Day: 08.07.2023

Γιοχάννες Κέπλερ, Όνειρο, ή Σεληνιακή Αστρονομία

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Ήδη από τα φοιτητικά του χρόνια ο Κέπλερ (1571-1630), θαυμαστής του Κοπέρνικου, γοητευόταν ζωηρά από μια πρωτότυπη απορία: πώς, άραγε, θα αντιλαμβανόταν τα ουράνια φαινόμενα ένας παρατηρητής εγκατεστημένος στη Σελήνη; Το ερώτημα αυτό παρείχε το ερέθισμα για τη συγγραφή, αρκετά χρόνια αργότερα, ενός σύντομου έργου κοσμικής φαντασίας με τίτλο «Όνειρο ή Σεληνιακή Αστρονομία». Το κείμενο συντάχθηκε περί το 1609, με τον Κέπλερ να επιστρέφει σε αυτό και να το επεξεργάζεται εντατικά από το 1622 έως το 1630, συμπληρώνοντας την αφήγηση με 223 επεξηγηματικές σημειώσεις -τετραπλάσιες σε έκταση από την ίδια τη νουβέλα. Τμήμα του έργου εκδόθηκε πριν τον θάνατο του Κέπλερ, όμως την πρώτη ολοκληρωμένη εκδοση επιμελήθηκε το 1634 ο γιος του, Λούντβιχ.

Το έργο αφηγείται ένα οδοιπορικό στη Σελήνη. Η πρωτοτυπία του, όμως, δεν έγκειται σε αυτό, αφού η κοσμική φαντασία αποτελεί γραμματειακό είδος δημοφιλές ήδη από την αρχαιότητα (ο ίδιος ο Κέπλερ αναγνωρίζει την οφειλή του στον Πλούταρχο και τον Λουκιανό), ενώ είχε σημειώσει νέα άνθηση κατά την Αναγέννηση. Αυτό που κάνει το «Όνειρο» να ξεχωρίζει στη σχετική γραμματειακή παράδοση, πέρα από το βαρύ όνομα του συγγραφέα του, είναι ότι αποτελεί το πρώτο έργο στο οποίο η φαντασία γίνεται πραγματικά «επιστημονική», αλληγορώντας μάλιστα μοναδικά τη μετάβαση από την άγνοια στην επιστημονική γνώση.

Ο Κέπλερ αξιοποιεί την τεχνική της διήγησης που ενσωματώνει επάλληλες διηγήσεις. Σε κοσμολογικά συγκείμενα η τεχνική απαντά ήδη στον –αγαπημένο του Κέπλερ– Τίμαιο και αξιοποιείται κατά κόρον στη μακραίωνη ιστορία της γραμματείας της κοσμικής φαντασίας. Η υιοθέτηση της σύμβασης αυτής αποσκοπεί, επιπροσθέτως, στο να παράσχει κάποια κάλυψη στον Κέπλερ, έναν αληθινό μάρτυρα της επιστήμης. Η αφήγηση ξεκινά από τον ίδιο, περνώντας σύντομα στη φωνή του φανταστικού Ισλανδού συγγραφέα Δουρακότου. Με τη μεσολάβηση της μάγισσας Φιολξίλδης, μητέρας του Δουρακότου, η αφήγηση περνά στην τραχιά φωνή ενός «δαιμονίου» από τη Λεβανία (Σελήνη). Το δαιμόνιο αυτό το επικαλείται κανείς εκφωνώντας 21 γράμματα, με τον Κέπλερ να επεξηγεί στη σχετική σημείωση ότι τόσα είναι τα γράμματα που απαρτίζουν τη φράση «Κοπερνίκεια Αστρονομία» (Astronomia Copernicana). Ως δαιμόνιο πια, ο Κέπλερ χαρίζει μια συναρπαστική περιγραφή του ίδιου του ταξιδιού προς τη Σελήνη και, κυρίως, των ουρανίων φαινομένων και σωμάτων –πάνω από όλα της Γης– όπως τα αντιλαμβάνονται οι κάτοικοι των δύο ημισφαιρίων του δορυφόρου μας. Καταλήγει με μια αναπαράσταση της γεωγραφίας της Σελήνης και των αξιοπερίεργων πλασμάτων που ζουν εκεί. Η απελευθερωτική αφήγηση διακόπτεται όταν ο Κέπλερ ξυπνά, απότομα, από το σεληνιακό του αστρονομικό όνειρο.

~.~

ΓΙΟΧΑΝΝΕΣ ΚΕΠΛΕΡ

Όνειρο,
ή Σεληνιακή Αστρονομία 
[1]

Το 1608, ενόσω μαινόταν η διαμάχη μεταξύ των δύο αδελφών –του αυτοκράτορα Ροδόλφου και του Αρχιδούκα Ματθία[2]– ο λαός αναζητούσε προηγούμενα για όσα συνέβαιναν στην ιστορία της Βοημίας. Παρακινημένος από την περιρρέουσα φιλοπεριέργεια, επιδόθηκα και εγώ στη μελέτη των θρύλων της Βοημίας. Τότε έτυχε να διαβάσω για τη μυθική Λιβούσα[3], την ξακουστή για τη μαγική της τέχνη. Συνέβη, λοιπόν, το εξής. Μια νύχτα, λίγο αφότου είχα περιεργαστεί τη Σελήνη και τους αστέρες, πλάγιασα στον καναπέ μου και βυθίστηκα σε ύπνο πυκνό. Ονειρεύτηκα ότι είχα αγοράσει από το παζάρι ένα βιβλίο για να διαβάσω. Και το βιβλίο περιείχε την παρακάτω αφήγηση:

