Παναγιώτης Κονδύλης, [Ιστορικού εγκώμιον]

*

Σήμερα συμπληρώνονται ακριβώς 25 χρόνια από την 11η Ιουλίου 1998, την ημέρα του θανάτου του Παναγιώτη Κονδύλη. Το άρθρο αυτό είναι το τελευταίο ελληνικό κείμενό του που είδε το φως της δημοσιότητας όσο εκείνος ήταν ακόμη εν ζωή. Δημοσιεύθηκε στό Βήμα της 19ης Απριλίου 1998 στο αφιέρωμα της εφημερίδας στον ιστορικό Φίλιππο Ηλιού υπό τον γενικό επίτιτλο «Το ελληνικό βιβλίο τον 19ο αιώνα». Στο μέτρο που φωτίζει τον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας έβλεπε το έργο και την αποστολή του ιστορικού, το εγκώμιό του αυτό προς τον επιφανή συνάδελφο είναι συνάμα και ένα κείμενο βαθύτατα προσωπικό, όπου ο εγκωμιαστής μιλώντας για τα επιτεύγματα του εγκωμιαζόμενου εκθέτει συνάμα και την εντελώς προσωπική ερευνητική του και ηθική του αυτοκατανόηση. Αξιοσημείωτες, δυστυχώς και άκρως επίκαιρες, είναι τέλος οι δυσοίωνες διαπιστώσεις του Κονδύλη για το παρόν και το μέλλον της ελληνικής εθνικής παιδείας και γενικά του ελληνικού έθνους. – ΚΚ

~.~

Παρατηρώντας τα συμβαίνοντα στον ελληνικό χώρο τις τελευταίες δεκαετίες αισθάνεται κανείς συχνά την ανάγκη να αναφωνήσει, μαζί με τον Γιουβενάλη: Είναι δύσκολο να μη γράψεις σάτιρα. Ακριβώς γι’ αυτό η χαρά γίνεται διπλή και πολλαπλή όταν μια εξαιρετική επίδοση σε υποχρεώνει να ξεχάσεις τη σάτιρα και να ανασύρεις από τη μακρά αχρησία τις εμφατικότερες λέξεις του ελληνικού λεξιλογίου για να συνθέσεις ένα εγκώμιο. Η εξαιρετική αυτή επίδοση οφείλεται στην ανεξάντλητη πολυμάθεια, στον άψογο ερευνητικό εξοπλισμό αλλά και στην πολύχρονη προσωπική αυταπάρνηση του Φίλιππου Ηλιού (όσοι του παραστάθηκαν αναφέρονται από τον ίδιον· όσοι δεν του παραστάθηκαν, μολονότι είχαν την οικονομική, τη θεσμική ή την πολιτική δυνατότητα να το κάμουν, θα πρέπει να ντρέπονται). Τιτλοφορείται «Ελληνική Βιβλιογραφία του 19ου αιώνα» και ο πρώτος τόμος της, που περιλαμβάνει όσα βιβλία και φυλλάδια κυκλοφόρησαν από το 1801 ως το 1818, κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 1997. Ήδη η επιβλητική εμφάνιση και η τυπογραφική τελειότητα του τόμου αυτού, η οποία δεν τέρπει απλώς τον καλαίσθητο αλλά και ικανοποιεί την απαίτηση του ειδικού για όλο και λεπτότερους εμπράγματους διαφορισμούς, δείχνουν ότι εδώ έχουμε μπροστά μας ένα εγχείρημα σχεδιασμένο έτσι ώστε να αποτελέσει ένα κτήμα εσαεί, ένα ορόσημο στην ιστορία των εθνικών μας γραμμάτων. Ίσως τέτοιες αξιώσεις να προκαλούσαν δυσπιστία αν προβάλλονταν από κάποιον άλλον. Αλλά όταν τις προβάλλει ο Φίλιππος Ηλιού, τότε τα πράγματα αλλάζουν ριζικά.

