*
ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Οι ελέφαντες τούς αγαπούν τους ευκαλύπτους.
Αφού πρώτα συλλέξουν με την προβοσκίδα τους
από τα χαμηλά κλαδιά τα φύλλα,
ύστερα μ’ όλο τους το βάρος
πέφτουν επάνω στον κορμό
και αποτρών το δέντρο αφού το ρίξουν καταγής.
Όταν δεν μείνει άλλο όρθιο γύρω
η αγέλη πλέον τραβάει αλλού,
προς νέους ευκαλύπτους.
Η μνήμη ωστόσο (ελέφαντα…)
χαρτογραφεί τον τόπο.
Σε καμιά εικοσαριά χρόνια
όταν από τους σκόρπιους σπόρους
το άλσος θα έχει εκ νέου φυτρώσει,
η αγέλη θα επιστρέψει
και το μοτέρ της αποψίλωσης θα ξαναπάρει εμπρός.
Ζω πάει να πει σκοτώνω διαρκώς.
Όλοι σκοτώνουν για να ζήσουν,
τσαλαπατούν, ξηλώνουν, κατακρεουργούν
χορτάρια, θάμνους, δάση ολόκληρα,
ζώα εκτροφής, θηράματα, κοπάδια,
κήπος χωρίς ζιζάνια δεν υπάρχει,
το δέντρο με τις ρίζες του πνίγει τα διπλανά του,
ακόμη κι ο συλλέκτης των καρπών
την Eποχή του Λίθου
ήταν προ πάντων κυνηγός,
η αμιγής φρουτοφαγία είναι αδύνατη,
άσε που κάθε σύκο ή μούσμουλο
είν’ από μόνο του ολόκληρο οικοσύστημα
– προνύμφες, έντομα, μικροοργανισμοί,
κάθε μπουκιά ολοκαύτωμα στα οξέα του στομάχου.
Όσο για τον βεγκανισμό, τι απάτη!
Του αρότρου πάντοτε έπεται η σφαγή,
κάθε ξεχέρσωμα είναι και μια γενοκτονία,
οι καλλιέργειες μετριούνται σ’ εκατόμβες –
«Για ν’ ανοιχτεί ένας λάκκος, πόσα κρίνα
γύρω ξεριζωτά και πατημένα…» (Παλαμάς)
Οι άνθρωποι ωστόσο είν’ ευσυγκίνητοι
κι είναι κι οκνοί κι υποκριτές και τόσα ακόμη,
μιλούν για τη ζωή όπως τους βολεύει,
όταν τους πάνε όλα δεξιά
την επαινούν σαν έκπαγλο ιδανικό,
κι όταν ζορίζονται της κάνουν κριτική,
ότι επιδέχεται τάχα βελτίωση
κι αυτή καθυστερεί άνευ λόγου,
την καταριούνται ή την υμνολογούν,
την ιστορούν σε ξόανα ή βιβλία σοφά,
μα δεν τολμούν καν να προφέρουν τ’ όνομά της.
18.6.2023
~.~
ΡΟΥΧΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΑΛΙΑ
Δεν μου αρέσουν τα καινούργια ρούχα.
Τα νιώθω πάνω μου όπως ο Ρυμπαμπρέ
εκείνη τη βραδιά στην Όπερα *
όταν στην τρίχα έφτασε ντυμένος
έχοντας καταξοδευτεί
και βρήκε χλεύη αντί γι’ αποδοχή
κι όλοι καγχάσαν με τον νεοπλουτισμό του.
Μου αρέσει ό,τι παλιό, φθαρμένο, ό,τι έχει φορεθεί,
ό,τι χρωστάει σε μένα μόνο την οσμή του.
Με νοσταλγία θυμάμαι ρούχα μου παλιά,
ένα του προηγούμενου αιώνα τζην κυπαρισσί,
ένα μωβ φούτερ με τον Κόρτο στάμπα,
εκείνα τ’ απαλά μελιά μου σνικεράκια,
το άσπρο μακό που αγόρασα στο ΜΕΤ –
όλα τους λειώσαν πάνω μου γλυκά…
Κι εκείνο ακόμη το πουκάμισο το παρδαλό
που μ’ έκανε να μοιάζω αστείος,
κι εκείνο ακόμα το αναπολώ –
ήταν φρικτό, μα ήταν δικό μου.
