«Η μοναδική λέξη που ξεστόμισε ο Πάουντ»

*

Γεύση μικρή από την εν προόδω έρευνα του Ηλία Μαλεβίτη για την επίσκεψη του Πάουντ στην Ελλάδα το 1965, το εκτενές πρώτο μέρος της οποίας δημοσιεύθηκε στο ΝΠ7 που μόλις κυκλοφορήθηκε, στο πλαίσιο του Αφιερώματος στον Αμερικανό ποιητή. Ο συγγραφέας και ο Κώστας Κουτσουρέλης συζητούν για τον Πάουντ μεθαύριο βράδυ στις 9.00, στις εφετινές Νύχτες του Ιουλίου που φιλοξενούνται όπως πάντα στο Θέατρο Κυδωνία των Χανίων, Υψηλαντών 12.

*

«Στα 1933, ο Σεφέρης ήταν κάπως σοφότερος…
“Μη ρίχνετε την καρδιά σας στα σκυλιά.||
Μη ρίχνετε την καρδιά σας στα σκυλιά”.
Μόνο πως αγαπούσε τα σκυλιά.
Ενώ ο Pound που δεν τ’ αγαπούσε,
“ὡραῖα τωόντι πρόκοψε”».
Γ. Π. Σαββίδης, «Μια περιδιάβαση», Για τον Σεφέρη

Σε μια από τις παιγνιώδεις συζητήσεις που κάναμε για τον Σεφέρη, μου είχε πει ο φίλος Ηλίας Λάγιος πως, όταν είχε έρθει στην Αθήνα ο Έζρα Πάουντ, και δεν έβγαζε μιλιά, δεν άνοιξε το στόμα του παρά μονάχα μια φορά, για να διορθώσει ένα υποτιθέμενο λάθος του Σεφέρη σχετικά με το όνομα της ράτσας ενός σκύλου. Συγκράτησα αυτή την ανεκδοτολογική κουβέντα, δεν ρώτησα όμως από πού την είχε ακούσει.

Έτσι κι αλλιώς η σιωπή η απροσπέλαστη που είχε θεληματικά επιβάλλει αυτός ο άνθρωπος στον εαυτό του με είχε κι εμένα σαγηνέψει. Εκείνη την περίοδο πάνω-κάτω (Αύγουστος του ’87), διάβασα και το δοκίμιο του Λορεντζάτου για τον Πάουντ που μόλις είχε κυκλοφορήσει. Αργότερα βέβαια βρήκα και το άρθρο του Σαββίδη για εκείνη τη συνάντηση (Νοέμβριος του ’72), η δε πρόσφατη έκδοση και του τελευταίου τόμου (Μέρες Η΄) των ημερολογιακών καταγραφών του Σεφέρη συμπλήρωσε το πλήρες φάσμα των ελληνικών πηγών για εκείνη τη συνάντηση. Εκεί λοιπόν μαθαίνουμε πως ο Σεφέρης πήγε ο ίδιος στο ξενοδοχείο όπου διέμενε Ο Πάουντ με την Ρατζ, την Παρασκευή 5 Νοέμβρη, και τους μετέφερε στο σπίτι του στην οδό Άγρας για πρόγευμα. Διαβάζουμε:

«Πρόγευμα με τον Ezra Pound και την Olga Rudge, εδώ. Του τηλεφώνησα την περασμένη Τετάρτη πρωί· πήγα και τους πήρα από το ξενοδοχείο Πλάκα όπου μένουν κατά τη 1½. Φύγαν κατά τις τέσσερις. Όμορφη λιόλουστη μέρα.

Στο ξενοδοχείο κατέβηκε με τα πόδια από το πάτωμά του. Πρώτη φορά που τον αντίκριζα από κοντά· τον αγκάλιασα· πολύ θερμός. Αλλά συμβαίνει τούτο το εκπληκτικό· δε λέει λέξη. Όχι πως δε θέλει να μιλήσει, απεναντίας πολύ συχνά βλέπεις την προσπάθεια να ζωγραφίζεται στο συγκλονιστικά εκφραστικό πρόσωπό του. Αλλά είναι σα να πέφτει απάνω του ένα δίχτυ που τον σταματά. Ωστόσο η O. R. μου λέει ότι μιλά πολύ εύκολα από χειρόγραφο, δημόσια. Η ίδια μου λέει ότι σήμερα ήταν από τις πιο σιωπηλές μέρες του και ότι του συμβαίνει αυτό, όταν είναι πολύ συγκινημένος.

