
Εισαγωγή-ανθολόγηση-σχόλια ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ
~.~
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΥΡΙΩΤΗΣ Ο ΓΕΩΜΕΤΡΗΣ
Μεταφράσεις του Άρη Δικταίου και του Δημοσθένη Κούρτοβικ
Λιγοστά είναι τα όσα γνωρίζουμε για τον Ιωάννη Γεωμέτρη ή Κυριώτη κι αυτά εξάγονται μέσα από τα έργα του (πεζά και ποιητικά). Ποιητής που έζησε κατά το δεύτερο μισό του 10ου αιώνα ο Ιωάννης φαίνεται πως καταγόταν από ευγενή οικογένεια και έλαβε καλή εκπαίδευση ενώ υπηρέτησε στον στρατό πριν αποσυρθεί και ζήσει ως μοναχός. Συνέγραψε επιγράμματα (αρκετά θα μπορούσαμε να τα αποκαλέσουμε λυρικά ποιήματα), προγυμνάσματα, αλλά και ύμνους και ομιλίες στη Θεοτόκο και σε άλλους αγίους. Ο Αλεξάντερ Κάζνταν, από τον οποίο αντλούμε και αυτές τις πληροφορίες, τού αποδίδει και τη συλλογή 99 μοναστικών τετράστιχων επιγραμμάτων Παράδεισος. Λόγω της εποχής (θέρος γαρ!) ξεκινάμε με την μεταγενέστερη χρονικά απόδοση του Δημοσθένη Κούρτοβικ (τον οποίο και ευχαριστώ για την ευγενική άδεια αναδημοσίευσης) και συνεχίζουμε με τις χρονολογικά πρότερες αποδόσεις του Άρη Δικταίου. [Μικρή σημείωση: ο τίτλος του δεύτερου ποιήματος, που αποδίδει ο Δικταίος, όπως φανερώνει και το πρωτότυπο, αναφέρεται στη Μονή Στουδίου κι όχι σε κάποια Θεολογική Σχολή].
~•~
Ὅλα καρπίζουν καὶ τ’ ἀμπέλι θέλει νὰ γεννήσει,
ξέχειλες οἱ κερῆθρες ἀπὸ φρέσκο μέλι.
Σφύζουν τὰ μαστάρια, χαρὰ γιὰ τ’ ἀρνάκια,
βαριὲς ἀπ’ τὸ γάλα οἱ κατσίκες, τὰ στάχυα
τὸ θεριστὴ κιόλας προσμένουν.
Στὰ δέντρα κελαϊδοῦνε τὰ πουλιά,
σκιὰ δροσερὴ σκορποῦνε τ’ ἄλση.
Τὸ γάργαρο νερὸ παίζει μὲ τὴν πέτρα.
Συναυλία σωστὴ δίνουν τὰ τζιτζίκια,
χαρούμενα ὁ ναύτης τραγουδάει.
Τραγούδησε κι ἐσύ, Ἰωάννη, κι ἂς πονᾶς!
~•~
εἰς τὸ θέρος
Ὥρια πάντα τέθηλε, καὶ ἄμπελος ἐς τόκον ὀργᾷ,
σμήνεα δ’ ἄρτι μέλι χλωρὸν ὑπεκπρορέει,
οὔθατα δὲ σφαραγεῦσι καὶ ἄρνες ἀεὶ σκαίροντες,
αἶγες δ’ εὐγλαγέες, λήϊα κεκλιμένα·
ὄρνεα δ’ εὐφωνοῦσι καὶ ἄλσεα, εὔσκια δένδρα,
ὕδασι δὲ κρυεροῖς ἀμφιγέγηθε πέτρα.
τέττιξ σύντονον ἠχεῖ, ναυτίλος ἥδιον ᾄδει·
ᾆσον, Ἰωάννη, καὶ σύ τι κἂν μογέῃς.
Μτφρ. Δημοσθένης Κούρτοβικ στο Hans-Georg Βeck, Η βυζαντινή χιλιετία, Αθήνα 2005, ΜΙΕΤ, σ. 161.