Με αντιπάθεια κοιτάζω τα καινούργια ρούχα,
εκείνα που μου χάρισαν χωρίς να τα ζητήσω,
ιδίως αυτά, δώρα κι εκπλήξεις τα μισώ,
δώδεκα χρόνια έχω στο κουτί
κάτι μπότες φιρμάτες, μα όταν βρέχει
βγάζω και βάζω τις ξεσολιασμένες.
Το ρούχο το παλιό σου το φοράς,
το νέο ρούχο σε φοράει αυτό –
σε σφετερίζεται, σε μασκαρεύει,
μεταποιείσαι σε ντεκόρ,
γίνεσαι ένα πράγμα σαν κρεμάστρα για επιδείξεις.
Πλην όμως τέλειες κρεμάστρες είναι οι σταρ –
α, έχω για κείνες μέγα θαυμασμό!
Σε δεξιώσεις, σε πρεμιέρες, στο πλατώ,
ποτέ τους δεν φοράνε φόρεμα ίδιο.
Κι ευτυχώς! Είναι κατόρθωμα μοναδικό
κάθε βραδιά να γίνεσαι άλλος –
ποιος έχει ανάγκη ακόμη μια
κοινή γυναίκα με σπυράκια ή στρες,
που τρώει τα νύχια της ενδεχομένως, ή φοβάται
με φως σβηστό να κοιμηθεί,
ποιος τα ζητάει στα σοβαρά όλ’ αυτά,
πεσμένα στήθη, πόδια αξύριστα, ραγάδες;
Τον ρόλο όλοι ζητούν να δουν,
αυτό είν’ που δεν γερνάει,
μια τουαλέττα με φρου φρου και στρας –συν μακιγιάζ–,
ό,τι πιο Άφθαρτο έχουμε εν Ιστορία ποιήσει.
Εγώ ωστόσο αδιαφορώ
για κάθε είδους αφθαρσία πλέον,
μόνη μου έγνοια του λοιπού είναι να μένω ίδιος.
Τα νέα τα ρούχα αφήνω αφόρετα λοιπόν
και τα παλιά τα ρούχα βάζω.
Κι αν παρ’ ελπίδα –χτύπα ξύλο!– μου είν’ γραφτό
στας Αιωνίους τας Μονάς ν’ αναστηθώ,
θα με παρηγορούσε κάπως αν κι αυτά
στον κόπο μπαίνανε ν’ αναστηθούν μαζί μου.
18.6.2023
* Bλ. Illusions perdues.
~.~
ΠΕΡΙ ΑΛΗΘΕΙΑΣ
Όσο περνάει ο καιρός, τόσο λιγότερα καταλαβαίνω.
Μη βλέπετε ότι διαρκώς μιλώ και ότι έχω γνώμη για όλα –
τόση προετοιμασία, τόση πείρα κάπου
πρέπει κι αυτή να βρει τον τρόπο να ξεσπάσει.
Στο κάτω κάτω έχω διαβάσει
τόσα πολλά εμβριθή βιβλία κι εγχειρίδια
που έχω κερδίσει το δικαίωμα νομίζω
να αποφαίνομαι περί παντός
εν πλήρει ανέσει και αληθοφανώς –
διότι αυτό είναι που μετράει εδώ,
η αληθοφάνεια και όχι –προς θεού!– η αλήθεια.
Είναι φρικτή η αλήθεια, το ’ξερε ο Μπαλζάκ,
είναι στριμμένη, απίθανη, απρόσμενη εντελώς.
«Κοίτα, αναγνώστη μου, δεν θα σ’ την φανερώσω
γιατί είναι τόσο απίστευτη που θα νομίσεις
ότι σου κάνω πλάκα·
για το δικό σου το καλό, δεν θα τη μάθεις.»
Ο Ονορέ λέει πως την ήξερε την κυρ’-Αλήθεια,
το λέει στις Κουρτιζάνες, και πως μας την έκρυβε.
Με μένα είναι απλούστερα τα πράγματα,
ορθά κοφτά: δεν έχω ιδέα. Κι είναι γι’ αυτό
που σας μιλώ για Εκείνην
με τόση ζέση, τόσο ενθουσιασμό.