Είναι ευκίνητος ανέβηκε τη σκάλα του σπιτιού μου με πολλή ευκολία. Αύριο πάνε στους Δελφούς και όταν φύγαν από το σπίτι θέλησαν να πάνε στη biennale της γλυπτικής στο Φιλόπαππο. Τον πήγαν οι Σαββίδη. Πάτησε τα ογδόντα του […] Αυτή η άναρθρη συνομιλία ήταν από τα συγκινητικά πράγματα που έζησα. Ενώ δεν είπε σχεδόν τίποτε, έφυγε αφήνοντας ένα κενό. «Sibylwise» (Personae, «Scriptor Ignotus»)».

Και συνεχίζει ο Σεφέρης, στην τελευταία του καταγραφή για την αναχώρηση του ζεύγους Πάουντ-Ρατζ, την Πέμπτη, 11 Νοέμβρη:

«Ευτυχώς όλες αυτές τις μέρες που πέρασαν κρατήσαμε κάποιαν επαφή μαζί τους, με το τηλέφωνο ή δια του Ζήσιμου. Όταν γύρισαν την Παρασκευή από την έκθεση της γλυπτικής του Φιλοπάππου ― έπεσε στο κρεβάτι με 38½ πυρετό. Ο Ζήσιμος που έτυχε εκεί φρόντισε να τους βρει γιατρό».

Πριν ξεκινήσει το ζεύγος των φιλοξενουμένων να πάρει τον δρόμο για την έκθεση στου Φιλοπάππου, ο Σεφέρης –πιθανότατα παρακινημένος και από την αναμενόμενη επίσκεψή τους στους Δελφούς– πρόσφερε στον Πάουντ ενθύμιο δώρο ένα βιβλίο του στα αγγλικά: το κείμενό του για τους Δελφούς, που είχε πρόσφατα κυκλοφορήσει, με την ακόλουθη αφιέρωση: «For Ezra Pound with my devotion George Seferis. Athens 5.10.65».

[Μόλις και μετά βίας συγκρατώ ένα ειρωνικό χαμόγελο εδώ, καθώς ο δαίμων της ανακρίβειας και της παραπλάνησης παραποιεί πάλι περιπαιχτικά τις αφηγήσεις για ετούτο το ταξίδι].

Ο Σεφέρης, ως γνωστόν, πέρα από τις συγκεκριμένες ημερολογιακές καταγραφές, αποτύπωσε και φωτογραφικά εκείνη τη συνάντηση (για την ακρίβεια η Μάρω στέκεται πίσω από τον φακό), με τον ίδιο πλάι στον Έζρα Πάουντ στην αυλή του σπιτιού της οδού Άγρας. Ιδιαίτερα εύγλωττες φωτογραφικές στιγμές –στιγμές ίσως μόνον– αλλά τόσο ενδεικτικές της «άναρθρης συνομιλίας» την οποία μνημονεύει ο Σεφέρης, που αξίζουν ένα σύντομο σχολιασμό. Στην μια ο οικοδεσπότης όρθιος κρατώντας μια διακριτική απόσταση πίσω από τον καθιστό Πάουντ, με μια έκφραση διερωτητικής έγνοιας και φροντίδας για τη φιλοξενία και τους φιλοξενούμενους· ο Πάουντ γυρτός προς τα εμπρός, σαν κουλουριασμένος στον εαυτό του, με το βλέμμα στυλωμένο χαμηλά. Στην άλλη φωτογραφία, ο Πάουντ ορθός κι ευθυτενής, με το μάλλον αμήχανο βλέμμα του σταθερά καρφωμένο στον φακό, αλλά με τα χέρια στις τσέπες και τον Σεφέρη, περιχαρή και χαλαρωμένο, σταθερά όμως στηριγμένο στα πόδια του, να τον στηρίζει με τον ώμο του και το διακριτικό –σχεδόν αόρατο– δεξί του χέρι περασμένο στο αριστερό χέρι του Πάουντ. Ευθυτενής, ‘ευκίνητος’ μα κι εύθραυστος συνάμα δείχνει ο γερο-Έζρα πλάι στον στιβαρό Σεφέρη. Μόνο σημείο δύναμης ακατάβλητης η καίουσα φλόγα της επίμονης ματιάς του.