~•~•~
Στὸν πατέρα μου
Αὐτός, ποὺ ἄρρωστο σ᾽ εἶχε στὴν ἀγκάλη,
αὐτός, πού, νεκρόν, σοῦ ἔκλεισε τὰ μάτια,
ποὺ σ᾽ ἔλουσε στερνὸ λουτρόν, ὁ γιός σου,
ποὺ τὸ γλυκό σου βάρος, ἕνα μῆνα
σήκωνε ἀπὸ μακρινὴ γῆ, γιὰ νὰ σὲ φέρει
ἐδῶ μὲ μύριους κόπους, στὴ συμβία
καὶ στὴν πατρίδα νὰ σὲ ξαναδώσει,
καὶ σ᾽ ἔθαψε μαζὶ μὲ τὴν καρδιά του,
ἀπὸ τοὺς προσφιλεῖς σου εἶναι ὁ πιὸ νέος,
ὁ Ἰωάννης, ἐγώ. Ἐγὼ ἔγραψα καὶ τώρα
στὴν εἰκόνα σου πάνω αὐτά, πατέρα:
«Πάτερ, κλῆσις γλυκεῖα, ὄψις ἠδίων·
μικρὴ παρηγοριὰ μεγάλου πόνου.»
~•~
Στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ Κωνσταντινουπόλεως
Ἄυλα φῶτα φλογώδη μπρὸς στὴν πύλη,
καὶ λύχνον τοῦ Κυρίου φῶς ποὺ λάμπει,
καὶ εἰκόνα τ’ οὐρανοῦ τὸν οἶκο βλέπω.
Μακρυὰ ἂς σταθεῖ ἀπ’ τὴν πύλην ὅποιος πνεῦμα
ἀκάθαρτο ἔχει. Ἀλλ’ ὅποιος φωτισμένον
ἔχει τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιὰ εὔθυμη ἔχει,
ἂς προχωρήσει, δίνοντας στὸ φῶς του
φῶς, σὲ ναὸν ἁγνόν, ναὸς ἐμψυχωμένος.
Ἄρης Δικταῖος, Σ᾽ ἀναζήτηση τοῦ ἀπόλυτου: Ἀνθολογία παγκοσμίου ποιήσεως, Ἀθήνα 1962, Φέξης, σ. 336-337.
~•~
Εἰς τὸν ἑαυτοῦ πατέρα
Ὃς καὶ νοσοῦντα χερσὶν ἠγκαλιζόμην·
ὃς καὶ θανόντα, σὰς περιστείλας κόρας,
ἔλουσα λουτροῖς ἐσχάτοις, τὰ θρέπτρα σοι,
καὶ φόρτον ἡδὺν μῆνα βαστάσας ὅλον,
μακρᾶς σε γῆς ἤνεγκα μυρίοις πόνοις·
καὶ συζύγῳ δέδωκα καὶ τῇ πατρίδι,
ἔκρυψα καὶ τύμβῳ δὲ καὶ τῇ καρδίᾳ,
Ἰωάννης, σῶν φιλτάτων νεώτατος·
ἔγραψα καὶ νῦν τῷδε τῷ τύπῳ· «Πάτερ,
πάτερ, γλυκεῖα κλῆσις, ὄψις ἡδίων·»
μικρὸν παραγόρημα τοῦ πολλοῦ πόθου.
~•~
Εἰς τὸν ναὸν τὸν Στουδίου
Ἄϋλα φῶτα πυρφλόγα πρὸ τῆς πύλης
καὶ λύχνον ἐκλάμποντα φωτὸς Κυρίου,
καὶ τοῦ πόλου μίμημα τὸν δόμον βλέπω.
Τὸ πνεῦμα ῥυπῶν, στῆθι τῆς πύλης ἄπο·
τὸν νοῦν δὲ λαμπρός, φαιδρὸς ὢν τὴν καρδίαν,
ἴθι, πρόβαινε, φωτὶ φῶς προσλαμβάνων,
πρὸς ναὸν ἁγνόν, ναὸς ἐμψυχωμένος.
