*
Από ψηλά
Κάτω η θάλασσα
θηλάζει
βρέφη κυμάτων,
μόλις έναρθρα
μικρές στην άπνοια συλλαβές,
εγκάρδια όλη.
Και ρίχνεσαι
σε μια αρχαία συμμαχία
βουτώντας
άφωνο στήθος στο νερό
βαθύ κορμί ρωτώντας
Τι να ’ναι αυτό το βάπτισμα,
ετούτος ο καθρέφτης τι βαστά;
~·~
Λέξεις
Αγραπιδιές στο λόγγο
γκορτσιές και θεριστάπιδα
γλυκές καμπάνες κίτρινου
βαθύλαλες στη γεύση.
Μια χούφτα λέξεις η παιδική σου ηλικία
ένα ιδίωμα εύοσμο που εκρήγνυται
όταν ανοίγεις τα παράθυρα
σ’ εκείνο το παλιό σου σπίτι και ακούς
βραχνό το γέλιο του πατέρα
με τη μαγκούρα φτάνοντας στο θρόισμα του δάσους
σεβάσμιες ελιές να τον πηγαίνουν
σ’ αυγούλα αρχαγγελική
με νοτισμένο πέρα το χορτάρι ν’ αναπνέει
βρεγμένο βέλασμα αμνού,
ξεκούρδιστο της μνήμης κουδουνάκι.
~·~
Μετά τον θερισμό
Ο τόπος
ακινητεί στην κάψα του μεσημεριού,
στην ησυχία του αφημένου στον καιρό,
του τελεσμένου
που γέννησε άφθονα στον ήλιο και αναπαύεται
σε μια αχυρένια απλωσιά
πέρα μακριά ως την βραδύτητα.
Ο κάμπος γύρω ανασαίνει φρυγμένο χόρτο και άγανα,
ένα ήμερο θηλαστικό απαγκιάζοντας
σε θημωνιές, ελιές, φιδοπουκάμισα.
Περνάς το βλέμμα
όπως το χέρι σε παλάμη.
Δέρμα ξανθό και κουρασμένο
ξελεχωνιάζει μες στο θέρος ετοιμάζοντας
καινούριους κάλυκες, καρπούς,
μισούς στον ίσκιο άδηλους
μισούς στον ήλιο ρόδινους,
μυχούς ευώδους πόας αναθρέφοντας
τη σκοτεινή του γόνιμου ευτυχία.
~·~
Μέσα Μάνη
Κοιτάς
τη σιωπηλή διάρκεια του ύψους
στα βουνά.
Γυμνά βουνά, απερίσπαστα,
βουνά τετελεσμένα.
Μονάχα βλέπεις πού και πού
την αφελή εγγύτητα του θάμνου
να σκαλώνει
μικρές πατούσες πράσινες
στο πέλμα του θηρίου.
Το φως
δε λάμπει πάνω τους,
μονάχα καμπυλώνει.
Περνάει σύννεφου σκιά
και σουρουπώνουν,
λιοπύρι καίει και ξεβάφουν .
Χτίζουνε τον ορίζοντα,
κι όμως,
άφαντα, λες, διαφεύγουν.
Φοβίζουνε τον ήμερο,
τον άμαθο τον διώχνουν
Ετούτα τα βουνά
που όλο τα πηγαίνεις.
Μονόλιθοι μιας θέλησης
από καιρό φτασμένης.
Δε γειτονεύουν.
Δε σημαίνουν.
Δεν ηχούν.
Αχώρητα.
Να’ ναι ο θεός
ή η ψυχή του ανθρώπου;
~·~
Στο βράχο
Λακκάκια διάφανου νερού
στις εσοχές των βράχων.
Βατήρες των μικρών πελμάτων
πριν απ’ τον κρότο της κατάδυσης.
Παφλάζει άσπρο ένα ξεκάρδισμα.
Παιδιά νησάκια στον αφρό
και λαμπυρίδες πέρα.
Κοχλάζει κύμα αργυρό τα ταλαντώνει
κι ύστερα κι άλλο κι άλλο τ’ ανυψώνει
ως την ακμή της δόνησης,
στην κορυφή του κόσμου.
~·~
Με τον αέρα
Στην ακροθαλασσιά το πεύκο
με την προσήνεια του πράσινου,
πράσινου ανήλικου
που μόλις ξέκοψε απ’ το κίτρινο
βαθαίνοντας συνεχώς.
Μια τανυσμένη πλώρη
ταλαντώνεται στον άνεμο
ανήσυχη να φτάσει ως το πέλαγος
όταν γυρνάει σε μαΐστρο
αργά λιχνίζοντας
στην ακοή το συριγμό του ανήμερου.
Απλώνεις δάχτυλα ν’ αγγίξεις.
Ένα εκκρεμές χλωρής βελόνας στην παλάμη
δίνει στο χέρι πλεύση να γυρέψει
βαθιά της ύψωσης τη ρίζα.
Κι ύστερα πάλι ολόκορμη
το συνεγείρει αιώρηση.
Είναι που ο αέρας δυναμώνει ξαφνικά
ελευθερώνοντας
πτήση αμφίβια
σ’ αυτή τη θάλασσα μακριά,
τη γαληνότατη.
Ολημερίς μοχθώντας στη μεθόριο
διαστέλλει καθαρότητα,
ώσπου αργά το βράδυ
ημερώνει στο ακρογιάλι,
κατάρτι της αστροφεγγιάς
πλεούμενο του ίσκιου.
ΘΕΩΝΗ ΚΟΤΙΝΗ
*