Παραλείπει όμως ο Σεφέρης να αναφερθεί σαφώς στους υπόλοιπους συνδαιτημόνες εκείνου του προγεύματος μα και σε όποια πιθανή συζήτηση διεξήχθη τότε. Ορισμένα από αυτά τα κενά, ευτυχώς, τα συμπληρώνει το άρθρο του Σαββίδη, δημοσιευμένο αμέσως μετά τον θάνατο του Πάουντ:

«Δεν ξέρω αν και πώς απομνημονεύτηκε στο ημερολόγιο του Σεφέρη εκείνη η συνάντηση – είχαμε, όμως, η γυναίκα μου και εγώ, το προνόμιο να παραστούμε στο δεύτερο μέρος της, καλεσμένοι σε φιλικό πρόγευμα στο σπίτι της οδού Άγρας. Ο Σεφέρης είχε θεωρήσει χρέος του να παραλάβει τον γέροντα, καθώς και την σύντροφό του, την μουσικό Όλγα Ρατζ (που τόσα της οφείλουν οι εραστές του Βιβάλντι), από το ξενοδοχείο τους στην Πλάκα.

Η μέρα ήταν ζεστή και ποιητική, οι οικοδεσπότες φανερά συγκινημένοι, μα ο Πάουντ βρισκόταν τότε στην φάση της πιο αυστηρής σιωπής του (είδος αυτοτιμωρίας, καθώς βεβαιώνουν οι οικείοι του). Έτσι, η μόνη λέξη που ακούσαμε από το στόμα του, όλο το απόγευμα, ήταν η ράτσα του σκύλου –άγρυπνη πάντα η έγνοια του για την κυριολεξία– τον οποίον είχε σκαλίσει μισόν αιώνα πριν ο αδικοσκοτωμένος φίλος του, ο γλύπτης Ανρί Γκωντιέ-Μπρζέσκα (που θεατρίστηκε πρόσφατα ως “Άγριος Μεσσίας” στην κραυγαλέα ταινία του Κεν Ράσσελ). Αυτόν, φαντάζομαι, είχε κυρίως στο νου του ο ποιητής όταν έγραφε τους σκληρούς στίχους του Μώμπερλυ (1920) για το αισχρό μακελειό του Πρώτου Παγκόσμιου Πόλεμου:

Σκοτωθήκαν μυριάδες,
και ανάμεσά τους κάποιοι άριστοι,
για μια σκύλα γριά και φαφούτα,
για ένα χιλιομπαλωμένο πολιτισμό,

χάρη, χαμογελώντας στο καλό στόμα,
γοργά μάτια χαμένα κάτω από το βλέφαρο της γης,

για μερικές ντουζίνες τσακισμένα αγάλματα,
για λίγες χιλιάδες βλαμμένα βιβλία.

Για χάρη του Γκωντιέ, πάντως, δέχτηκε, μετά το φαγητό, να τον συντροφέψουμε, μαζί με τον Ζήσιμο Λορεντζάτο, στην προσώρας ανεπανάληπτη διεθνή έκθεση γλυπτικής που οι “φαυλοκράτες” είχαν στήσει στου Φιλοπάππου. Ο ίδιος ήταν ο πιο έμορφος παππούς που αξιώθηκα ποτέ να ιδώ – και η σιωπή του, τελικά, ανάλαφρη όσο και το περπάτημά του».

Το ζεύγος Σαββίδη λοιπόν ήταν κι αυτοί προσκεκλημένοι συνδαιτημόνες σ’ εκείνο το πρόγευμα. Και να που ο Σαββίδης μας πληροφορεί και για μια –μόνη λέξη– που ξεστόμισε ολόκληρο εκείνο το απόγευμα ο επτασφράγιστος Πάουντ συγχρόνως όμως και για την αφορμή της εκφοράς της. Η φράση αυτή αφορούσε τη ράτσα του σκυλιού που σμίλεψε ο νεότατος κι αδικοχαμένος φίλος του Πάουντ καλλιτέχνης και γλύπτης Henri Gaudier-Brzeska (1891-1915). Και προέκυψε, όπως η αφήγηση του Σαββίδη φανερώνει, από μια πιθανή συζήτηση για τον γλύπτη και την ολιγόμηνη έκθεση σύγχρονης γλυπτικής που ολοκληρωνόταν εκείνες τις ημέρες στην Αθήνα, στον λόφο του Φιλοπάππου. Ταυτόχρονα βέβαια ο Σαββίδης προσφέρει και μιαν άλλη λεπτομέρεια την οποία, είτε υπαινικτικά είτε λόγω μερικής άγνοιας αναφέρει ο Σεφέρης («ο Ζήσιμος που έτυχε εκεί»), κι ολωσδιόλου αποσιωπά ο Ζήσιμος Λορεντζάτος: την παρουσία δηλαδή του ίδιου του Λορεντζάτου στη συντροφιά του ζεύγους Πάουντ-Ρατζ και Σαββίδη κατά την επίσκεψή τους στην έκθεση γλυπτικής του Φιλοπάππου. Δεν γνωρίζουμε με ποιαν αιτία ξεκίνησε μια συζήτηση για τον γλύπτη ή ποιος είχε την ιδέα για την επίσκεψη του Πάουντ στην έκθεση γλυπτικής, γνωρίζουμε όμως το σχολαστικό (κι ασίγαστο) ενδιαφέρον τόσο του Λορεντζάτου όσο και του Σεφέρη για τον Πάουντ και για τα γραπτά του, μέρος των οποίων αποτελούσε και το έργο του για τον Gaudier-Brzeska και το έργο του (Gaudier-Brzeska: Α Μemoir, 1916).

