Day: 26.07.2023

Παρασκευή 28 Ιουλίου | «Χρυσοβαλάντη και Ονούφρης» της Λίλας Τρουλινού

~.~

Παρασκευή 28 Ιουλίου | Παρουσίαση βιβλίου

«Χρυσοβαλάντη και Ονούφρης»
της Λίλας Τρουλινού

Η Χρυσοβαλάντη και ο Ονούφρης, ένα ζευγάρι εφήβων διδύμων, εκπληκτικής ομοιότητας και ιδανικής αυτάρκειας, δοκιμάζουν τα όρια της σχέσης τους και δοκιμάζονται στο σκληρό περιβάλλον της αγροτικής κρητικής επαρχίας. Ο μόνος δρόμος ανοικτός προς την επιθυμία είναι η μεταμόρφωση.

Για το τελευταίο βιβλίο της Λίλας Τρουλινού, μια νουβέλα για την εφηβική ψυχή και τα άχθη της ιστορίας (Περισπωμένη, 2023), θα μιλήσει η φιλόλογος Σίτσα Κοτσιφάκη. Πιάνο θα παίξει ο Νίκος Περάκης ενώ θα τραγουδήσει η μεσόφωνος Χρυσούλα Περάκη.

Αποσπάσματα από το βιβλίο θα διαβάσει ο  Μιχάλης Βιρβιδάκης.

~.~

Η βυζαντινή ποίηση ανθολογημένη | Μέρος ΙΑ΄: Ιωάννης Γεωμέτρης | Αποδόσεις Γιώργου Βαρθαλίτη (1/2)

*

Εισαγωγή-ανθολόγηση-σχόλια ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

~.~

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΥΡΙΩΤΗΣ Ο ΓΕΩΜΕΤΡΗΣ

Αποδόσεις του Γιώργου Βαρθαλίτη  [1/2]

Ένα ευρύτερο τμήμα των ποιητικών έργων του Ιωάννη Γεωμέτρη απέδωσε στη νεοελληνική για πρώτη φορά ο ποιητής Γιώργος Βαρθαλίτης (Ο τρομερός τον νου μου ο έρωτας τυφλώνει, Αρμός, 2012) τον οποίο και ευχαριστώ για την ευγενική άδεια αναδημοσίευσης εδώ. Προτίμησα να παραθέσω τις αποδόσεις του από το πιο πρόσφατο βιβλίο του Τρεις μεγάλοι Βυζαντινοί ποιητές (Αρμός, 2017), όπου συγκεντρώνει τη μεταφραστική του εργασία σε τρεις βυζαντινούς ποιητές, διότι έχει επεξεργαστεί ορισμένες μεταφράσεις του, έχοντας επιφέρει μικρές αλλαγές σε κάποιες από τις αποδόσεις των έργων του Γεωμέτρη, σε σχέση με την προηγούμενη έκδοση.

~•~

Στὴν ἀποστασία.