~.~
Το γενικό εισαγωγικό σημείωμα της Ανθολογίας
Η βυζαντινή ποίηση παραμένει η μεγάλη απούσα από όλες σχεδόν τις ανθολογίες ελληνικής ποίησης, ένα –χρονικά– τεράστιο, ουσιωδώς ανεξήγητο κι αναιτιολόγητο, κενό για τη γνώση, παρουσία κι εξέλιξη της ελληνικής ποίησης από τις απαρχές της ως τις μέρες μας. Οι αιτίες αρκετές, οι προκαταλήψεις κι η μεροληψία φοβάμαι ακόμη περισσότερες. Έχουμε συνηθίσει να σταματούμε απότομα στην Παλατινή Ανθολογία (μετά βίας ώς τον τέταρτο συνήθως μεταχριστιανικό αιώνα, χωρίς να αναλογιζόμαστε συνάμα πως κι αυτή η ίδια η Ελληνική Ανθολογία συνιστά μια γενναιόδωρη χειρονομία των ίδιων των Ελληνορωμιών του Βυζαντίου προς εμάς τους επιγενόμενους) και καταπιανόμαστε πάλι με το πρωτοφανέρωμα της νεοελληνικής –δημώδους πάντα– ποίησης εκεί γύρω στον ενδέκατο αι. Το μεταξύ τους διάστημα, έχει ως επί το πλείστον αφεθεί αποκλειστικά στους βυζαντινολόγους, οι οποίοι βέβαια, ας ειπωθεί στεντορείως και υμνητικώς, τον τελευταίο αιώνα έχουν απροσμέτρητα βαθύνει κι εμπλουτίσει τη γνώση μας για τα ποιητικά κείμενα της βυζαντινής περιόδου, με νέες κριτικές εκδόσεις κι αναγνώσεις, μελέτες, φανερώσεις άγνωστων ποιημάτων, μεταγραφές από ανέκδοτα χειρόγραφα κλπ., απομένει η ανθολόγησή τους κι η σύγχρονη (ποιητική κατά προτίμηση) μεταγραφή τους. Μια τέτοια έλλειψη, όπως είναι φυσικό, κι επιτείνει τις προκαταλήψεις αλλά και διογκώνει την άγνοια για τη βυζαντινή ποίηση. Ενώ το υλικό διόλου δεν λείπει, δεν είναι τυχαίο πως ως τις μέρες μας μεταφράζονται κείμενα ποιητικά που προέρχονται αποκλειστικά σχεδόν μόνον από την εκκλησιαστική υμνολογία, πράγμα που φανερώνει πολλά για τη γνώση και τη θεώρηση μα και για τη δεξίωση της βυζαντινής ποίησης σήμερα. Ας είναι! Δεν είναι η ώρα και η στιγμή για περισσότερα˙ αυτή η εισαγωγή θα αρθρωθεί με την πληρότητα και την τεκμηρίωση που χρειάζεται, σαν έρθει η στιγμή της υλοποίησης μιας τέτοιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, που με την παρότρυνση και τη συνεργασία στενών φίλων θα αποκοτήσουμε. Η ανάληψη μιας τέτοιας ανθολογίας, βαρύ κι επίμοχθο έργο, θ’ απαιτήσει και συνεργασίες και χρόνο αρκετό. Ήδη ανασκουμπωθήκαμε και αναμετριόμαστε με τα κείμενα, τους συγγραφείς, τις δυσκολίες, τις ιδιαιτερότητές τους, το περιβάλλον τους, τη μεταγραφή τους.
Με τον νου λοιπόν στραμμένο στη δημιουργία μιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, αποφασίσαμε εδώ στο ηλεκτρονικό ΝΠ, να ξεκινήσουμε με την παρουσίαση μιας όσο το δυνατόν εκτεταμένης επιλογής των ήδη μεταφρασμένων (περισσότερο ή λιγότερο γνωστών) βυζαντινών κειμένων από νεοέλληνες ποιητές˙ σαν προεισαγωγή και πρόγευση της μελλοντικής ανθολογίας αλλά κι άτυπη, όσο το δυνατόν ευρεία, αποτίμηση της μέχρι σήμερα παρουσίας της μεταφρασμένης βυζαντινής ποίησης στα γράμματά μας.
ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ, 17.3.2021
*