Εκεί γύρω στους τελευταίους μήνες του 1949, από το Παρίσι, όπως συνάγεται από τις ημερομηνίες και τα συμφραζόμενα στην Αλληλογραφία Σεφέρη –Λορεντζάτου (μιας και οι καταγραφές στα Collectanea είναι «δίχως ημερομηνίες»), σημειώνει στη ‘χαμάδα’ αρ. 72 ο Λορεντζάτος:

«Προχθές απρόοπτο εύρημα σε ένα κασίδικο βιβλιοπωλείο: H. S. Ede, Savage Messiah, 1931. Η πρώτη φορά που μάθαινα τα περί Gaudier-Brzeska. Το βιβλίο του Ε. Πάουντ εξαντλημένο από χρόνια. Όσο για τα γράμματά του στη δύστυχη Miss Brzeska, τα παρομοιάζω από κάθε άποψη με ορισμένα από τα γράμματα του John Keats. Θέλω να γράψω τη χαρά μου στο Σεφέρη· αυτός θα καταλάβει. Διαβάζοντας ιδιαίτερα το γράμμα της 3ης Ιουνίου 1911».

Ο Λορεντζάτος δεν έγραψε τη χαρά του στον Σεφέρη. Παρ’ όλα αυτά, για τους δικούς του λόγους φαντάζομαι, ο Σεφέρης χρόνια μετά απόκτησε την επανέκδοση (1960) του βιβλίου του Πάουντ για τον Brzeska, το διάβασε κι υπογράμμισε μάλιστα και την ακριβή προφορά του ονόματος του γλύπτη όπως ο ίδιος ο γλύπτης την συλλάβισε στον Πάουντ (and I heard a voice speaking with the gentlest fury in the world: “ Cela s’appelle tout simplement Jaersh-ka. C’est moi qui les ai sculptés.”). Τέτοια η φροντίδα και το ενδιαφέρον του το ακοίμητο για την ακρίβεια!

Η Α΄ Διεθνής Έκθεση γλυπτικής «Παναθήναια της συγχρόνου γλυπτικής», οργανώθηκε από τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού σε συνεργασία με το Υπουργείο Παιδείας, στον λόφο του Φιλοπάππου, και διήρκεσε από τις 8 Σεπτεμβρίου μέχρι τις 8 Νοεμβρίου 1965. Εκκινώντας από το έργο του Ροντέν έφθανε μέχρι και τους καλλιτέχνες που είχαν γεννηθεί την πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα και συμπεριλάμβανε σε ξεχωριστό τμήμα και έργα Ελλήνων γλυπτών. Ιθύνων νους της ιδέας και της πραγμάτωσής της ήταν ο Τώνης Σπητέρης. Ανάμεσα στα πολλά και διάσημα έργα της έκθεσης, είχαν επιλεγεί και τρία γλυπτά του Gaudier-Brzeska: Πουλί που καταπίνει ένα ψάρι, Προσωπογραφία του Χόρας Μπρόντσκυ, κι ο περίφημος Σκύλος στο όνομα της ράτσας του οποίου αναφέρθηκε ο Πάουντ.