«Το όνομά μου είναι Δουρακότος και πατρίδα μου είναι η Ισλανδία, την οποία οι αρχαίοι αποκαλούσαν Θούλη[4]. Μητέρα μου ήταν η Φιολξίλδη, της οποίας ο πρόσφατος θάνατος μου χάρισε πια τη δυνατότητα να γράψω, πράγμα που ήθελα να κάνω εδώ και καιρό[5]. Γιατί όσο ζούσε, η μητέρα μου φρόντιζε με κάθε τρόπο να με αποτρέψει. Επαναλάμβανε ότι είναι πολλοί οι μοχθηροί που επιβουλεύονται τις τέχνες και οι οποίοι, εξαιτίας της άγνοιάς τους, χλευάζουν αυτό που δεν μπορεί να συλλάβει το φτωχό τους μυαλό και θεσπίζουν εναντίον του νόμους επιβλαβείς για το ανθρώπινο γένος. Σύμφωνα με αυτούς τους νόμους, πολλοί είναι οι άνθρωποι που θα έπρεπε να έχουν καταδικαστεί και καταβαραθρωθεί στην άβυσσο της Χέκλας[6]. Πώς έλεγαν τον πατέρα μου η Φιολξίλδη δεν μου αποκάλυψε ποτέ. Μου ανέφερε μόνον ότι ήταν ένας ψαράς που είχε πεθάνει σε ηλικία εκατόν πενήντα ετών, όταν εγώ ήμουν μόλις τριών, και πως ήταν παντρεμένοι για εβδομήντα περίπου χρόνια.

Όταν ήμουν ακόμα πολύ μικρός η μητέρα μου, κρατώντας με από το χέρι ή βαστάζοντάς με στους ώμους της, με πήγαινε συχνά στα χαμηλά των ραχών της Χέκλας, ιδίως κοντά στη γιορτή του Αγίου Ιωάννη[7], όταν ο Ήλιος, ορατός όλο το εικοσιτετράωρο, δεν αφήνει κανέναν χώρο στη νύχτα. Μάζευε πολλά βοτάνια και στη συνέχεια τα μαγείρευε με απόλυτη ιεροτελεστία στο σπίτι. Έφτιαχνε σακιά από δέρμα κατσίκας και όταν αυτά γέμιζαν τα πήγαινε στο γειτονικό λιμάνι για να τα πουλήσει στους καπετάνιους των πλοίων. Έτσι εξασφάλιζε τα προς το ζην. Από περιέργεια έσκισα μια φορά ένα από τα σακιά. Η μητέρα μου, που δεν γνώριζε τι είχα κάνει, το είχε μόλις πουλήσει σε έναν καπετάνιο όταν ξαφνικά το σακί έσκασε και έπεσαν κατάχαμα βοτάνια αλλά και λινά πουγκιά, τα οποία ήταν ποικιλμένα με διάφορα σύμβολα κεντημένα με μεράκι. Αχρηστεύοντας αυτό το σακί της στέρησα ένα μικρό εισόδημα. Τότε η μητέρα μου, λυσσασμένη από οργή, μου ανακοίνωσε ότι θα προσφέρει εμένα στον καπετάνιο αντί για το σακί προκειμένου να κρατήσει τα χρήματα. Την επόμενη κιόλας μέρα το πλοίο σάλπαρε απροσδόκητα από το λιμάνι με ούριο άνεμο και έβαλε πλώρη για τα νησιά της Νορβηγίας. Μετά από κάποιες μέρες φύσηξε βοριάς που έσπρωξε το πλοίο ανάμεσα στη Νορβηγία και την Αγγλία[8]. Ο καπετάνιος διέπλευσε το κανάλι και τράβηξε για τη Δανία καθώς είχε να παραδώσει επιστολές ενός επισκόπου της Ισλανδίας στον Τύχο Μπράχε, τον Δανό, που ζούσε στο νησί Χβεν[9]. Εγώ, δεκατετράχρονο αγόρι ακόμα, αρρώστησα βαριά από τα τραμπαλίσματα του πλοίου και την ασυνήθιστη ζέστη που προκαλεί εκεί ο αέρας. Όταν άραξε το πλοίο, ο καπετάνιος μου εμπιστεύτηκε τις επιστολές και με άφησε στο σπίτι ενός ψαρά του νησιού, σαλπάροντας ξανά με την υπόσχεση να επιστρέψει.

Όταν του παρέδωσα τις επιστολές, ο Μπράχε άρχισε, εμφανώς ευδιάθετος, να μου κάνει πολλές ερωτήσεις. Δεν τις πολυκαταλάβαινα αφού δεν γνώριζα τη γλώσσα, εκτός από ελάχιστες λέξεις. Εκείνος όμως παρήγγειλε στους πολυάριθμους μαθητές του να μου αφιερώσουν αφειδώς χρόνο για να συζητούν μαζί μου. Χάρις στη γενναιοδωρία του Μπράχε, και με εξάσκηση λίγων μόλις εβδομάδων, άρχισα να μιλάω δανέζικα κάπως ανεκτά. Αισθανόμουν έτοιμος και πρόθυμος να απαντώ, τουλάχιστον όσο πρόθυμοι ήταν και εκείνοι να μου απευθύνουν ερωτήσεις. Είχα την ευκαιρία να θαυμάσω πολλά πράγματα που μου ήταν παντελώς άγνωστα. Και, με τη σειρά μου, διηγιόμουν ιστορίες από την πατρίδα μου που προκαλούσαν τον δικό τους θαυμασμό. (περισσότερα…)