«Μουνούχους και καθάρματα βγάζουμε να μας κυβερνούν»

*

Πρόγευση από την αποψινή «Νύχτα του Ιουλίου» και την εκδήλωσή μας για τον Έζρα Παάουντ στο Θέατρο Κυδωνία (Υψηλαντών 12, Χανιά, στις 9.00 μ.μ.). Με αφετηρία τους το πρόσφατο έβδομο τεύχος του ΝΠ το αφιερωμένο στον Αμερικανό ποιητή, απ’ όπου και το απόσπασμα, συζητούν ο Ηλίας Μαλεβίτης και ο Κώστας Κουτσουρέλης. Κείμενα του Πάουντ ερμηνεύουν ηθοποιοί του θεάτρου.

~ . ~

Καταπώς ο Σαρλώ στην περίφημη ταινία του, ο Έζρα Πάουντ στο Hugh Selwyn Mauberley μυκτηρίζει τους “μοντέρνους καιρούς”. Βρισκόμαστε στα 1920, επαύριο του Μεγάλου Πολέμου, και το κατηγορητήριο του ποιητή περιλαμβάνει περίπου τα πάντα: το χρησιμοθηρικό πνεύμα της εποχής, την αγοραία της κουλτούρα, την πολιτική υποκρισία που οδήγησε την Ευρώπη στην πρωτοφανή αλληλοσφαγή.

Μυριάδες πέσαν, χάθηκαν,
κι άριστοι ανάμεσά τους,
για έναν γεροξεκούτη σκύλο ξεδοντιάρη,
για έναν κουρελή πολιτισμό

Ας ανεμίζει σημαία του την ισονομία και την ψήφο, ας καμαρώνει για την ελευθεροστομία και την ελευθεροτυπία του, αυτός ο πολιτισμός απαξιώνει ό,τι το άξιο και βεβηλώνει ό,τι το ιερό.

Του Φαύνου την σαρκώδη ορμή,
του Αγίου τ’ όραμα; Όχι εμείς!
Όστια τον Τύπο λάβαμε·
την ψήφο αντί περιτομής.

Άπαντες ίσοι, νομικώς,
χωρίς Πεισίστρατο οπωσούν,
μουνούχους και καθάρματα
βγάζουμε να μας κυβερνούν.

Ευτελίζει όχι μόνο την ιδέα της πατρίδας, αλλά την ίδια την έννοια της θυσίας:

κάποιοι έπεσαν, pro patria,
non «dulce» non «et decor»…
πορεύτηκαν στην κόλαση χωσμένοι ώσμε τα μάτια
τα παραμύθια, στην αρχή, χάβοντας των γερόντων,
γύρισαν στην πατρίδα, γύρισαν σ’ ένα ψέμα,
γύρισαν στις απάτες τις πολλές,
γύρισαν στα παμπάλαια ψεύδη, στις νέες ντροπές·
στους προαιώνιους κοιλαράδες τοκογλύφους,
στους παπατζήδες των δημόσιων θώκων.

Ο κόσμος που περιγράφει ο Πάουντ είναι αυτός της πτώσης, ο ξεπεσμός στα μάτια του είναι ασυγκράτητος. Δείκτης του συγκριτικός, η ελληνική αρχαιότητα. Απέναντί της το παρόν μόνο πόζες παρακμιακές έχει να αντιτάξει.

Τέιον ροδόχρουν κλπ., το ένδυμα ασορτί
τη μουσελίνα εκτόπισε της Κω,
πλέον μια πιανόλα “αναπληροί”
τη βάρβιτο που είχε η Σαπφώ.

Αλλά και η κληροδοσία του χριστιανικού Μεσαίωνα συμπαρασύρεται στη φθορά.

Μετά τη Σαμοθράκη φθίνει ώς και
των Χριστιανών η ομορφιά·
το ΚΑΛΛΟΣ το κρεμάσαμε
στην κρεαταγορά.

Στις εμποροκρατούμενες λεωφόρους των σύγχρονων πόλεων, οι τέχνες, ιδίως εκείνη που ύμνησε η ποιήτρια της Λέσβου, δεν έχουν θέση:

έξω από κείνη την πολύβουη αρτηρία
των εσωβράκων οι πωλήσεις
έχουν καιρό πια τώρα υποσκελίσει
τα ρόδα από την Πιερία.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ

*

 

   

*