Στο τωρινό μνημειώδες έργο του εκβάλλει ένας μόχθος πολλών δεκαετιών, όχι ο μόχθος του στεγνού φιλολόγου, αλλά εκείνος του ιστορικού, ο οποίος αγκαλιάζει με την πλατιά εποπτεία του μιαν εποχή διαστρωματωμένη κατά τις ποικίλες εμφανίσεις της, όντας έτσι σε θέση να χρησιμοποιήσει για τους συνθετικούς σκοπούς του τα εργαλεία και τα πορίσματα κλάδων συγγενών αλλά στενότερων. Σχετικά λίγοι, ακόμη και μεταξύ των παροικούντων τη Σιών της ελληνικής ιστορικής επιστήμης, έχουν πλήρη εικόνα της συνολικής προσφοράς του Φιλίππου Ηλιού όχι μόνο στην έρευνα του νεοελληνικού 18ου-19ου αι. αλλά και σε μια σειρά γενικότερα προβλήματα της νεοελληνικής κοινωνίας και ιδεολογίας. Γιατί η προσφορά αυτή έχει κατακερματισθεί σε ένα πλήθος δημοσιευμάτων σκορπισμένων σε ισάριθμα σχεδόν έντυπα, χωρίς ποτέ να συγκεντρωθεί σε μερικούς τόμους, ταξινομημένη κατά θέματα. Τούτος ο καταμερισμός δεν ήταν μοιραίο αποτέλεσμα της έλλειψης μιας μακράς συνθετικής πνοής. Αντίθετα, προέκυπτε από μιαν αυστηρή επιστημονική συνείδηση η οποία επέτασσε να αποτελεί το κάθε δημοσίευμα μια νέα συμβολή στις γνώσεις μας, όχι αναμάσημα πραγμάτων ήδη ειπωμένων ούτε συρραφή τέτοιων αναμασημάτων υπό την μορφή ψευδοσυνθέσεων. Αφήνοντάς τα αυτά να τα κάμουν άλλοι, ο Φίλιππος Ηλιού έφερε στο φως άγνωστα υλικά και λανθάνουσες συνυφάνσεις προσώπων και πραγμάτων, διευκρίνισε πτυχές και έσυρε κρίσιμες γραμμές ­ από τα συχωροχάρτια στην εποχή της Τουρκοκρατίας ίσαμε τον κοραϊσμό και τις ιδεολογικές χρήσεις του και από εκεί πάλι ίσαμε τα καθέκαστα της ελληνικής μαρξιστικής κοινωνιολογίας στον αιώνα μας.

Χωρίς αμφιβολία, η συγκέντρωση του πολυσχιδούς αυτού συγγραφικού έργου θα καταστήσει ορατή μιαν από τις κορυφαίες επιτεύξεις της ελληνικής ιστορικής έρευνας. Το κυριότερο εμπόδιο στη συγκέντρωση αυτή φαίνεται να είναι πάντοτε η ανεμελιά απέναντι στον εαυτό του, η οποία ως αναγκαίο και χαριτωμένο κακό συνοδεύει την αιώνια νεανικότητα του Φιλίππου Ηλιού. Ίσως πάλι να κρατά ο ίδιος τη βιβλιογράφηση και παρουσίαση της δικής του δουλειάς για αργότερα, πιστεύοντας ότι δεν είναι ακόμη αρκετά ώριμος προκειμένου να καταπιαστεί με τον Φίλιππο Ηλιού!

Ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε τούτο το πλούσιο ιστοριοδιφικό έργο και στη μνημειώδη «Ελληνική Βιβλιογραφία του 19ου αιώνα» είναι ο εξής: σε μια μακρά σειρά δημοσιευμάτων, τα οποία αναχωνεύονται και εμπλουτίζονται τόσο με λεπτομέρειες όσο και με γενικεύσεις, στη στοχαστική εισαγωγή του τόμου, ο Φίλιππος Ηλιού τοποθέτησε τη βιβλιογραφία, ως ειδικό επιστημονικό κλάδο, μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο μιας κοινωνικής ιστορίας του βιβλίου, εντασσόμενης με τη σειρά της στην ακόμη ευρύτερη κοινωνική ιστορία. Στη συμβατική βιβλιογραφία το βιβλίο είναι ένα ξεκομμένο τυπογραφικό γεγονός, αν επιτρέπεται η έκφραση· στη βιβλιογραφία ως κοινωνική ιστορία του βιβλίου, το βιβλίο συνιστά ένα δείκτη διαθέσεων και τάσεων, ρευμάτων που διαδίδονται σε ορισμένους χώρους. Τη γέφυρα ανάμεσα στο βιβλίο ως τυπογραφικό γεγονός και στο βιβλίο ως τέτοιο δείκτη ο Φίλιππος Ηλιού την έστησε παρακολουθώντας τους καταλόγους των συνδρομητών αλλά και τους τόπους προνομιακής εκδίπλωσης της εκδοτικής δραστηριότητας γενικότερα. Γεωγραφία του βιβλίου και κοινωνιολογία του βιβλίου συνδέονται στενά και αλληλοπαρακολουθούνται, συνιστούν τις μεγάλες παραμέτρους οι οποίες καθορίζουν μεγέθη από πρώτη όψη καθαρώς τεχνικά, όπως η μορφολογία και το σχήμα του βιβλίου: η σμίκρυνση του σχήματος, η πύκνωση των φυλλαδίων προδίδουν μεγαλύτερη ευελιξία και ευκινησία ως προς τη διάδοση των γραπτών μηνυμάτων σε ολοένα ευρύτερους κύκλους. Από εδώ περνάμε εύλογα στο κρίσιμο ζήτημα της σύνθεσης του αναγνωστικού κοινού, στη διαμόρφωση νέων ομάδων, οι οποίες ήδη αισθάνονται την αναγνωστική δραστηριότητά τους ως συμμετοχή σε ιδεολογικά και κοινωνικά δρώμενα. Ακόμη πιο έντονη κοινωνική και ιδεολογική συνείδηση αναπτύσσουν βεβαίως οι άμεσοι δημιουργοί του βιβλίου: οι συγγραφείς, οι μεταφραστές, εν μέρει και οι τυπογράφοι. Και οι ζυμώσεις από αυτή την πλευρά, τη νεωτεριστική, υποκινούν ζυμώσεις από την πλευρά της συντήρησης, κυρίως της εκκλησιαστικής, η οποία υποχρεώνεται να καταφύγει στα νέα μέσα προκειμένου να καταπολεμήσει τις νέες τάσεις. Αυτή, σε πολύ χονδρικές γραμμές, είναι η γενική εικόνα της περιόδου 1801-1820.

Θέτοντας τη βιβλιογραφία σε νέα ιστορική και μεθοδολογική βάση, ο Φίλιππος Ηλιού δεν ακύρωσε ούτε αγνόησε την παλαιότερη βιβλιογραφική εργασία αλλά τη διεύρυνε και την ολοκλήρωσε. Τοποθετεί συνειδητά την προσπάθειά του στη συνέχεια δύο μεγάλων αλλά ατελών εγχειρημάτων: της καταγραφής του Emile Legrand για την περίοδο 1453-1800 και εκείνης των Δ. Γκίνη-Β. Μέξα για την περίοδο 1800-1863. Και στις δύο είχε στο παρελθόν κάμει ο ίδιος σημαντικές προσθήκες ­ μάλιστα οι προσθήκες του στη βιβλιογραφία του Legrand πήραν την έκταση ενός ογκώδους αυτοτελούς τόμου που δημοσιεύθηκε ήδη το 1975, ενώ οι προεργασίες του για τη συμπλήρωση της δεύτερης άρχισαν από το 1976 με ένα δημοσίευμα στο περιοδικό Ερανιστής (τ. ΙΔ’). Μολονότι, όπως είπαμε, η συμβολή του στους τομείς αυτούς ξεπερνά κατά πολύ το επίπεδο και τα όρια προσθηκών, προχωρώντας σε μια ουσιωδώς νέα σύλληψη της βιβλιογραφικής εργασίας, ωστόσο θα πρέπει να επισημανθεί εδώ μια συγγένειά του με τους προδρόμους του, στους οποίους, τουλάχιστον ως προς το σημείο αυτό, θα πρέπει να συγκαταλεγεί και ο αείμνηστος Κ. Θ. Δημαράς. Εννοώ το ήθος, την απαντοχή, τη βαθύτερη αυτοπεποίθηση του χαλκέντερου λογίου, ο οποίος χάνεται στο παρελθόν όχι γιατί ξεχνά το παρόν αλλά όπως εξαφανίζεται ο άτρομος σκαπανέας στο σκοτεινό ορυχείο: για να φέρει στο φως πολύτιμο μετάλλευμα. Πολλά σημάδια δείχνουν ότι αυτός ο ανθρώπινος τύπος, μαζί με το ήθος που ενσάρκωνε, εκλείπει όλο και περισσότερο. Όλο και λιγότεροι βρίσκουν το εσώτερο σθένος και την εσωτερική αυτάρκεια που απαιτούν οι σιωπηρές και άχαρες εργασίες, μακριά από κραυγαλέους διανοουμενισμούς και τηλεοπτικούς ή δημοσιογραφικούς ακκισμούς. Και όμως αυτοί θεμελιώνουν σήμερα, για να πατήσουν αύριο άλλοι πάνω σε στέρεο έδαφος ­ αυτοί, κι όχι όποιος, στο όνομα της πάλης και του «σχολαστικισμού», δεν ασχολείται παρά με ξώπετσες μόδες που εκτρέφει η πνευματική νωθρότητα ή όποιος μετατρέπει λογοτεχνική αδεία τα ασήμαντα προσωπικά του βιώματα σε κοσμογονικά συμβάντα και τα εκποιεί στην αγορά. Με τη δουλειά του ο Φίλιππος Ηλιού μάς δείχνει ότι ο χαλκέντερος και ο «σχολαστικός» δεν είναι υποχρεωτικά ο αντίποδας του καινοτόμου και του θεμελιωτή, ότι δεν κατέχει παρακατιανή θέση στον καταμερισμό της πνευματικής εργασίας. Και τούτη η έμμεση προτροπή για αυστηρή και πειθαρχημένη επιστημονική εργασία διόλου δεν αποτελεί το λιγότερο σημαντικό μήνυμα από όσα εκπέμπει ο κρινόμενος τόμος.