Αἷμα νὰ ρίξεις σὰ βροχή, οὐρανέ μου, τώρα·
τώρα ντύσου μὲ πένθιμο σκοτάδι, ἀέρα·
ἡ γῆ, ἀπ’ τὸν πόνο μὲ τὰ νύχια σου ξεσκίσου,
ξερίζωσε τὰ δέντρα, ρίξ’ τα σὰν πλεξοῦδες
καὶ βόγγηξε, σκεπάζοντας μὲ μαῦρο ροῦχο
τὸ πρόσωπό σου τώρα ἀντὶ γιὰ τὸ χορτάρι.
Δικό μας αἷμα τὴν Μικρὰν Ἀσίαν ὅλη
τὴ διαφεντεύει καὶ τὸ ξίφος διαχωρίζει,
ὠιμέ!, γονεῖς καὶ συγγενεῖς, παιδιὰ κι ἀδέρφια.
Τρέχει ὁ πατέρας νὰ σκοτώσει τὸ παιδί του·
καὶ τὸ παιδὶ μετὰ φονεύει τὸν πατέρα·
μαχαίρι βγάζει ὁ ἀδερφός, ὢ πικρὴ τρέλα,
γιὰ νὰ τὸ μπήξει μὲς στὸ στέρνο τ᾽ ἀδερφοῦ του.
Κάτω ἀπό μᾶς ἡ γῆ σπαράζεται καὶ σειέται
ἀπὸ τὸν τρόμο κι ἀπὸ πάνω μας οἱ φλόγες
τῶν κεραυνῶν κάνουνε στάχτη καὶ τὴ σκόνη.
Οἱ πολιτεῖες τῆς Ρώμης τώρα τὰ μπεντένια
σὰν κόμη ρίχνουνε στὴ γῆ καὶ σπαραγμένες
κλαῖνε πικρὰ πῶς κλαῖνε κόρες μαυροφόρες.
Οἱ Ἀγαρηνοὶ νικᾶνε· οἱ πόλεις ποὺ ἦταν πρῶτα
στὴ δούλεψή μας πληρωμὴ τώρα ζητᾶνε
κι ἀπὸ τοὺς φόνους ἐναντίον μας καὶ γλεντᾶνε.
Κι αὐτὰ συμβαίνουν ὅπου ὁ ἥλιος ἀνατέλλει.
Μὰ ποιός μπορεῖ τί γίνεται νὰ πεῖ στὴ δύση;
Σμήνη Σκυθῶν σὰν νά ᾽τανε δική τους χώρα
ἀπὸ τὴ μιὰ ἄκρη τὴ διασχίζουν ὣς τὴν ἄλλη•
καὶ σὰν τὴ γῆ ποὺ εὐγενικὰ κλαδιὰ φυτρώνει
ἄνδρες ἀτρόμητους σὰν σίδερο γενναίους
ἀπὸ τὴ ρίζα κόβουνε καὶ βρέφη ξίφη
τὰ σφαγιάζουν· κι ἄλλα τά ᾽χει ἡ μάνα ἀκόμη,
κι ἄλλα ἀναρπάζουνε τὰ βέλη τῶν ἐχθρῶν μας.
Γίνανε σκόνη κι οἱ μεγάλες πολιτεῖες.
Πῶς θὰ μπορέσω δίχως δάκρυα νὰ ἀντικρίσω
Νὰ τρέφουν ἄλογα ὅσες πρὶν ἀνθρώπους τρέφαν;
Χῶρες ὁλόκληρες καὶ τόποι πυρπολοῦνται.
Κι ἐσύ, βασίλισσά μου, ἑστία τοῦ Βυζαντίου,
ποιά συμφορὰ σὲ βρῆκε τώρα, πές μου, πόλη,
πόλις ἡ πρώτη στὰ δεινά, καθὼς πρὶν ἤσουν
ἡ πιὸ τρανὴ τῆς γῆς; Δὲν τρέμεις κάθε μέρα,
ἢ μὴ δὲν πέφτουνε τὰ βάθρα ἀπὸ τὸν τρόμο;
Δὲν εἶδες τὰ κλαδιὰ ποὺ βλάστησε ἡ ἀγκαλιά σου
νεκρὰ νὰ πέφτουνε τὰ βάθρα ἀπὸ τὸν τρόμο;
Δὲν εἶδες τὰ κλαδιὰ ποὺ βλάστησε ἡ ἀγκαλιά σου
νεκρὰ νὰ πέφτουνε στὴ μάχῃ ἀπ᾽ τὸ μαχαίρι
τῶν συγγενῶν τους, ὢ τί φρίκη! Κι ἄλλοι πάλι
καταδικάστηκαν ἐξόριστοι νὰ μένουν,
ἀντὶ στ᾽ ὡραῖα καὶ τὰ λαμπρά τους τὰ παλάτια,
σὲ ἐρημονήσια καὶ σὲ βράχια καὶ φαράγγια
κι ἐκεῖ νὰ σβήνουνε; Κι (ὢ Θεέ μου, ἐσὺ τῶν πάντων
κριτή!) γιὰ αὐτὰ κανεὶς τὴν πέτρινη καρδιά του
δὲν μαλακώνει, δὲν φιλιώνει μὲ τὸν ἄλλον,
κανεὶς τῆς σωτηρίας τὸ φάρμακο ―τὸ δάκρυ―
δὲν χύνει. Μὰ ἔγινε σκοτάδι πιὰ κι ὁ ἥλιος
καὶ τῆς σελήνης κρύφτηκε μὲ μιᾶς τὸ φέγγος
καί, νέας θρησκείας παράξενο σημάδι, ἐφάνη
καινούργιο ἀστέρι, ὅμως ἐγὼ δὲν συλλογιέμαι
μηδὲ τὴ ραθυμιά, μηδὲ τὰ κρίματά μου.
Μὰ κοίταξέ με μ᾽ οἶκτο, Λόγε,
λυπήσου μας, σταμάτα πιὰ τὴ φρίκη ἐτούτη:
σφαγές, ἁλώσεις πόλεων, μάχες, ἀνταρσίες,
φυγές, διώξεις, ἁρπαγές, ποινὲς καὶ δίκες·
λυπήθηκες τὴ Νινευὴ τὴν πολιτεία
καὶ τὸν λαὸ ποὺ τότε ἁμάρτησε, τὸ ξέρω.
Τὸ ποίμνιο ποὺ ἐξαγόρασες μὲ τὸ αἷμα σου εἶμαι,
Χριστέ μου, ἡ μάντρα σου εἶμαι· αὐτὰ ἡ δική σου πόλη,
ἡ πόλη σου βοᾶ, τῶν συμφορῶν της κοίτα
τὴν ἄβυσσον· ὣς πότε θὰ ὑποφέρει;

