜΜΕ της πατρίδας του τον Martin Walser, που πέθανε χθες σε ηλικία 96 ετών.

Πλάι στους συνομηλίκους του Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ και Γκύντερ Γκρας, ο Βάλζερ μεσουράνησε στα γερμανικά γράμματα για μισό και πλέον αιώνα. Περισσότερο από κάθε άλλον ομότεχνό του, στάθηκε ο χρονικογράφος της Γερμανίας του Μεταπολέμου. Οι εύθραυστοι ήρωες των βιβλίων του είναι τα άτομα μιας κοινωνίας ευημερούσας αλλά κατά κανένα τρόπο απελευθερωμένης. Θηρευτές της επιτυχίας μέσα σε ένα περιβάλλον ανελέητα ανταγωνιστικό, καλούνται στο τέλος να καταβάλουν το βαρύ προσωπικό τίμημα που συνεπάγεται η προσαρμογή τους σ’ αυτό.

Εξίσου αιχμηρός με τον πεζογράφο Βάλζερ, ήταν ανέκαθεν και ο διανοούμενος Βάλζερ. Οι τοποθετήσεις του πάνω στο γερμανικό παρελθόν και παρόν έδωσαν συχνά τροφή σε παθιασμένες δημόσιες έριδες, που ο απόηχός τους κρατάει ακόμη.

Ο Βάλζερ γεννήθηκε το 1927 στο Βάσσερμπουργκ, στις όχθες της λίμνης της Κωνσταντίας. Το πολυσχιδές έργο του (μυθιστορήματα, δράματα, δοκίμια) περιλαμβάνει πολλές δεκάδες βιβλία. Τιμήθηκε μεταξύ άλλων με το σημαντικότερο γερμανικό λογοτεχνικό έπαθλο, το Βραβείο Μπύχνερ (1981), και με το Βραβείο Ειρήνης της Ένωσης Γερμανών Βιβλιοπωλών (1998). Ήταν πολλές φορές υποψήφιος για to Βραβείο Νομπέλ.

Επισκέφθηκε αρκετές φορές την Ελλάδα, την οποία και παθιασμένα υπερασπίστηκε στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας, όταν τα γερμανικά ΜΜΕ πρωτοστατούσαν στις επιθέσεις εναντίον της. Ως μεταφραστής του, είχα την ευκαιρία να τον παρουσιάσω σε μια από αυτές, στο Ινστιτούτο Γκαίτε Αθηνών, τον Μάιο του 2009. Την παρακάτω συνέντευξη του την πήρα για λογαριασμό της Καθημερινής στο πρώτο του ταξίδι στη χώρα, τον Ιούλιο του 2001. Τον θυμάμαι στο λόμπυ του Σαιντ Τζωρτζ τη μια να παραμιλάει για τις Έξι νύχτες στην Ακρόπολη του Σεφέρη που διάβαζε τότε («Τι βιβλίο! Τι βιβλίο!») ή για τους μεγάλους ύμνους του Χαίλντερλιν, και την άλλη να μαίνεται για την υποκρισία κάποιων συμπατριωτών του διανοουμένων και την καταλεηλάτηση της Ανατολικής Γερμανίας από τα οικονομικά συμφέροντα.

Τελευταία φορά βρεθήκαμε το 2013. Τα χρόνια είχαν ήδη βαρύνει επάνω του, η φωνή του φορές φορές γλιστρούσε στον ψίθυρο, το ασημογάλανο βλέμμα του όμως φανέρωνε ακόμη όλη τη δύναμη και τη φλόγα του ανθρώπου.   —  ΚΚ

~.~

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ: Οι συγγραφείς είναι μελετητές της ανθρώπινης συμπεριφοράς, γράφετε κάπου. Αντικείμενό τους είναι οι ίδιοι.

ΜΑΡΤΙΝ ΒΑΛΖΕΡ: Έτσι είναι. Όμως αυτό δεν έχει να κάνει με αυτοβιογράφηση, πράγμα άλλωστε πολύ τετριμμένο. Το ό,τι κάτι συνέβη στην πραγματικότητα, δεν σημαίνει ότι μπορούμε να το περιλάβουμε έτσι αχώνευτο σ’ ένα βιβλίο. Η ίδια η πραγματικότητα, η ζωή είναι αφόρητα τετριμμένη. Πρέπει να την αφηγηθούμε πάλι και πάλι, ώσπου να γίνει υποφερτή.

Κ.Κ.: Είναι αυτό το κίνητρό σας όταν γράφετε;

Μ.Β.: Ταξιδεύοντας με το τραίνο, μου συνέβη πολλές φορές να κάνω την ίδια παρατήρηση. Έβλεπα ανθρώπους που μόλις έβρισκαν κάθισμα κι έπαιρναν ανάσα, άρχιζαν ν’ αφηγούνται τι τους συνέβη το ίδιο εκείνο πρωί, στη Φραγκφούρτη, το Βισμπάντεν, την Κολωνία. Και είναι αυτή η αφήγηση μια πρώτη δοκιμή, ας πούμε, για την επόμενη, παραλλαγμένη αφήγηση που θα κάνουν το βράδυ στο σπίτι τους. Και κάθε φορά, με κάθε νέα αφήγηση κάνουν αυτό που έζησαν όλο και πιο υποφερτό, όλο και πιο κατανοητό για τους ίδιους. Απ’ αυτή τη διαρκώς επαναλαμβανόμενη αφήγηση ξεκινούν τα πάντα. Ακόμη και ο Όμηρος δεν είναι παρά αυτή η διαρκής ανάπλαση του παρελθόντος μέσω της αφήγησης. Φυσικά ότι απ’ όλα αυτά μπορεί να ξεπηδήσει κάτι ωραίο, η τέχνη, είναι ένα άλλο μυστικό. Όμως η απλή αυτοβιογραφία δεν αρκεί. (περισσότερα…)

Mια απέραντη τσιμεντάδα

*

περαστικά & παραμόνιμα | 07:23

Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Ενάμιση αιώνα έζησε ο Δημοτικός Κήπος των Χανίων, έργο του θρυλικού Ρεούφ Πασά, με το χώμα του. Όχι πια. Η τελευταία «ανάπλαση» απέδωσε ό,τι αποδίδουν συνήθως οι αναπλάσεις στην Ελλάδα του 21ου αιώνα: μια απέραντη τσιμεντάδα… Δεντράκια φυλακισμένα, χοντρά μπετονένια στηθαία, μια ασπράδα εκτυφλωτική που αντανακλά τον ήλιο και τη θερμότητα και ειδικά αυτές τις μέρες διώχνει τους πάντες. Ακόμη και το χαλίκι του ιστορικού Καφενείου κάτω από τα πυκνόφυλλα δέντρα σαρώθηκε, τσιμέντο κι εκεί. Ακόμη και η παλιά κρήνη ενόχλησε και ξηλώθηκε. Πολλά δέντρα κόπηκαν κι όσα απέμειναν κλαδεύτηκαν ανηλεώς. Πώς το έγραφε ο Σεφέρης στις Μέρες του; «Προκόβουμε καταπληκτικά».

*

*

~.~ (περισσότερα…)