Γίνεται εμφανές λοιπόν πως σ’ εκείνο το πρόγευμα στην οδό Άγρας, με αφορμή την μπιεννάλε γλυπτικής στου Φιλοπάππου, την πρώτη διεθνή έκθεση γλυπτικής εν Αθήναις, αναφέρθηκε το όνομα και μάλλον σίγουρα και το έργο του Gaudier-Brzeska. Άγνωστο ποιος έριξε την ιδέα, αλλά για χάρη του καλλιτέχνη, όπως λέει ο Σαββίδης, το ζεύγος Πάουντ-Ρατζ συμφώνησε να επισκεφθεί την έκθεση που σε τρεις μόλις μέρες θα έκλεινε τις πύλες της στο κοινό. Η φράση του Σαββίδη –σε αντίθεση με την ανάλογη του Σεφέρη– υπαινίσσεται πως η πρόταση για την επίσκεψη στην έκθεση έγινε μάλλον από τους Έλληνες οικοδεσπότες· εξάλλου θα ήταν και κάπως δύσκολο να το έχει πληροφορηθεί ο Πάουντ.

Προφανώς προσκλήθηκε κι ο Λορεντζάτος, ως ο πλέον στενός Έλληνας ‘φίλος’ τους, για να τους συνοδεύσει σε αυτόν τον περίπατο ανάμεσα στα σύγχρονα γλυπτά, απέναντι από την Ακρόπολη. Ας μη λησμονούμε πως την προηγούμενη ημέρα είχε ήδη προηγηθεί η πρώτη επαφή Πάουντ και Λορεντζάτου στο ξενοδοχείο στην Πλάκα και, όπως –λανθασμένα– μας μεταφέρει ο Σεφέρης, ο Λορεντζάτος πρέπει να είχε ομολογήσεις στον Σεφέρη τη πρόθεσή του να πάει τον Πάουντ στο Σούνιο. Η ημέρα ήταν ‘λιόλουστη’ και ‘ποιητική’ μα και ‘ζεστή’ κι ο περίπατος στου Φιλοπάππου, ιδίως μέχρι και τα εκθέματα του Gaudier-Brzeska, σχετικά μακρύς για τον ευκίνητο μεν, αλλά όπως κρύπτει φανερώνοντας η φωτογραφία στο σπίτι του Σεφέρη, κι εύθραυστο Πάουντ. Οι συνέπειες για την υγεία του Πάουντ καταγράφονται από τον Σεφέρη: «έπεσε στο κρεβάτι με 38½ πυρετό. Ο Ζήσιμος που έτυχε εκεί φρόντισε να τους βρει γιατρό». Ο Ζήσιμος, που τους συνόδευσε ως το ξενοδοχείο, από τη μεριά του άφησε παντελώς αμάρτυρο και τη συνοδοιπορία στου Φιλοπάππου μα και την περιποίηση του εμπύρετου Πάουντ. Κι έτσι καθυστέρησε και μετατέθηκε κι η προγραμματισμένη επίσκεψη του ζεύγους Πάουντ-Ρατζ στους Δελφούς και το Σούνιο.

Σήμερα πλέον γνωρίζουμε και την αντίδραση του Πάουντ στην πρώτη διεθνή έκθεση γλυπτικής στον περίπατό του στου Φιλοπάππου. Σύμφωνα με όσα κατέγραψε η Όλγα Ρατζ στα περίφημα σημειωματάρια Ι Τσινγκ εκείνης της περιόδου, ο Πάουντ καθόλου δεν ενθουσιάστηκε με αυτή την υπαίθρια έκθεση σύγχρονης γλυπτικής, που περιλάμβανε και τον σκύλο του φίλου του Gaudier-Brzeska· η παραπομπή από την ανάγνωση της Anne Conover: «With another Greek friend, they attended an outdoor exhibition of modern sculpture, including a Gaudier-Brzeska dog that ‘‘did not fill EP with enthusiasm’’».

Και ναι· τώρα πια είμαι απολύτως βέβαιος πως η λέξη –η μοναδική– που ξεστόμισε ο Πάουντ στο σπιτικό του Σεφέρη στην οδό Άγρας, εκείνο το ζεστό, ποιητικό απόγευμα του 1965, για τον γλυπτό σκύλο του Brzeska, είναι «dachshound» (ντάκσχουντ). Ο Πάουντ, ακόμη και μέσα στη βαθύτερη, απαραβίαστη σιωπή του, παρέμενε πάντοτε ακριβής· ακριβέστατος.

ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

(Στον Α. Χ. απαράγραπτες ευχαριστίες.)

*

*

*

*

 

*