Με όσα μας λείπουν προπαντός δεν παθιαζόμαστε;
Δεν μας στοιχειώνει πιο πολύ,
δεν μας οργώνει το μυαλό διαρκώς
αυτό πού ’χουμε στερηθεί;
Πόσο θα κράταγε του Δάντη ο νταλκάς
αν –συμφορά για τον Πολιτισμό!–
τον είχε ανταγαπήσει η Βεατρίκη;
Διανοείται άνθρωπος κανείς τη Λάουρα
σύζυγο διά βίου του Πετράρχη,
την Ελοΐζα ν’ ανατρέφει
του Αβελάρδου τα κουτσούβελα,
Αδριανό και Αντίνοο ν’ αλλάζουν βέρες σ’ ένα δημαρχείο;
Για πόσο θ’ άντεχε η Αλήθεια τους υπό τις νέες συνθήκες;
Όχι, μην εμπιστεύεστε ποτέ τους Αληθούχους,
αυτούς που ’χουν τη Veritas στο πορτοφόλι.
Ουχί οι γνώστες οι περιφανείς,
μονάχα εμείς, οι Αδαείς,
όσοι τη βλέπουμε από απόσταση ικανή,
είμαστε αρμόδιοι να πούμε πόσο αξίζει.
20.6.2023
~.~
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ
Για κάθε πρόβλημα υπάρχει λύση.
Ακούω τη φράση και με πιάνουν γέλια.
Ο Λεωνίδας, η Υπατία, ο Μακμπέθ,
ο Βέρθερος, η Άννα Φρανκ, ο Αλλιέντε,
τόσοι και τόσοι και να μην το ξέρουν
πως για τα βάσανά τους, ναι, υπήρχε λύση –
ότι υπέφεραν μόνο και μόνο
γιατί δεν έστυψαν τον νου τους να τη βρουν!
Εξυπακούεται ότι ισχύει το ανάποδο –
αν εξαιρέσεις κάτι ματαιόσπουδα
θεωρήματα αλγεβριστικά ή κάτι
δόγματα παλαβά της Εκκλησίας
που μοιάζουν με σταυρόλεξα ή σουντόκου
κατάλληλα για να περνάει η ώρα,
απ’ τα προβλήματα τα όντως άξια λόγου,
κανείς δεν έλυσε ποτέ στην πράξη
ούτ’ ένα. Κι όσο για τις δήθεν λύσεις
που μας προτείνονται, όχι σπανίως
γεννούν ισόποσους ή χείρονες μπελάδες
όπως γεννάμε όλοι απογόνους
προορισμένους για να ξαναζήσουν
σ’ άλλη μορφή τα ίδια και τα ίδια.
Τα κοιμητήρια είναι γεμάτα Λύτες,
η Ιστορία είναι κατάσπαρτη πατέντες,
απ’ άκρη σ’ άκρη του το σύμπαν βρίθει
από ερείπια ήλιων και γαλαξιών
που έμοιαζε πως θ’ αστράφτουν αιωνίως
προτού στο τέλος καταντήσουν σκόνη.
Η αισιοδοξία είναι απλώς μια ορμόνη,
μια ντόπα βιολογική που ενώ αφαιρεί
–έλεγχο, ρεαλισμό, αυτογνωσία–
εσύ νομίζεις ότι σου προσθέτει.
Όπως περίπου μέσα στο λαγούμι
στους τυφλοπόντικες η ανορασία,
έχει έναν σκοπό: να κρύψει, όχι να δείξει –
όταν μια μαύρη τρύπα είναι το σπίτι σου
τα μάτια περιττεύουν. Μ’ άλλα λόγια:
αυτό το πράγμα που ονομάζουμε ζωή
δεν αστειεύεται. Της χρησιμεύουμε, γι’ αυτό
μας κανακεύει για ένα διάστημα. Με μας
τρίβει τα δόντια της για να ’ναι κοφτερά,
κάνει πως νοιάζεται, αλλά μας αγαπάει
όσο αγαπάει κανείς την οδοντόβουρτσά του.
22.6.2023
ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ
Έλεγοι από τη Ρεματιά. Κατάλογοι και Παρλάτες (Ι-ΙV)
~
.
~