~•~

Τί λόγια θὰ ἔλεγε ὁ ἐν Ἁγίοις βασιλιὰς Νικηφόρος,
ὅταν ἀποκεφάλιζαν τ᾽ ἀγάλματά του.

Ναί, ξίφος τὸ κεφάλι μου τό ᾽κοψε κι ἀνδροφόνος
τὴν ἐξουσία μου ἅρπαξεν ὁ βασιλιὰς τοῦ σκότους.
Μὰ τὰ νεκρά μου ἀγάλματα γιατί συντρίβει ὁ φθόνος;
Τοῦ Φάλαρι καὶ τοῦ Ἔχετου τὴν τρέλα ξεπερνᾶτε.
Ποιό μίσος τοὺς ἀνδριάντες μου μπορεῖ ὅμως νὰ γκρεμίσει,
τὴν Κρήτη τὴν εὐγενική, τὴ λαμπερὴ τὴν Κύπρο,
καὶ τὴν ἀνίκητη Ταρσό, τῆς Κιλικίας τὰ κάστρα,
τῆς Ἀντιόχειας τὰ τειχιά, τῆς Ἀσσυρίας τις πόλεις;
Πέρσες, Φοίνικες, Ἄραβες, ἔθνη τοῦ κόσμου μύρια,
ὅλα τους στὸ κοντάρι μου γονάτισαν, λυγίσαν.
Ποιός θὰ τὰ σακατέψει αὐτά; Ρίξτε τοὺς τοίχους! Σπάστε!
Μὲς στὶς καρδιὲς ἡ εἰκόνα μου, στὶς χῶρες πάντα μένει.

~•~

Σ᾽ ἕνα στολισμένο σπαθί.

Σπαθὶ γιὰ τοὺς ἐχθρούς μας σιδερένιο·
σπαθὶ γιὰ τοὺς δικούς μας χρυσαφένιο·
σπαθὶ ἐσὺ τρομερὸ γιὰ τοὺς ἐχθρούς μας·
σπαθὶ κι ἐσὺ ἀρωγὸ γιὰ τοὺς δικούς μας·
σπαθί, ποὺ τὴν καρδιὰ δὲν κόβεις μόνον·
σπαθί, τὸ δίστομο τῆς Ρώμης ξίφος·
σπαθί, τοῦ κράτους τὰ δεινὰ ποὺ κόβεις.

~•~

(περισσότερα…)