Μολονότι δεν γράφουμε σάτιρα αλλά εγκώμιο, κάτι από τη μελαγχολία της σάτιρας παραμένει. Ένα έργο γίνεται ορόσημο, όπως ορθά λέει η γλώσσα, ακριβώς γιατί μας επιτρέπει να επισκοπήσουμε καθολικότερα και καθαρότερα ό,τι βρίσκεται πριν από αυτό, όπως θα επιτρέψει και στους κατοπινούς να αξιολογήσουν ό,τι θα το διαδεχθεί. Το γεγονός ότι μόλις στις παραμονές του 21ου αι. η χώρα μας αποκτά αρχίζει να αποκτά μάλλον ­ μια πλήρη και συστηματική βιβλιογραφία του 19ου αι. μάς θυμίζει συμβολικά και οδυνηρά ότι η γενικότερη πνευματική μας ζωή κινείται με καθυστέρηση ενός αιώνα, έχει δηλαδή να εξοφλήσει χρέη πολύ παλαιότερα ­ εννοώ χρέη σε εργασία υποδομής, η οποία θα αποσκοπούσε κατ’ αρχήν σε μια κριτική καταγραφή της νεοελληνικής πνευματικής παραγωγής. Δεν είμαι σίγουρος ότι αυτό είναι πια δυνατόν στην έκταση και στην πληρότητα που απαιτεί κάθε σοβαρή πνευματική προσπάθεια. Με άλλα λόγια, δεν ξέρουμε με απόλυτη βεβαιότητα αν ένα μνημειώδες εγχείρημα, όπως αυτό του Φιλίππου Ηλιού, αποτελεί στη σημερινή συγκυρία μοχλό για τη μακροπρόθεσμη αναγέννηση μιας εθνικής παιδείας, υπό την ευρύτερη έννοια του όρου, ή συνιστά μάλλον μια μεγαλοπρεπή επιτύμβια πλάκα για ένα έθνος ήδη ουσιαστικά νεκρό από ιστορική άποψη. Ο καθένας μας βεβαίως θα ευχόταν να συμβαίνει το πρώτο. Κατά πόσο η ευχή και η ελπίδα έχουν ακόμη περιθώρια θα μας το δείξουν στο μέλλον ο τρόπος και ο βαθμός της αξιοποίησης της «Ελληνικής Βιβλιογραφίας του 19ου αιώνα» εκ μέρους νεότερων ερευνητών, διατεθειμένων να επενδύσουν στη δουλειά τους όσα επένδυσε σε αυτήν ο Φίλιππος Ηλιού.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ

(